Της Μαρίας Καλιόρη *
Την είδε να στέκεται στην άκρη της γέφυρας και να στρέφει μια τελευταία φορά το κεφάλι της πίσω. Έπειτα άνοιξε τα χέρια της, πέταξε για λίγο στον αέρα και χάθηκε στο ποτάμι. Έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του, έκανε να ουρλιάξει αλλά η φωνή του είχε σβήσει. Χωρίς δισταγμό, βούτηξε στα θολά νερά του Τίβερη, ακολούθησε το σώμα της και το τράβηξε μέχρι την όχθη.
Της Κατερίνας Κοντοπούλου *
Τσιγάρο; Μου γνέφει αρνητικά. Δεν καπνίζει. Ανάβω εγώ, με κοιτάζει κάπως. Επικριτικά. Σαν τη μάνα μου, μόνο νεώτερη. Έχει καλό εξαερισμό εδώ, συνεχίζω. Για τον καπνό. Σηκώνει τους ώμους, δεν την νοιάζει. Βλέπω την πλάτη της στον καθρέφτη απέναντί μου. Κλείδες, ωμοπλάτες, ξεχωρίζουν άνετα κάτω από το λεπτό μακό.
Της Αθηνάς Μπαλή *
Έπιασε τον γιακά του με τα δυο χέρια για να τον κρατήσει όρθιο∙ θέλησε να τρέξει αλλά με τα καινούργια παπούτσια σε αυτό το πεζοδρόμιο ακόμα και το να βαδίσεις ήταν κατόρθωμα.
Του Κωνσταντίνου Καπετανάκη *
Εδώ είμαι ασφαλής. Αραδιασμένα αυτοκινητάκια και αφίσες στους τοίχους, κουρτίνες με καραβάκια, μικρό γραφείο και μεγάλη σάκα, αθλητικά παπούτσια δίπλα στην πόρτα. Το φως από το πλαστικό φεγγάρι πάνω στο κομοδίνο καλύπτει το δωμάτιο με μια αχλή οικεία, η μυρωδιά από το μικρό σώμα που στριφογυρίζει στο κρεβάτι με ηρεμεί. Όποτε χάνομαι σε άλλες αυτήν ανακαλώ, και τις ξεχνάω όλες. Μυρίζω το πουκάμισό μου, δεν υπάρχει πια άρωμα άλλων, δεν έχω τη γεύση τους, δεν θυμάμαι τίποτα.
Του Δημήτρη Αγανίδη *
Ήταν Δευτέρα πρωί, περασμένες εννιά και αντί να βρίσκεται πίσω από τον σιδερένιο φράχτη του εργοταξίου, περιπλανιόταν στα δρομάκια του Κολωνακίου, μέχρι που στάθηκε μπροστά στην καγκελωτή πόρτα μιας πολυκατοικίας. Τσέκαρε ξανά το νούμερο και βεβαιώθηκε μόνο όταν βρήκε το όνομα στο κουδούνι. Δίστασε όμως την τελευταία στιγμή. Παρατήρησε τους διερχόμενους κατοίκους της περιοχής. Οι περισσότεροι ήταν καλοστεκούμενοι μεσήλικες με κοσμοπολίτικο αέρα. Ξαφνικά αισθάνθηκε εντελώς παρίας, γεγονός που έκανε τους ενδοιασμούς και τις αμφιβολίες του να θεριέψουν ακόμα περισσότερο.
Του Μάνου Μπονάνου *
Έχουν περάσει μέρες από όταν άρχισες να περπατάς. Τα πόδια σου περιέργως δεν πονάνε, το στομάχι σου δεν διαμαρτύρεται. Όταν διψάς, ακουμπάς τα γόνατα στην άμμο, εκεί που σκάει το κύμα, και φέρνεις με τις χούφτες σου αλμυρό νερό στα χείλη, και ξεδιψάς. Δεν θυμάσαι πού πας. Δεν νιώθεις τίποτα, παρά μόνο νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρεις όταν το φως της μέρας λιγοστεύει και οι σκιές των δέντρων γέρνουν στην ανατολή.
