Τα κείμενα, οι σκηνοθέτες και όλες οι παραστάσεις που ξεχώρισαν μέσα στο 2024 και τα χρόνια που προηγήθηκαν. Κι ακόμη, σκέψεις για την άνθηση του θεάτρου στη χώρα μας, προβλήματα και προοπτικές.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
H δεκαετία που προηγήθηκε
Το 2013 ανέβηκαν 1.050 παραστάσεις στην Αθήνα, το 2014 ανέβηκαν 1.447, ενώ μέχρι το 2020 σημειώθηκε μια θεατρική έκρηξη, τόσο σε επίπεδο ρεπερτορίου όσο και σε επίπεδο χρηματοδότησης, που έφτασε τις 1.500 παραστάσεις, καλύπτοντας την κλασική δραματουργία, το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, καθώς και πρόσφατες μεταφράσεις ξένων έργων. Υπάρχουν πάνω από 300 θεατρικές σκηνές στην πόλη, δίχως να υπολογίζουμε άλλους χώρους, στους οποίους ανεβαίνουν παραστάσεις. Ήδη από το 2013 (χρονιά απώλειας του Λευτέρη Βογιατζή) με «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Χουβαρδά στο Εθνικό, το 2014 με «Το θείο τραγί» του Μπινιάρη στο bios και τo 2015, με τον «Αδαή και Παράφρονα» του Γιάννου Περλέγκα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου έως και σήμερα, το αθηναϊκό θέατρο έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του Σταύρου Τσακίρη, με τη «Μητέρα του σκύλου» του Μάτεσι στο Σύγχρονο θέατρο το 2014, με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου το 2017 και με τον «Βόυτσεκ» του Γκεόργκ Μπύχνερ στο θέατρο Πόλη το 2023.
Σε αυτήν τη δεκαετία ο Γιάννης Σκουρλέτης (bijoux de kant) –σε συνεργασία με τη Γλυκερία Μπασδέκη και τον Άκη Δήμου– ανέσυρε κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας γεμάτα αισθησιασμό, θεσπίζοντας μια ποπ κουλτούρα επί σκηνής και έκτοτε επανέρχεται δυναμικά και πάντα σταθερός στο αισθητικό του σύμπαν: 2016: «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», μια ποιητική μετεγγραφή της Πρώτης αγάπης του Ιωάννη Κονδυλάκη από τον Άκη Δήμου, και «Περί φύσεως» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, 2017: «Αμάραντα» και «Κόρες» στο φεστιβάλ Αθηνών, για να φτάσουμε στο 2023 και στην παράσταση «Παράφορα: Ακροβατώντας στο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη» και στην εκ νέου συνεργασία του με τον Άκη Δήμου στο «Σάμερταϊμ». Ακολούθησε η παράσταση «Τραγούδια του ελληνικού λαού» και η κορύφωση για τους bijoux de kant ήρθε το 2024, με το «Μάθε με να φεύγω» σε κείμενο του Άκη Δήμου.
Eξέχουσα είναι η περίπτωση του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος σκηνοθέτησε τα «Παιδιά του ήλιου» του Μαξίμ Γκόργκι στο Θέατρο Τέχνης το 2015, την «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» του Ζοέλ Πομερά το 2017, το «Πριν την αποχώρηση» του Τόμας Μπέρνχαρντ το 2020 και τα «Τρία αστικά κουαρτέτα» του Λαρς Νορέν το 2021, και τα δύο στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, και τέλος, ανέβασε στο Υπόγειο του Κουν την «Ελευθερία στη Βρέμη» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ το 2023, σε μια σύμπραξη του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης.
Να αναφέρω, επίσης, την ομάδα Νοva Melancolia των Βασίλη Νούλα και Κώστα Τζημούλη, που δραστηριοποιείται την τελευταία εικοσαετία με θαυμαστά δείγματα δουλειάς, καθιερώνοντας ένα νέο θεατρικό ιδιόλεκτο, τον Δημήτρη Αγαρτζίδη και την ομάδα Elephas Tiliensis, τις θεατρικές ομάδες Splish-Splash, Blitz, Vasistas, Κανιγκούντα, Όχι παίζουμε, 4Frontal, Σημείο Μηδέν, Construction Work, Projector, Mag, καθώς και την ανερχόμενη ομάδα Loxodox.
