
Για τη μεταφορά της νουβέλας «Η Σκέψη» (1902) του Λεονίντ Αντρέγιεφ, στο θέατρο Σφενδόνη και σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, με τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1900, ο γιατρός Αντόν Ιγκνάτιεβιτς Κερζέντσεφ δολοφονεί τον φίλο του Αλεξέι Σβιέλοφ ανοίγοντάς του το κεφάλι και, ένα μήνα μετά, προσπαθεί να πείσει τους «ειδικούς» πως είναι τρελός. Η Σκέψη (1902) του Λεονίντ Αντρέγιεφ ανεβαίνει στο θέατρο «Σφενδόνη», σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη: τον Κερζέντσεφ ερμηνεύει ο εκπληκτικός Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης. Πρόκειται για έναν μονόλογο/παραλήρημα όπου ο Αντόν παλινωδεί ανάμεσα στην παραδοχή και τη μη-παραδοχή της τρέλας. «Η Σκέψη» έχει μεταφραστεί μαζί με τον «Κυβερνήτη» του Αντρέγιεφ από την αείμνηστη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και έχει πρωτοεκδοθεί από τις εκδόσεις «Άγρα».
Κλινικά συμπτώματα ή σαρκασμός;
Διαταραχή ή προσποίηση διαταραχής; Ένας οίστρος αυτόματης μελαγχολικής γραφής όπου ο Αντρέγιεφ εκδιπλώνει τον σκοτεινό, παθιασμένο, δυσπροσάρμοστο, αμφιλεγόμενο, σχιζοφρενικό ποταμό της γραφής του: ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά τα δεσμά της συνείδησης, την περιορισμένη έκταση της ηθικής ελευθερίας, την αδυνατότητα της πραγμάτωσης της ευτυχίας, τον παράλογο χαρακτήρα των ανθρωπίνων: «Σε πολλές πόλεις και χώρες ταξίδεψα, μα πουθενά δεν είδα ελεύθερο άνθρωπο. Όπου κι αν κοίταζα διέκρινα τη σφραγίδα της ηλιθιότητας και της τρέλας». Η ψυχική διαταραχή και μια άβυσσος ασυνείδητων εκκρεμοτήτων είναι τα κύρια γνωρίσματα του μονολόγου του Κερζέντσεφ, που τόσο αγαπήθηκε από τους μεγάλους ηθοποιούς:
«Η κάθε εποχή έχει τους τρόπους της: κάποτε τα 'καίγαν τα βιβλία. σε φωτιά κανονική. και συζητήσεις πολιτικές ή πηγαδάκια άνω των τριών ατόμων απαγορεύονταν. Επίσης το γέλιο. το χιούμορ είναι ύποπτα πράγματα. Όπως και να 'χει, η σκέψη και η φαντασία βγάζουν άνθη και καρπούς γεμάτα έρωτα και μπαρούτι. Η σκέψη που σαν γενναίο δώρο απλώνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και έκανε την ανθρωπότητα να μπορεί να κάνει αυτά που ο άνθρωπος δεν μπορεί: να πετάει ας πούμε. Και η φαντασία που έκανε την ανθρωπότητα να πει – αυτός ο άνθρωπος που πονάει απέναντι δεν είναι απέναντι. Είναι εδώ. Είναι εγώ».
Ο μονόλογος ανακλά την «ασθένεια του αιώνα» (mal du siècle), μια εκδοχή του συμβολιστικού spleen εκπεφρασμένη σε όρους οντολογικούς/ όρους ταύτισης.
Στην παράσταση εκδιπλώνεται σε όλο του το μεγαλείο το υποκριτικό ταλέντο του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, πάνω στο οποίο ο κύριος Φραγκούλης έστησε την παράστασή του: εν είδει απολογίας, ο έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική Αντόν Κερζέντσεφ παίρνει τη θέση του σ’ένα είδος «εδωλίου» που ταυτόχρονα είναι και σεκρετέρ, μπαινοβγαίνει στις σημειώσεις του, διαβάζει και μετά απαγγέλλει και σχολιάζει τα όσα διαβάζει ξεχειλίζοντας από σαρκασμό, ανατρέπει την προσδοκώμενη ψυχική αντίδραση παίζοντας με τα όρια αντοχής του θεατή, μετατρέπει το δίλημμα ανάμεσα στις χειροπέδες και τον ζουρλομανδύα σε μια σκηνοθετημένη διαταραχή της λογικής του και, αμέσως μετά, σε ένα παιχνίδι που παίζει η λογική του ενάντια στη λογική των κριτών του, για να οδηγηθεί στην ηθική αποτίμηση του εγκλήματός του. Η χρήση του ποτηριού με το γάλα που του φέρνουν είναι πολύ χαρακτηριστική της ερμηνευτικής σκευής που επιλέγει η παράσταση: το γάλα μπορεί να συνδεθεί με το αίμα ή με το περιεχόμενο ενός εγκεφάλου που εκρήγνυται. Αλλά και ένα θραυσμένο μενταγιόν με πέρλες που χύνονται στο πάτωμα μαζί με άλλα αντικείμενα αμφίβολης ταυτότητας, η κίνηση του ερπετού και η απεύθυνση προς το κοινό («Ελάτε! Θέλετε να συρθείτε κι εσείς;»), όλα συνθέτουν αυτήν τη φρενίτιδα που βλέπουμε επί σκηνής. Ο μονόλογος ανακλά την «ασθένεια του αιώνα» (mal du siècle), μια εκδοχή του συμβολιστικού spleen εκπεφρασμένη σε όρους οντολογικούς/ όρους ταύτισης.