Της Πασχαλιάς Μιτσκίδου *
Πετάχτηκε αλαφιασμένος, τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, τρεις παρά, έξω ο θόρυβος του δρόμου είχε κοπάσει, η τηλεόραση ανοιχτή χωρίς ήχο. Στο μαύρο πλαίσιο μια βάρκα παράδερνε στα κύματα με ένα τσούρμο ανθρώπους στοιβαγμένους, κορμιά που πάλευαν με άλλα κορμιά προσπαθώντας να διεκδικήσουν τον ελάχιστο χώρο που τους αναλογούσε. Η κάμερα ζούμαρε στο πρόσωπο ενός ταλαιπωρημένου άντρα, θα ήταν δεν θα ήταν είκοσι πέντε χρονών. Ενώ τα βλέφαρά του βάραιναν, το βλέμμα του διασταυρώθηκε μέσα από την οθόνη με το αγριεμένο βλέμμα του άντρα. Ήταν η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί του καθώς βυθιζόταν και πάλι στον ύπνο. Στα όνειρά του ήρθε ξανά να τον στοιχειώσει εκείνο το βλέμμα, σαν θεόρατο μάτι στον ουρανό, καθώς ο ίδιος τώρα θαλασσοδερνόταν σ' ένα σκαρί καρυδότσουφλο με γλιστερά τοιχώματα. Η αντίστασή του στα κύματα δεν κράτησε πολύ και σα να παρακολουθούσε από ένα θεωρείο κάπου ψηλά είδε τον εαυτό του να καταποντίζεται στα μαύρα νερά. Δοκίμασε να φωνάξει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε.
Της Μαρίας Ε. Δόγια *
Η μητέρα με ντύνει, μου φοράει το καλό φόρεμα, τα μαύρα λουστρίνια και μου χτενίζει τα μαλλιά. Πηγαίνουμε στο πατρικό της σπίτι. Στο σπίτι μένει η γιαγιά. Όταν μας βλέπει από το παράθυρο να σπρώχνουμε την πόρτα της αυλής, η γιαγιά τρέχει να μας καλωσορίσει. Η γιαγιά μένει σε ένα χωριό των Τρικάλων που το λένε Πυργετό. Το σπίτι έχει μια μικρή αυλή με μουριές και βασιλικούς πλατύφυλλους και είναι κοντά σε ένα παντοπωλείο που πηγαίνουμε με τη γιαγιά για να μου πάρει καραμέλες «κόκος». Τη γιαγιά μου τη λένε Νίκη και μιλάει και μια άλλη γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω. Τη γλώσσα αυτή την ξέρει και η μητέρα. Κάθονται στο μικρό σαλονάκι κι εγώ χαζεύω τις παλιές φωτογραφίες στη σερβάντα μπροστά από το σερβίτσιο του καφέ και τα πιατάκια του γλυκού. Πρόσωπα που παρήλθαν μαζί με το χρόνο φοράνε κοστούμια και φορέματα μιας άλλης εποχής.
Της Ελένης Στελλάτου*
Τους κοιτάω στα μάτια έναν έναν. Μάλιστα. Τους κοιτάω και με κοιτάνε κι αυτοί. Παράξενο πράμα, από δω που κάθομαι μου φαίνονται αλλιώς κι όμως τους ξέρω καλά. Τους θυμάμαι από τα παλιά χρόνια. Μερικοί με κοιτάνε χωρίς να κουνιούνται καθόλου. Άλλοι γέρνουν το κεφάλι πότε από τη μια μεριά πότε από την άλλη ή κουνάνε το κεφάλι πάνω κάτω, σαν να συμφωνούν. Ή να σκέφτονται. Τεντώνω το πόδι μου και το μαζεύω.
Το σπίτι της κυρίας Κατερίνας το ήξερα. Ήταν το παράγωνο κτίσμα με τον κήπο απέναντι από το σχολείο. Αδύνατον να μην το παρατηρούσες. Μία γωνία του έλειπε για να είναι τετράγωνο όπως όλα. Ki αυτή η γωνία η λειψή ήταν αρκετή για να του δίνει σχήμα αφύσικο, αταίριαστο με τ' άλλα.
Της Φωτεινής Τέντη
«Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε τις πληγές μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτε...» Γ. Ιωάννου
Του Χρήστου Τσαγκάρη*
Στεκόμουν στη στάση έξω από το εργοστάσιο του Κεράνη στα Καμίνια. Περνούσαν δύο μηχανάκια της ομάδας ΔΕΛΤΑ, όταν ένιωσα ένα χέρι να με τραβά – λες και ήθελε να καλυφθεί. Κάπως έτσι γνώρισα τον Αμπντούλ - Χακίμ, τον κάτοικο του εγκαταλελειμμένου πια εργοστασίου. Πρέπει να πλησίαζε τα εξήντα αλλά φαινόταν πρόωρα γερασμένος.