Σημαντική συνεισφορά είχαν και οι εξής σκηνοθέτες: Δημήτρης Μαυρίκιος, Κωνσταντίνος Χατζής, Ένκε Φεζολάρι, Κοραής Δαμάτης, Γιάννης Κακλέας, Θοδωρής Αμπαζής, Ορέστης Τάτσης, Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης, Νίκος Καραθάνος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Δημήτρης Αγαρτζίδης, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιάννης Λεοντάρης, Παντελής Φλατσούσης, Σύλλας Τζουμέρκας, Τάκης Τζαμαργιάς, Δήμος Αβδελιώδης, Γιάννης Νταλιάνης, Θάνος Παπακωνσταντίνους, Κωνσταντίνος Ρήγος, Δημήτρης Τάρλοου, Σωτήρης Ρουμελιώτης, Θανάσης Ζερίτης, Σίμος Κακάλας, Νικήτας Μιλιβόγιεβιτς, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Σάββας Στρούμπος, Νίκος Διαμαντής, Αλέξανδρος Διαμαντής, Γιάννης Χουβαρδάς, Γιώργος Νανούρης, Θεόδωρος Εσπίριτου και Γιώργος Σκεύας.
Όπως επίσης και οι: Θανάσης Δόβρης, Θανάσης Παπαγεωργίου, Θέμελης Γλυνάτσης, Σωτήρης Χατζάκης, Χρήστος Σουγάρης, Παντελής Δεντάκης, Πέτρος Σεβαστίκογλου, Γιάννης Κοντραφούρης, Βασίλης Παπαβασιλείου, Δημήτρης Μπογδάνος, Γιάννης Οικονομίδης, Αντώνης Αντύπας, Κώστας Φιλίππογλου, Γιώργος Κιμούλης, Πέτρος Ζούλιας, Ακύλας Καραζήσης, Δημήτρης Καταλειφός, Ευθύμης Φιλίππου, Θανάσης Σαράντος, Δημήτρης Καρατζιάς, Φώτης Μακρής, Ευθύμης Χρήστου, Τσέζαρις Γκραουζίνις, Γιάννης Καλαβριανός, Γιάννης Μόσχος, Σταμάτης Φασουλής, Τάκης Βουτέρης.
«Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. |
Δυστυχώς, μεταξύ 2020 και 2023, το πλήγμα του covid ανέστειλε την ανοδική πορεία του θεάτρου, οδηγώντας θεατρώνες στην καταστροφή και ηθοποιούς στην ανεργία, σφραγίζοντας μια σειρά από αίθουσες και αλλάζοντες θεαματικά τον τρόπο προσέγγισής μας της θεατρικής πράξης: δεν υπήρχαν πολλές επιλογές, πέρα από οπτικοακουστικά δρώμενα και εξ αποστάσεως παρακολούθηση. Παρά τα πενιχρά μέσα, τις λιτές σκηνές και τη σκληρή ανεργία που ακολούθησαν τον εγκλεισμό του κορωνοϊού, νέες ομάδες και νέοι σκηνοθέτες με ταλέντο και όρεξη ανέδειξαν τη δουλειά που είχαν κάνει στο μεταξύ, αξιοποιώντας εναλλακτικές σκηνές όπως του ΠΛΥΦΑ: ο Χρήστος Θεοδωρίδης, ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, ο Άρης Τρουπάκης, ο Γιώργος Ματζιάρης και ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος είναι οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές τις περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά έντονη ήταν η παρουσία του Άρη Μπινιάρη με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, με τις εξαιρετικές του «Βάκχες» του Ευριπίδη στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση το 2018, με τον «Χορό της Φωτιάς» το 2019, με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το «Ξύπνα, Βασίλη» του Ψαθά το 2021, με το θεατρικό blockbuster του Μπρεχτ «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» και φέτος με την επανάληψη της παράστασης «Θείο Τραγί» στο bios, και το «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» των Ντε Σαντ/Παζολίνι στη Λυρική Σκηνή.
Κορυφαίοι σκηνοθέτες και αξιόλογοι νεώτεροι
Η επανάληψη του «Alarme» του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο «Άττις», έπειτα από μια δεκαετία, σηματοδοτεί χαρακτηριστικά την ακμή της χρονιάς που πέρασε. Και μάλιστα, όταν συνοδεύεται, την ίδια χρονιά, από δυο παραστάσεις-ορόσημα του μεγάλου σκηνοθέτη, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και την «Ορέστεια» του Αισχύλου στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.