«Τι είμαι, κύριοι ειδικοί, είμαι τρελός ή όχι;»
Διαβάζοντας τις λέξεις μία προς μία, ο Κερζέντσεφ μετατρέπει σε λεκτική αφήγηση μια αλληλουχία γεγονότων απ’όπου απουσιάζει ο σαφής χρονικός προσδιορισμός. Με άλλα λόγια, επιτρέπει τη νοητική πρόσβαση του θεατή σ’ένα αμφίβολο «όλον» αφήγησης, στα πλαίσια του οποίου η ταυτόχρονη παράθεση χρονικά διακεκριμένων στιγμών υπηρετεί την αίσθηση της σύγχισης. Κάθε συναίσθημα (θετικό ή αρνητικό) αντλεί τις ποιότητές του από την ανάμειξη με ένα άλλο συναίσθημα, πιθανόν τελείως διαφορετικής υφής, αποτυπώνοντας τον απόηχό του σε σκοτεινές περιοχές της συνείδησης: σαν να «φωτογραφίζεται», τρόπον τινά, το συναίσθημα, και μάλιστα με τα μελανότερα χρώματα. Αναμειγνύεται ο φθόνος στα κίνητρα του εγκλήματος; Ποιος θα κάνει την αποτίμηση; Μπλέκει ο έρωτας και η ματαίωσή του με την τελεσίδικη απόφαση του ήρωα να προβεί στον πρώτο-και τελεσίδικο- φόνο της ζωής του; Εκλείπει ποτέ η βασανιστική αμφιθυμία, αυτή η επικρεμάμενη αμφιβολία σχετικά με τα όρια του έμφρονος και του άφρονος βίου;
Η απώλεια της εποπτείας και η σύγχυση της μνήμης αναμειγνύονται με τη χαιρεκακία και την εκδικητικότητα, οι τύψεις καταστέλλονται και το έγκλημα παρίσταται ως φυσική απόρροια ενός τύπου κοσμικής δικαιοσύνης.
Στη σκηνοθετική προσέγγιση του Χάρη Φραγκούλη τα σκηνικά είναι λιτά και ο αχανής χώρος της σκηνής επιτρέπει την περιπλάνηση στους δαιδάλους του ανθρώπινου μυαλού. Η Μάρω Γκόρτσου προσκομίζει σπρώχνοντας επί σκηνής αυτό το παλίμψηστο θεατροποιημένης μνήμης, αυτήν την caverna magica που σχεδίασε ο Κωνσταντίνος Λαμπρίδης, εισάγοντάς μας στην εκμυστήρευση του κεντρικού χαρακτήρα: το πολύπτυχο εδώλιο/ερμάρι που, σαν καλαθάκι της ραπτικής, ανοίγει και αποκαλύπτει κρυφούς θαλάμους, συρτάρια με θησαυρούς, σκηνές θεάτρου και μικρές ανθρωπόμορφες μαριονέτες ( η Τατιάνα, η μνηστή του θύματος, είναι μία από τις κούκλες. Κούκλα, επίσης, είναι και ο πατέρας του δολοφόνου, όπως και η επιληπτική αδελφή του). Αυτές οι μινιατούρες αντικειμένων, το σεκρετέρ του Αντόν με όλους τους θαλάμους και υποθαλάμους, όλα επιτυγχάνουν την οπτικοποίηση της Σκέψης του. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή υποστηρίζει θαυμάσια το όλο εγχείρημα. Η απώλεια της εποπτείας και η σύγχυση της μνήμης αναμειγνύονται με τη χαιρεκακία και την εκδικητικότητα, οι τύψεις καταστέλλονται και το έγκλημα παρίσταται ως φυσική απόρροια ενός τύπου κοσμικής δικαιοσύνης.
Κάθε μεμονωμένη στιγμή της εκμυστήρευσης αυτού του οιονεί «τρελού» ορίζει ένα σημείο σε μια χρονική ακολουθία όπου παρόν, παρελθόν και μέλλον συγχέονται σκόπιμα, με στόχο ο αφηγηματικός πυρήνας να γίνει η Σκέψη καθεαυτήν, ως ξεχωριστή περσόνα που διαδραματίζει τον ρόλο της ισόβιας «συντρόφου» και της παραστάτριας σε δαιδάλους αυτογνωσίας πρωτόγνωρους. Η Σκέψη ως κρίνων νους, η Σκέψη ως Ερινύα και ως δικαστής, η Σκέψη ως κρυφή φωνή που ψιθυρίζει στο ανθρώπινο ασυνείδητο ενώ η ανελέητη πλάστιγγα της δικαιοσύνης επικρέμαται. Ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Έντγκαρ Άλλεν Πόου ως επιρροές καθιστούν το θρίλερ της Σκέψης οικουμενικό.