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*
Με το ζόρι έφθασα μέχρι εκεί. Μέρες μου πιπίλαγε το μυαλό ο Άρης. Εκείνος ήταν μόνιμος επισκέπτης. Όλες τον γνωρίζουν, τον φωνάζουν με το μικρό και ξέρουν τις προτιμήσεις του. Το διαπίστωσα με τα ίδια μου τα μάτια. Άλλο που εκείνος κοκορεύεται για όλα. Σε αυτό τον τομέα θα μπορούσες να τον πεις ακόμη και μετριοπαθή. Η σχέση του με τα κορίτσια είναι παραπάνω από ειδυλλιακή. Τώρα, να μου πεις, μπορεί να είναι ειδυλλιακή μια σχέση με πουτάνες; Εγώ τελικά δέχτηκα να πάω μαζί του. Του ξεκαθάρισα από την αρχή ότι οι λόγοι θα είναι ερευνητικοί. Πώς λένε οι δημοσιογράφοι; Θα έκανα ρεπορτάζ, ένα τέτοιο πράγμα. Ήμουν πεπεισμένος ότι δεν θα κατάφερνα να γαμήσω.
Της Κωνσταντίας Σωτηρίου*
Άκου τώρα εσύ να δεις, εγώ θα σου πω την ιστορία και εσύ αν θέλεις να της δώσεις το τέλος. Όποιο τέλος θέλεις εσύ να δώσεις. Εγώ δεν θέλησα ακόμη να της δώσω. Ακόμα της δίνω. Κι ας είμαι ο πρωταγωνιστής. Κι ας είμαι εγώ ας πούμε ο ήρωας, το κύριο πρόσωπο που λέτε εσείς οι συγγραφείς και είμαι εγώ που την σιάζω.
Της Μαρίας Κώτσια*
Στην business class του αεροπλάνου, οι φαρδιές δερμάτινες πολυθρόνες σε επικλινή θέση, τα φώτα της καμπίνας χαμηλωμένα, διακρίνει ανάμεσα στα χωρίσματα γυναικεία πέλματα μέσα σε ελαστικά καλσόν και μαύρες ανδρικές κάλτσες. Αυτός με την πλάτη όρθια και τα δερμάτινα παπούτσια να του σφίγγουν την καμάρα του ποδιού, ψάχνει με το βλέμμα την αεροσυνοδό για ένα ακόμα bloody mary. Το ποτό σερβίρεται σχεδόν αμέσως, κουνάει το κεφάλι αρνητικά – όχι δεν θα ήθελε κάτι άλλο. H μικρή οθόνη μπροστά του πληροφορεί πως το αεροπλάνο πετάει με ταχύτητα 910km\h. Πώς θα'ταν άραγε αν έσκαγε πάνω σ' ένα τοίχο μ' αυτήν την ταχύτητα, τι θα ένιωθε, θα πονούσε, πόσο, περισσότερο απ' ότι τώρα; Άλλες τέσσερις ώρες πτήση.
Της Γιώτας Ωρολογά*
Αυθαίρετα. Πρόσφυγες. Περαματάρηδες. Παράγκες αμφιθεατρικές η μια δίπλα στην άλλη, με τις ίδιες μικρές αυλές να κρέμονται σαν πολεμίστρες στο βουνό. Οι λέξεις κλείνουν μέσα εποχές. Xαρακώματα. Άνθρωποι ξεριζωμένοι στο δυτικότερο άκρο της αθηναϊκής γης. Και δεξαμενές. Πελώριες. Άσπρες.
Του Γιάννη Καρκανέβατου*
Είχε φτάσει σε ηλικία που, συνυπολογίζοντας και κάποια προβλήματα υγείας, δεν ήξερα αν θα τη βρω ζωντανή σε τρεις μήνες που θα επέστρεφα. Κουτάβι την είχαμε μαζέψει από μια κούτα στο γήπεδο του Στρέφη. Μετά από πίεση της μάνας, της δώσαμε το όχι και τόσο ευφάνταστο όνομα Κανέλα. Ενηλικιωθήκαμε παρέα και δεν μπορούσα να μην την αποχαιρετήσω. Θα ήθελα να της πω ότι έφευγα το απόγευμα για δουλειά στο Παρίσι, αλλά αυτή ζει το τώρα και θα ήταν μάταιο. Της έβαλα το λουρί και βγήκαμε. Αποφάσισα να μην ακολουθήσω το συνηθισμένο δρομολόγιο, με την ελπίδα ότι αυτή η αλλαγή σε μια καθημερινή συνήθεια ίσως την έβαζε σε υποψίες.