Ο Δημήτρης Καραντζάς, με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» –που παρουσίασε στο φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου αλλά και αλλού– και με το θεαματικό ρεπερτόριο του θεάτρου «Προσκήνιο» το οποίο διευθύνει, είναι μια από τις εξέχουσες παρουσίες σκηνοθετών. Ύστερα από μια θεαματική πορεία νέου σκηνοθέτη, έδωσε τον θρίαμβο του περσινού «Γλάρου» του Τσέχωφ, το «Σπίτι» –σε δικό του κείμενο– στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, ενώ με το φετινό του «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς έκανε μια διαφορετική προσέγγιση του σπουδαίου αυτού έργου.
«Γλάρος» του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά |
Ο Θανάσης Σαράντος σημείωσε δύο θεατρικούς θριάμβους μέσα στο 2024, με το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλερ και τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή – στο «Από Μηχανής Θέατρο» και οι δύο παραστάσεις.
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης ήδη το 2019 είχε διακριθεί στο φεστιβάλ Αθηνών με την «Τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου του Γ’» του Σαίξπηρ, συνέχισε το 2022 στο ΠΛΥΦΑ με το «Αντόνιο, ή το μήνυμα» της Λούλας Αναγνωστάκη και με το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» του Εντουάρ Λουί, και φέτος μάς έδωσε μια από τις κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου με το «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη.
«Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη. |
Ο Στάθης Λιβαθινός μάς έδωσε μια πολύ αξιόλογη παράσταση του «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και με τον «Βασιλιά Ληρ» στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Λαμπερή υπήρξε η παρουσία του Θωμά Μοσχόπουλου, που το 2018 είχε ανεβάσει πολύ τον πήχυ με το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι, ενώ με την καλλιτεχνική του διεύθυνση στο θέατρο «Πόρτα» μας έδωσε μερικές από τις εξέχουσες παραστάσεις της δεκαετίας: «Καντίντ» του Βολταίρου το 2018, «Pomona» του Άλιστερ ΜακΝτάουαλ το 2023 και φέτος τον αξιοπρεπέστατο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.
Δεν θα παρέλειπα, βέβαια, τη «Σκέψη» του Αντρέγιεφ σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη στο θέατρο «Σφενδόνη», τον «Αποτυχημένο» του Τόμας Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου στο ΚΠΙΣΝ, τη «Φαύστα» του Μποστ σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη στο Μέγαρο Μουσικής και το «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή.
Η (σχετικά περιορισμένη) παρουσία του νεοελληνικού έργου
Σε επίπεδο νέου ρεπερτορίου που εμπλουτίζει το νεοελληνικό δραματολόγιο, θα υπογραμμίσω την παράσταση «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα» του Κωνσταντίνου Μάρκελλου στο «Εν Αθήναις». Ο «Εθνικός Ελληνορώσων» και άλλα κείμενα ενός «ειδικής εκδοχής» ρεαλισμού κέρδισαν πέρυσι την εμπιστοσύνη του κοινού: ως εκ τούτου, τα φετινά «Ανεξάρτητα κράτη» των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη θα ’λεγα πως εντάσσονται στις καλύτερες παραστάσεις του 2024. Τέλος, ανάμεσα στις κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς που πέρασε εντάσσονται «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» του Κωνσταντίνου Ντέλλα.
«Ανεξάρτητα κράτη» των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη. |
Η περίπτωση του Μάριο Μπανούσι δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστη: ξεκινώντας από το «Θέατρο στη Σάλα» της Χρυσής Βιδαλάκη, ο Μάριο Μπανούσι αναδύθηκε ως μια μικρή θεατρική μεγαλοφυία, οι τρεις πρώτες εκφάνσεις της οποίας κινήθηκαν σε ένα μοτίβο πένθους, απώλειας, προσκόλλησης στη μητρική φιγούρα και εικαστικής σύνθεσης της ελληνικής με μια διευρυμένη βαλκανική κουλτούρα: «Ραγάδα», «Goodbye Lindita» και «Taverna Miresia».
Από το παλαιότερο ελληνικό ρεπερτόριο υπογραμμίζω το ανέβασμα του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Σύγχρονο Θέατρο. Ο Μάνος Καρατζογιάννης, με την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου «Σταθμός» διένυσε και συνεχίζει να διανύει μιαν λαμπερή πορεία στο αθηναϊκό θέατρο. «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη σημείωσε πέρυσι μια χαρακτηριστική θεατρική επιτυχία και φέτος αντίστοιχη αίσθηση έκανε η «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη.