Συγγραφέας ανατρεπτικός, αιρετικός, καινοτόμος
Ο Λεονίντ Αντρέγιεφ (21 Αυγούστου 1871- 12 Σεπτεμβρίου 1919) γεννήθηκε στο Αριόλ της Ρωσίας την εποχή της παρισινής Κομμούνας και θεωρείται ο πατέρας του Ρωσικού Εξπρεσιονισμού, ενώ καταδιώχθηκε από το σοβιετικό καθεστώς και έζησε στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ρεαλιστικά, νατουραλιστικά και συμβολικά στοιχεία συνθέτουν ένα αμάλγαμα στιλιστικό που είναι απόλυτα χαρακτηριστικό της πηγαίας γραφής του. Με καριέρα δικηγορίας, δημοσιογραφίας, αστυνομικού δικαστού και χρονογράφου, ο Αντρέγιεφ δημοσίευσε είκοσι πέντε διηγήματα σε εφημερίδες και γρήγορα αποδείχθηκε κορυφαίος μυθιστοριογράφος, νοβελίστας και θεατρικός συγγραφέας.
Στην αρχή της καριέρας του στράφηκε κατά του τσαρικού ολοκληρωτισμού. Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα όπως Ανθρώπινη ζωή, Οι μαύρες μάσκες, Ανάθεμα κ.α. Το πρώτο, το ανέβασε στη Μόσχα ο Στανισλάφσκι και στην Αγία Πετρούπολη ο Βσέβολοντ Μέγιερχολντ. Ο Αντρέγιεφ ασχολήθηκε και με την τέχνη της φωτογραφίας, την οποία ασκούσε περιστασιακά μεν, αλλά με ιδιαίτερη προσήλωση. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου δημοσίευσε μια σειρά άρθρων ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Το 1916 διετέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Russkaya Volya». Μετά τον διαμελισμό της Φινλανδίας από τη Ρωσία παρέμεινε στην εξορία. Τα τελευταία του έργα (Το ημερολόγιο του Σατανά, SOS Ρωσία καλεί ανθρωπότητα) είναι διαποτισμένα από την απαισιοδοξία του συγγραφέα και το μίσος του για την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων. Στις 12 Σεπτέμβρη 1919 ο Λεονίντ Αντρέγιεφ πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλική αιμορραγία στη Φινλανδία. Το 1956 επανενταφιάστηκε στο Λένινγκραντ. Από το 1956 επιλεγμένα έργα του άρχισαν σιγά σιγά να ανατυπώνονται στην ΕΣΣΔ. Το 1991 άνοιξε στο Αριόλ, τη γενέτειρά του, το Μουσείο Λεονίντ Αντρέγιεφ.
Το φανταστικό και το γκροτέσκο, αλλά και ο ρεαλισμός του Μαξίμ Γκόρκι (μεταξύ 1917 και 1989 ο Αντρέγιεφ γράφει ρεαλιστικά), συνδυάζονται σε κείμενα όπως το «Εκείνος» (1913), ένα έργο που εφαρμόζει τον πανψυχισμό ως καλλιτεχνική μέθοδο: ένας φοιτητής ολισθαίνει σταδιακά στην τρέλα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο «Κόκκινο γέλιο» (1905): με σκηνικό τη φρίκη του ρωσοϊαπωνικού πολέμου του 1904 ο Αντρέγιεφ στήνει μια κόλαση αυτοβασανισμού, υπαρξιακής αγωνίας και δακρύων, ένα απονοηματοδοτημένο σύμπαν απ’όπου απουσιάζει τελείως ο Λόγος του Θεού.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Πληροφορίες παράστασης
Σκηνοθεσία - Δραματουργία: Χάρης Φραγκούλης
Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μάρω Γκόρτσου
Απόδοση από τα Γαλλικά: Βικτώρια Λέκκα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρω Γκόρτσου
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λαμπρίδης
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Skia Lighting
Οργάνωση και Εκτέλεση Παραγωγής: Φοίβος Πετρόπουλος
Συνεργάτιδα Παραγωγής: Σέτα Αστραίου Καρύδη
Βοηθοί Παραγωγής: Κατερίνα Γκιβάλου, Παναγιώτης Ρενιέρης
Επικοινωνία: Κατερίνα Π. Τριχιά
Social Media: Δήμητρα Ρίζου
Αφίσα: Ιωάννης Χαριτίδης
Φωτογραφίες: Φίλιππος Πανούλης