Της Ζαχαρούλας Θεοδώρου*
Η Χαχαχαρά γεννήθηκε πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια αλλά δεν έχει μεγαλώσει ακόμα. Ζει και δεν εργάζεται στα Μιζερόφυτα, πυρήνα Αρβανίτικων και σαρκοβόρων φυτών. Το σπίτι της μυρίζει μανούλα και μεγάλο αδελφό. Καμιά φορά, μυρίζει πατσά και σκορδοστούπι και τότε η Χαραχαρά βεβαιώνεται πως είναι υιοθετημένη.
Του Νίκου Γυφτόπουλου*
Την Τρίτη 2 Απριλίου ξύπνησε με το χρώμα που έχουν οι ξεθωριασμένοι τοίχοι τα πρώιμα καλοκαίρια, όταν πέφτει το φως στις ταράτσες των πολυκατοικιών, καμιά εκατοστή μέτρα μακριά από τη μάντρα της Δημοτικής Φιλοξενίας. Χωρίς να ανασηκώσει το κεφάλι, ψηλάφισε το στρώμα του κι αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε αλλάξει θέση το μπουκάλι, άνοιξε τα χείλη του κι άρχισε να πιπιλά την άκρη του, σαν μωρό που ψάχνει ρώγα για να ξεδιψάσει. Όσοι τον συνάντησαν αργότερα στο διάδρομο προς το γυμναστήριο, είδαν να τους κουνά το κεφάλι όπως κάνουν οι συγγενείς και οι φίλοι όταν τους ξαναβλέπουν μετά από πολύ καιρό. Χαμογελούσε δείχνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του κι έσφιγγε την παλάμη τους με χέρι άσπρο και μαλακό, που κανείς δεν το είχε δει μέχρι εκείνο το πρωινό, έτσι που το 'κρυβε συνεχώς στη δεξιά του τσέπη λες κι ήταν κλεμμένο ή δανεικό.
Του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου*
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που είχε σχέσεις με τους γείτονές του – ούτε τις ήθελα κιόλας. Με απωθούσαν η επίπλαστη εγκαρδιότητα και οι ανούσιες κουβέντες της σκάλας. Όμως, μιας και ασανσέρ στην πολυκατοικία δεν υπήρχε, ήμουν αναγκασμένος να τις αντιμετωπίζω συχνά. Είχα λοιπόν βρει τρόπο να τις αποφεύγω – ή τουλάχιστον να τις ελαχιστοποιώ. Έβαζα το κεφάλι κάτω, μουρμούριζα μια καλημέρα μέσα απ' τα δόντια μου κι έκανα τάχα ότι βιάζομαι. Ανέβαινα τρέχοντας τους ορόφους για να παραμένω όσο λιγότερο γινόταν στην επικίνδυνη ζώνη. Κακό δεν μου 'κανε, είχα ανάγκη κι από λίγη άσκηση. Άλλωστε δεν είχαμε και κανέναν άνθρωπο που να έχω κάτι να πω μαζί του. Όλο κάτι αδιάκριτοι γέροι ήταν, κάτι νωθροί οικογενειάρχες με προκοίλια και υστερικές μητέρες με τα πιτσιρίκια τους. Με τα τελευταία, η αδιαφορία ευτυχώς ήταν αμοιβαία. Κανείς που να δείχνει έστω κι ελάχιστα ενδιαφέρων – ή, μάλλον, σχεδόν κανείς.Του Βασίλη Κόκκοτα*
Μετά και τα τελευταία, αναπάντεχα γεγονότα, ο Ζυλιέν Λαφάργκ, 22 ετών, κάτοικος Παρισιού, έχασε ολοκληρωτικά την πίστη του. Στην οικογένειά του δήλωσε ότι αυτό ήταν, έπαιξε και έχασε. Στους μπάτσους είπε με υπεροψία ότι και να τον άφηναν ελεύθερο, πάλι τα ίδια θα έκανε. Στον δικαστή παρίστανε τον μουγκό. Τον δικηγόρο τον αγνόησε. Στους άλλους προσποιήθηκε ότι δεν ενδιαφέρεται.