Εξαιρετική η γυναικεία υπογραφή στο θέατρο
Μέσα στην τελευταία δεκαετία έχουν επιβάλει την παρουσία τους στο αθηναϊκό θέατρο διακεκριμένες γυναίκες σκηνοθέτες, όπως η Γεωργία Μαυραγάνη, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, η Έλενα Καρακούλη, η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, η Ιόλη Ανδρεάδη, η Βάνα Πεφάνη, η Νικαίτη Κοντούρη, η Έρι Κύργια, η Δήμητρα Κονδυλάκη, η Μαρία Πρωτόπαππα, η Ρούλα Πατεράκη, η Έλλη Παπακωνσταντίνου, η Άννα Κοκκίνου, η Μαρία Μαγκανάρη, η Άντζελα Μπρούσκου, η Έφη Θεοδώρου, η Αλίκη Δανέζη-Knutsen, η Αννίτα Δεκαβάλλα, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, η Έλενα Μαυρίδου, η Χρυσή Βιδαλάκη, η Αμάλια Μπένετ, η Μαριτίνα Πάσσαρη, η Δέσποινα Αναστάσογλου, η Μαρία Πανουργιά, η Σοφία Διονυσοπούλου, η Σοφία Βγενοπούλου, η Σύλβια Λιούλιου, η Μαρία Ξανθοπουλίδου, η Μαρίλη Μαστραντώνη, η Ελένη Σκότη, η Αργυρώ Χιώτη, η Λέα Μαλένη, η Ιώ Βουλγαράκη, η Λίλλυ Μελεμέ, η Ζωή Ξανθοπούλου, η Έφη Μπίρμπα, η Σοφία Καραγιάννη, η Έφη Ρευματά, η Λένα Κιτσοπούλου, η Ελένη Ευθυμίου, η Βαλέρια Δημητριάδου, η Μαριάννα Κάλμπαρη, η βραβευμένη Κατερίνα Μαυρογεώργη, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και η Δανάη Σπηλιώτη.
Σπουδαία παράσταση ήταν, στο θέατρο «Κιβωτός», η «Καρδιά του σκύλου» του Μπουλγκάκοφ στη σκηνοθεσία της Έφης Μπίρμπα. Η «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλωμπέρ σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ και ο περικεκομμένος «Πλατόνοφ» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη ήταν από τις καλύτερες περσινές παραστάσεις, ενώ φέτος επαναλήφθηκε ο θρίαμβος του «Doctor» του Ρόμπερτ Άικ σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Σημαντική παράσταση ήταν «Οι Τσέντσι» του Πέρς Μπίς Σέλλεϋ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στη σκηνοθεσία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου. Εξαιρετικό ήταν «Το πιο Όμορφο Σώμα που Έχει Βρεθεί ποτέ σε Αυτό το Μέρος» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, στο θέατρο Θησείον, σε σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου. Τέλος, η Έλενα Καρακούλη, μετά το «Himmelweg» του Χουάν Μαγιόργκα, το «Φοβάσαι;» του Άνταμ Σάιντελ και τη «Γυναίκα απ’ τα παλιά» του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ, έκανε αισθητή και φέτος την παρουσία της με τις «Σκηνές από ένα γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και το «True West» του Σαμ Σέπαρντ, στο θέατρο «Χώρα».
«Σκηνές από ένα γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία Έλενας Καρακούλη. |
Κάποια πρώτα συμπεράσματα για το 2024
Όπως σε όλες τις τέχνες, έτσι και στο θέατρο υπάρχει κατάτμηση του κοινού σε υποσύνολα. Υπάρχουν εμπορικές, «ευκολοχώνευτες» παραστάσεις που γεμίζουν τις αίθουσες και «δύσκολες» παραστάσεις που τις γεμίζουν εξίσου. Σαν να έχει αρθεί, εν μέρει, το στερεότυπο του αφελούς, ακαλλιέργητου κοινού που συχνάζει σε θεάματα ψυχαγωγικά σε αντιπαραβολή προς κάποιο «άλλο, πιο ψαγμένο» κοινό που κυνηγάει τις ποιοτικές παραστάσεις. Μοιάζει σαν να έχει «ομογενοποιηθεί» το κοινό, επιδιώκοντας να βλέπει όσο περισσότερες παραστάσεις μπορεί – και παρά το κόστος των εισιτηρίων.
