Για το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου «Η μνήμη του πάγου» (εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Τώρα που ολοκληρώθηκε ευδοκίμως η τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, μπορούμε να θέσουμε γενικότερα ερωτήματα και να αναζητήσουμε πανοραμικές απαντήσεις για το μπουραζοπουλικό σύμπαν. Αυτό άρχισε να χτίζεται το 2015 στην Κοιλάδα της λάσπης και συνεχίστηκε το 2020 στην Κεχριμπαρένια έρημο, όλα στην περιοχή της Πρέσπας, όχι αυτήν της γεωγραφικής μεθορίου αλλά στο επίπεδο της επιστημονικής φαντασίας. Εκεί, ένας δράκος (τι άραγε να συμβολίζει αυτός ο δράκος;) έχει αποτελέσει απειλή και για τις τρεις χώρες, με πολλές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και κέντρο πολλαπλών οπτικών, που επιχειρούν πολυάριθμοι δρακολόγοι.
Σε κάθε όχθη των τριών χωρών έχει αναδιαμορφωθεί το κλίμα, με αποτέλεσμα η νότια ελληνική όχθη να πλήττεται από συνεχείς βροχές και να βουλιάζει στο νερό και τη λάσπη, η ανατολική βορειομακεδονική όχθη να έχει αντιθέτως ξηρό κλίμα και να ζει στο άνυδρο τοπίο της ερήμου, και τώρα η δυτική αλβανική όχθη να ψύχεται από το δριμύ κρύο και να έχει μετατραπεί σε μια πολική επικράτεια. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι κάτοικοί της… Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι Έλληνες ερευνητές θεωρούν το τέρας μια μεταλλαγμένη μορφή ζωής, οι Βορειομακεδόνες δρακολόγοι πιστεύουν ότι πρόκειται για εξωγήινο ον, ενώ οι Αλβανές, μιας και πρόκειται για γυναικοκρατούμενη παρόχθια επικράτεια, το βλέπουν σαν ένα αυγό που επωάζεται.
Τα ερωτήματα υπάρχουν κι άλλοτε βαίνουν προς πιο σαφείς απαντήσεις, ενώ άλλοτε ανοίγονται σε μια ανοικτή αμφιβολία. Υπάρχει καταρχάς ο δράκος; Κι αν υπάρχει, όπως υποδεικνύουν οι μαρτυρίες και οι απώλειες μετά την ακαριαία του εμφάνιση, τι ακριβώς ενσαρκώνει; Στο πλαίσιο της λογοτεχνίας της μεθορίου, πώς τα όρια μέσα στην Πρέσπα χωρίζουν αλλά και ενώνουν τους τρεις λαούς; Γενικότερα, ποιο είναι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει η Ι. Μπουραζοπούλου στο παραμύθι της, που έχει δράκο και συνάμα στήνει ένα σενάριο διαφορετικών προσεγγίσεων και πολιτισμικών πρακτικών;
Στο πεδίο των Πρεσπών, στο τριεθνές μεταξύ Ελλάδας, Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας, κυριαρχούν δύο αντίθετες δυνάμεις, που συνοψίζουν τις αντίρροπες τάσεις σε όλον τον κόσμο: η εντροπία και η συνοχή, το νείκος και η φιλία, η διάσπαση και η ένωση, η διχόνοια και η ομόνοια.
Στη Μνήμη του πάγου, λοιπόν, από την πλευρά της Αλβανικής όχθης, οι γυναίκες ζουν χωρισμένες σε ιέρειες και τοξότριες, διάκριση που είχε έως πρόσφατα προκαλέσει βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τους. Παρακολουθούμε, λοιπόν, την τοξότρια Γερακίνα να αναλάμβανει, χωρίς τη θέλησή της, ως δόκιμη τη νεαρή και αδέξια Κλάρα, μυώντας την στην επιβίωση μέσα στο παγωμένο τοπίο και στην αντιμετώπιση του δράκου, του μυθικού Μπόλα, όταν και αν αυτός εμφανιστεί. Έτσι, μολονότι η υπόθεση δεν έχει μια γραμμική στοχοθεσία (φαινομενικά), άπειρες σκηνές, πρόσωπα, εγκιβωτισμοί, επεισόδια αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα, μέσα στο ευρύ αλληγορικό σύμπαν, όχι μόνο του συγκεκριμένου μυθιστορήματος αλλά και όλης της τριλογίας.
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε δημόσια διοίκηση και διοίκηση ξενοδοχειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και την Αγγλία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και διηγήματα. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους διηγημάτων και ανθολογίες. Το μυθιστόρημά της Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού (δε)κατα Athens Prize for Literature (2008) και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα γαλλικά, αγγλικά και βουλγαρικά. Το 2013 η αγγλική εφημερίδα Guardian το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς. Το 2015 Η Κοιλάδα της Λάσπης, πρώτο μέρος της τριλογίας «Ο Δράκος της Πρέσπας», τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο του περιοδικού Κλεψύδρα. Το 2017 της απονεμήθηκε τιμητική υποτροφία (Award of Excellence) από το υπουργείο Επιστήμης και Πολιτισμού της Βαυαρίας, συνοδευόμενη από φιλοξενία στη Villa Concordia, Bamberg (International House of Artists). |
Στο πεδίο των Πρεσπών, στο τριεθνές μεταξύ Ελλάδας, Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας, κυριαρχούν δύο αντίθετες δυνάμεις, που συνοψίζουν τις αντίρροπες τάσεις σε όλον τον κόσμο: η εντροπία και η συνοχή, το νείκος και η φιλία, η διάσπαση και η ένωση, η διχόνοια και η ομόνοια. Συμφέρον των αρχών, από τον ύπατο αρμοστή της Παγκόσμιας Τράπεζας Ανάπτυξης της Βαλκανικής Βίκτορα Μόζερ ως τους τελώνες σε κάθε όχθη, είναι η έχθρα τόσο μεταξύ των οχθών όσο και μέσα σε κάθε κοινότητα, ώστε αυτοί να μπορούν να ελέγχουν τις κινήσεις των ντόπιων. Την ίδια επιδίωξη έχουν κι οι υποχθόνιοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, επόπτες που χειραγωγούν τους τελώνες και δρουν παρασκηνιακά, ώστε ο δράκος να υπάρχει πάντα και οι συνέπειές του να είναι οφθαλμοφανείς, σαν μια δύναμη φόβου που κάνει πιο εύκολη την ποδηγέτηση των λαών.