Της Λένας Κορομηλά*
Μάνα,
Εμείς εδώ στην Γεπουλία είμαστε καλά. Εσύ εκεί; Περνάνε οι μέρες χωρίς να λαβαίνουμε γράμμα σου. Εδώ στα ξένα που ήρθαμε με τον μπαμπά, εγώ και αυτός μια μέρα, κάθε μέρα βρέχει και εγώ σκέφτομαι ότι δεν περνάει μια μέρα που να μην βρέξει και ότι αυτή είναι αληθινή βροχή και όχι η βροχή στο χωριό μας στην Νέα Πέτρα. Αυτό σκέφτομαι αλλά δεν το λέω στον μπαμπά γιατί αυτός θα μου πει ότι λέω βλακείες και μπορεί και να έχει δίκιο.
Της Κατερίνας Κονιδάρη*
Έφτιαξα καφέ, άνοιξα το facebook και έμπλεξα σε τσακωμό. Είχε ανεβάσει τη φωτογραφία ενός νεκρού μετανάστη. Από κάτω έγραφε: «Κοιμηθείτε ήσυχοι εσείς, κανονίστε τα ποτάκια σας, βγείτε τις βόλτες σας, μιλήστε για τα προβλήματά μας στα ζεστά σας σπίτια. Εμείς φεύγουμε ένας ένας, είτε με μαχαίρια, είτε με τα τρένα». Ωραίος. Αυτός ο πονεμένος και εμείς οι προνομιούχοι. Κοίταξα τα σχόλια: «Να φέρουν στις κάσες τα παιδιά των δολοφόνων των μεταναστών». Είκοσι like. «Κωλοφάρα φασίστες και όλοι εσείς στο λήθαργο, θα έρθει η ώρα σας». Δεκαπέντε like. «Σύντροφε, κάτι τέτοιοι είναι χειρότεροι και από φασίστες». Επτά. Δεν άντεξα, έγραψα κι εγώ: «Δεν περίμενα ρε φίλε ότι για ένα ποτό θα γινόμουν αντίπαλός σου». Και ένας άλλος κάτω από εμένα: «Μας βάζεις όλους σε ένα τσουβάλι, γίνεσαι άδικος».
Της Αδαμαντινής Καβαλιεράτου*
Ξυπνάω δεκαεννιά χρόνια μετά. Περνάω από το μαύρο στο λευκό. «Πού είμαι;». «Νερό». Να μιλήσω, να φωνάξω, να σηκωθώ: αδύνατον. Τραβάω τα σωληνάκια, άνθρωποι με άσπρες μπλούζες μαζεύονται γύρω μου. Με κοιτάζουν ανήσυχα, με απορία. Άλλος τα πόδια, άλλος τα χέρια, άλλος τα μηχανήματα πλάι στο κεφάλι μου· μια γυναίκα μου βάζει ξανά τα σωληνάκια στη μύτη και το στόμα. Ένα τρυφερό χτύπημα στην παλάμη. Κάνω το κεφάλι στο πλάι· μεταλλικά κρεβάτια στη σειρά· πάνω τους κοιμισμένοι. Γυρίζω από την άλλη: το ίδιο. Ένας άντρας σκύβει, μου μιλάει: «Καλώς ήρθες, θυμάσαι το όνομά σου;» Το όνομά μου το θυμάμαι, όπως και όλα τα άλλα. Θυμάμαι τι έκανα και πού ήμουν την προηγούμενη μέρα.
Της Βιβής Τσάκαλου*
Αράπης, είπε. Άνοιξε το στόμα της και είπε αράπης. Πού τη βρήκε αυτή τη λέξη. Πού την ξέθαψε; Η γλώσσα της στο μεταξύ πήγαινε ροδάνι: μια αραπίνα στην τουαλέτα που πρόσεχε μην τελειώσει το χαρτί υγείας, ένας αράπης στο αεροδρόμιο που δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν, κάτι αράπηδες στην υποδοχή του ξενοδοχείου που τους έδιναν ποτά (welcome drinks, διευκρίνισε).