Ο μεγάλος αριθμός των παραστάσεων κατά τη χρονιά που πέρασε δεν αφήνει το περιθώριο μιας σχετικά αντικειμενικής ιεράρχησής τους, ούτε η συνεχής παρακολούθηση διευκολύνει τη συνείδηση του θεατρικού κριτικού – αντιθέτως, συσκοτίζει το τοπίο και δημιουργεί ένα νεφέλωμα εντυπώσεων, που οδηγεί σε πρόκριση αμέτρητων παραστάσεων.
Με εξαίρεση το Εθνικό Θέατρο και καμιά πενηνταριά χαμηλά επιχορηγούμενους θιάσους, η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι που χρηματοδοτεί το θέατρο. Για του λόγου το ακριβές, με 2.099.000 ευρώ επιχορηγήθηκαν 111 επαγγελματικά θεατρικά σχήματα του ελεύθερου θεάτρου για την περίοδο 2020-2021. Δυστυχώς, τα στατιστικά στοιχεία λένε πως οι κρατικές επιχορηγήσεις το 2022 μειώθηκαν κατά 3,8% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο έτος και πως έκτοτε βαίνουν μειούμενες. Η ιδιωτική παραγωγή, φυσικά, γνωρίζει ακμή, αν κρίνει κανείς από την υπερζήτηση σκηνοθετών όπως ο κύριος Νικορέστης Χανιωτάκης – για παράδειγμα, το «Νάχτλαντ» του Μάριους Φον Μάγιενμπουργκ που είδα φέτος ήταν μια σκέτη απογοήτευση, ωστόσο δεν έχω πλήρη εικόνα του έργου του σκηνοθέτη ώστε να καταλήξω σε συμπεράσματα.
Ο μεγάλος αριθμός των παραστάσεων κατά τη χρονιά που πέρασε δεν αφήνει το περιθώριο μιας σχετικά αντικειμενικής ιεράρχησής τους, ούτε η συνεχής παρακολούθηση διευκολύνει τη συνείδηση του θεατρικού κριτικού – αντιθέτως, συσκοτίζει το τοπίο και δημιουργεί ένα νεφέλωμα εντυπώσεων, που (στην περίπτωση καλοπροαίρετων θεατών) οδηγεί σε πρόκριση αμέτρητων παραστάσεων. Αυτή είναι η θετική πλευρά του καταιγισμού παραστάσεων. Η αρνητική όμως πλευρά είναι ισχυρότερη: μη διαθέτοντας τον χρόνο να «χωνευτούν» από σκηνοθέτες και ηθοποιούς, και μέσα στην πίεση της αγοράς, οι σύντομες, βραχύβιες σκηνοθεσίες τόσο σημαντικών έργων του διεθνούς ρεπερτορίου τυγχάνουν πρόχειρης διαχείρισης, που φυσικά υποβαθμίζει τις προσδοκίες κοινού και καλλιτεχνών. Πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο υπερπληθώρας θεατρικών έργων που βομβαρδίζει το θεατρόφιλο κοινό και καθιστά δυσχερή την επιλογή, ιδιαίτερα με το δεδομένο της οικονομικής στενότητας που επικρατεί στην αγορά.
Μη διαθέτοντας τον χρόνο να «χωνευτούν» από σκηνοθέτες και ηθοποιούς, και μέσα στην πίεση της αγοράς, οι σύντομες, βραχύβιες σκηνοθεσίες τόσο σημαντικών έργων του διεθνούς ρεπερτορίου τυγχάνουν πρόχειρης διαχείρισης, που φυσικά υποβαθμίζει τις προσδοκίες κοινού και καλλιτεχνών.
Θα ευχόταν κανείς να συνεργαστούν πολλοί θεατρικοί παράγοντες (σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, μουσικοί, φωτιστές) σε μεγαλύτερες, πιο πολυπρόσωπες παραγωγές κλασικών έργων και –κυρίως– νεοελληνικών έργων, ώστε να μπορέσει το θέατρο στον τόπο μας να αξιοποιήσει το θαυμάσιο ανθρώπινο δυναμικό του και το θεατρικό τοπίο να ανακτήσει τα γνωρίσματα που του αξίζουν: την πολυφωνία, τον αιρετικό χαρακτήρα, την καινοτομία, την ευρηματικότητα, το σκορ των υψηλής ποιότητας ερμηνειών, τη σκηνοθετική πρωτοπορία, αλλά και την αντίστοιχη ανταπόκριση των πνευματικών ανθρώπων του τόπου και του ευρέος κοινού.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.