Κάθε εθνότητα από τις τρεις έχει μεγαλώσει βλέποντας τη δική της σκοπιά, τον βάλτο, την άμμο ή τον πάγο, ενώ, όταν μεμονωμένες εκλάμψεις φέρνουν τις κοινότητες πιο κοντά, όταν στην ουσία κάποιοι περάσουν τα σύνορα και τα όρια, πραγματικά και συμβολικά, τότε η επανάσταση μπορεί να κλονίσει χρόνια στερεότυπα και παγιωμένες εχθροπάθειες.
Από την άλλη, δυνάμεις συνοχής είναι σε συμβολικό επίπεδο η γερόντισσα του αλβανικού καταυλισμού, που γεννήθηκε στη Βόρεια Μακεδονία, γέννησε την κόρη της στην Ελλάδα, και δραπέτευσε στην Αλβανία, σαν νύμφη της λίμνης, χωρίς κανείς να ξέρει την τριμερή της υπόσταση. Στον ίδιο παρονομαστή ο Αρτέμ Ντράγκου αναπολεί τα δύο του αδέλφια, τον Έλληνα Σεμπαστιάν Δράκο και τον Βορειομακεδόνα Τεοντόσι, που ζουν χωρισμένοι στα τρία στρατόπεδα.
Τελικά, αυτό που οδηγεί στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του νείκους είναι ο κρυφός έρωτας της Γερακίνας με έναν γιγαντόσωμο Έλληνα, όπως και η συμφιλίωση των ιερειών με τις τοξότριες. Το τέλος της Μνήμης του πάγου, όπως και το τέλος της τριλογίας, υποβάλλει τους τρόπους με τους οποίους οι Βαλκάνιοι ξεπερνούν τις μονομερείς αντιλήψεις τους, αλλοιώνουν το ελιξίριο της συνείδησής τους που βλέπει δράκους και αλλόχθιους εχθρούς, συνειδητοποιούν την κοινή μοίρα της Βαλκανικής χερσονήσου, πάνω από σύνορα, μίση και τεχνητές διαιρέσεις, και συνεργάζονται ενάντια στον «δράκο» και την κεντρική εξουσία που τους θέλει χωρισμένους και εχθρούς.
Η πολιτική διάσταση της τριλογίας φαινόταν από το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο, αλλά τώρα στη Μνήμη του πάγου ξεδιπλώνεται σε όλη της την ευκρίνεια. Ο δράκος υπάρχει μόνο στη συνείδηση των λαών, όπου τον έχουν εμβάλει πλαστές αντιλήψεις και στοχευμένες μορφές προπαγάνδας. Κάθε εθνότητα από τις τρεις έχει μεγαλώσει βλέποντας τη δική της σκοπιά, τον βάλτο, την άμμο ή τον πάγο, ενώ, όταν μεμονωμένες εκλάμψεις φέρνουν τις κοινότητες πιο κοντά, όταν στην ουσία κάποιοι περάσουν τα σύνορα και τα όρια, πραγματικά και συμβολικά, τότε η επανάσταση μπορεί να κλονίσει χρόνια στερεότυπα και παγιωμένες εχθροπάθειες.
Εντέλει, τον δράκο τον κυοφόρησε το αυγό της τυφλότητας, τον επώασε η θέρμη του μίσους και τον κράτησε ζωντανό μια μαζική ψευδαίσθηση, στηριγμένη σε ιστορικά ψευδο-ερείσματα και στυγνά οικονομικά συμφέροντα.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει το παραμύθι, μοιρασμένο σε τρεις τόμους και σε τρεις όχθες, αλλά συνάμα συνειδητοποιεί αργά ή γρήγορα τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις του, παίρνει τις αποστάσεις του, σαν άλλος Αλχημιστής και μαθητής του, και ξαναδιαβάζει τη βαλκανική ιστορία και γεωγραφία με άλλο βλέμμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των τριών δρακολογικών αγορών, άρα και αντιλήψεων που τις στήριζαν, διασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Τυχόν σύγκλιση θα οδηγούσε σε εκφυλισμό και απώλεια κερδών, αν όχι σε εξαφάνιση. Όσοι βιοπορίζονταν από το παγκόσμιο μονοπώλιο, με οποιαδήποτε ιδιότητα, όφειλαν να πειθαρχούν στους κανόνες του και να διαλέξουν πλευρά. Οι πληθυσμοί των τριών χωρών ήταν εξ ορισμού ενταγμένοι. Τα πρόστιμα για τους ντόπιους που περνούσαν τις διαχωριστικές γραμμές ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερά, φτάνοντας ώς τον επαγγελματικό και κοινωνικό αποκλεισμό».