Tου Άκη Παπαντώνη*
Ο διάδρομος είναι χαμηλοτάβανος, μακρύς. Ατελείωτος όπως τα τρένα στα καρτούν που έβλεπες μικρός. Κάθε τρίτη πόρτα φωτίζεται από μια λάμπα αλογόνου. Κουβαλάς μια μεγάλη ροζ τσάντα. Και μια μικρή μαύρη. Κι ένα θερμός με καφέ φίλτρου. Αν κάποιος σε έβλεπε θα έλεγε πως το ‘χεις ξανακάνει. (Δεν το έχεις.) Ο διάδρομος είναι ήσυχος. Η ησυχία σου τρυπάει τα μηνίγγια. Νιώθεις το μαλακό πάτωμα να βράζει. Την ημικρανία να κλιμακώνεται. Αυτή τη στιγμή θα ήταν το πιο λυτρωτικό βάσανο, σκέφτεσαι. Τρίβεις μηχανικά, με κυκλικές κινήσεις του αντίχειρα, το σημάδι στον δεξί σου παράμεσο. Στον αριστερό σου ώμο στηρίζονται πέντε δάκτυλα. Με φαγωμένα νύχια. Ακολουθείτε δυο γάμπες τυλιγμένες σε λευκό καλσόν κατά μήκος του διαδρόμου. Οι τρεις σας ένα μικρό τρενάκι. Σαν εκείνα τα ξύλινα που έπαιζες μικρός. Στο δωμάτιο 4 στρίβετε. Στα ιαπωνικά ο αριθμός τέσσερα, σι, ηχεί όπως η λέξη θάνατος – το μόνο πράγμα που κράτησες από την Ιαπωνία. Μαζί με το τρένο-σφαίρα, το Σινκανσέν.
Του Κίμωνα Θεοδώρου*
Δούλεψαν είκοσι χρόνια στη Δυτική Γερμανία. Γκασταρμπάιτερ. Όταν χτύπησε η νοσταλγία, επέστρεψαν σε μια κωμόπολη στη Μακεδονία, τέλος και αρχή μιας εποχής, από τη δεκαετία των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων του 1970 στη δεκαετία του 1980: η επίσημη κοινή αίσθηση −συνήθως επίπλαστη− προμήνυε ελπίδα και σταθερότητα, καθώς η χώρα έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Θα γινόταν μια σύγχρονη δημοκρατία με τα όλα της.
Του Νικόλα Περδικάρη*
Υπάρχουν, λέω στον εαυτό μου, και άλλοι «Μικροί Πρίγκιπες». Είναι κατάλευκοι και πετούν πάνω απ’ τις θάλασσες. Όλοι τους πονεμένοι άνθρωποι που έγιναν πουλιά. Μου είναι εύκολο να μιλάω γι’ αυτούς φτιάχνοντας παραμύθια. Όταν είμαι στο πέλαγος, τίποτα δεν με στεναχωρεί. Το δύσκολο είναι να τους σκέφτομαι αλλιώς, όπως είναι στ’ αλήθεια. Να τους βλέπω μπροστά μου, με την πραμάτεια τους, και να ξέρω ότι στην πραγματικότητα, δεν πέταξαν ποτέ.
Του Δημήτρη Αδαμίδη*
«Θ’ αλλάξω πολλές γυναίκες μέχρι να πεθάνω», είχε πει η μάνα μου. Ήταν πριν από τρία χρόνια, τέσσερα; Δεν θυμάμαι. Τότε μιλούσε περισσότερο και συζητούσαμε τ’ απογεύματα στο μπαλκόνι.
Της Όλγας Αικατερίνης Φουντέα*
Είναι πάντα εκεί. Ποιο είναι το ωράριό του; Ώρες. Ώρες πολλές. Ποια είναι η χώρα του; Χώρες. Χώρες πολλές. Τρέχει να μας βάλει βενζίνη, ενώ εγώ έχω απλωμένα τα πόδια μου στο ταμπλό του αυτοκινήτου. «Δεν ντρέπεσαι, παιδί μου;» φωνάζει η μητέρα μου. «Έτσι όπως κάθεσαι μπορεί να δει το εσώρουχό σου». Δεν απαντώ. Απορώ. Εκείνος πώς δεν ντρέπεται; Να με κοιτάει συνεχώς στα μάτια χωρίς να κοκκινίζει. Μιλάει καλά ελληνικά. Πόσες λέξεις χρειάζεσαι για να δουλεύεις σε βενζινάδικο; Δεν είναι χώρος επικοινωνίας. Είναι χώρος ανακοινώσεων και ανεφοδιασμού. «20 ευρώ αμόλυβδη», «Γέμισέ το», «Τα ρέστα δικά σου». Οι λέξεις μας δικές μας. Η χώρα μας δικιά μας.
01 Οκτωβρίου 2024 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Μια ανάρτηση στη σελίδα της συγγραφέα και τα στοιχεία των στοιχηματικών που δίνουν προβλέψεις και αποδόσεις για το ποιος είναι πιθανότερο να βραβευτεί φέτος με το Νόμπε
23 Σεπτεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book
19 Δεκεμβρίου 2023 ΣΙΝΕΜΑ
03 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