
Της Μαρίας Καλιόρη *
Την είδε να στέκεται στην άκρη της γέφυρας και να στρέφει μια τελευταία φορά το κεφάλι της πίσω. Έπειτα άνοιξε τα χέρια της, πέταξε για λίγο στον αέρα και χάθηκε στο ποτάμι. Έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του, έκανε να ουρλιάξει αλλά η φωνή του είχε σβήσει. Χωρίς δισταγμό, βούτηξε στα θολά νερά του Τίβερη, ακολούθησε το σώμα της και το τράβηξε μέχρι την όχθη.
Τώρα κάθεται στο κατάφωτο στούντιο. Τα ρούχα του είναι στεγνά και καθαρά. Οι άνθρωποι γύρω του τον κοιτούν σαν αξιοθέατο, του ζητάνε μάλιστα να σηκωθεί για να καταλάβουν όλοι πόσο μικροκαμωμένος είναι. Ένα ανθρωπάκι τόσο δα, σαν να μπαίνει τώρα στην ανάπτυξη. Κι όχι μόνο στο σώμα αλλά και στα μεγάλα σκούρα μάτια του κρύβεται ακόμα το παιδικό του βλέμμα.
Θα 'πρεπε να χαίρεται, αλλά δείχνει να είναι έξω απ' τα νερά του. Οι δημοσιογράφοι τον δυσκολεύουν με τις ερωτήσεις τους. Δεν είναι μόνο ότι του λείπουν οι λέξεις, μπερδεύονται και τα υγρά σύμφωνα της δικής του γλώσσας πάνω στη γλώσσα τους και τα λίγα που κατορθώνει ν' αρθρώσει μοιάζουν ακατάληπτα. Παρόλα αυτά η γλώσσα δεν είναι εμπόδιο. Τα χειροκροτήματα πέφτουν τη σωστή στιγμή και για το σωστό λόγο, κι αυτά τα παρατεταμένα παλαμάκια τον κάνουν να νιώθει ακόμα πιο άβολα.
Είναι και οι άνθρωποι με τα καπέλα και τα κόκκινα σιρίτια. Κάθονται απέναντί του. Είναι φιλικοί, του χαμογελούν αλλά μέχρι χθες τον καταδίωκαν. Έψαχνε ανάμεσα στον κόσμο αυτά τα καπέλα και τα σιρίτια στα παντελόνια κι όταν εμφανίζονταν έβαζε τα πόδια στον ώμο κι έτρεχε να σώσει τον εαυτό του και το εμπόρευμα του – δεκάδες ομπρέλες περασμένες στα δάχτυλα, στους καρπούς, μέχρι ψηλά στους αγκώνες. Όταν δεν έβρεχε, τα χέρια του γέμιζαν λουλούδια.
Είναι και οι άνθρωποι με τα καπέλα και τα κόκκινα σιρίτια. Κάθονται απέναντί του. Είναι φιλικοί, του χαμογελούν αλλά μέχρι χθες τον καταδίωκαν.
Ο καραμπινιέρος τον πλησιάζει. Βγάζει απ' την τσέπη του ένα ξύλινο κουτί κι ένα χαρτί, δείχνει σοβαρός, αυστηρός. Για μια στιγμή τρομάζει με την άξαφνη επισημότητα και του περνάει απ' το μυαλό ότι έχει κάνει λάθος, ότι ίσως δεν έπρεπε να τους εμπιστευτεί. Ο καραμπινιέρος συνεχίζει να διαβάζει λέξεις από το χαρτί, αλλά εκείνος ακούει μόνο τη φωνή του ανθρώπου με τη στολή χωρίς να καταλαβαίνει. Όταν τελειώνει, ξαναδιπλώνει το χαρτί, ανοίγει το κουτί και του καρφιτσώνει πάνω στην χαρισμένη μπλούζα ένα γυαλιστερό παράσημο.
Ήθελε μόνο ένα σπίτι, φαγητό στο τραπέζι και μια οικογένεια. Αυτά έψαξε να βρει χιλιάδες μίλια μακριά απ' το πλημμυρισμένο σπίτι του στην παραγκούπολη της Βεγγάλης – όλα βυθισμένα, παρασυρμένα σε αχαρτογράφητα βάθη. Θυμάται τον Σουέλ, τη Σουμπανού και τη Χαλέντα, με υπερυψωμένα χέρια σαν να τον αποχαιρετούν, μέσα στο στρόβιλο των νερών κι έπειτα να χάνονται. Εκεί, τα ποτάμια είναι ευχή και κατάρα – κι απ' όταν τους ζήτησαν να ξεριζώσουν τις μανγκρόβιες, αγρίεψαν κι άλλο. Όταν φουσκώνουν, σηκώνουν κύματα που σε κυκλώνουν και σε καταπίνουν. Ίσως γι' αυτό εδώ τον κοιτούν σαν ήρωα. Το κορίτσι του Τίβερη είχε διαλέξει αυτό που ο Σουέλ πάσχιζε ν' αποφύγει. Με τον Σουέλ και τον Αμπού κολυμπούσαν από παιδιά πλάι στα ποταμίσια δελφίνια του Γάγγη –που λιγόστεψαν πια κι αυτά– κι έκλεβαν τον τρόπο και τη χάρη τους. Εδώ, έγινε ο από μηχανής θεός του Τίβερη, ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στη βούληση του κοριτσιού και στο θέλημα του όποιου Θεού. Τους τελευταίους οκτώ μήνες, σπίτι του ήταν ή όχθη του. Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι πιο οικεία κοντά στο νερό. Η ζωή δεν φεύγει μόνο αλλά κι έρχεται απ' το νερό. Κι ίσως όλα να έγιναν γι' αυτό. Για να φέρει πίσω το άγνωστο κορίτσι.
Ο καραμπινιέρος ξεδιπλώνει και δεύτερο χαρτί. Εκείνος ακούει ήχους, αναγνωρίζει σκόρπιες λέξεις, γουρλώνει τα μάτια. Στο τέλος του εξηγούν ότι έχει ένα χρόνο. Για τους επόμενους δώδεκα μήνες θα πάψει να ζει λάθρα. Αναγνωρίζεται η ύπαρξή του σ' αυτή την πόλη. Μέχρι χθες περίσσευε παντού. Για τις επόμενες τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες δεν θα είναι ένα υδρόβιο φάντασμα, αλλά ένας κανονικός άνθρωπος με σάρκα και οστά. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο, για όλα χρειάζονται αποδείξεις, ακόμα και για το αν το κορίτσι συμμερίζεται τον τόσο ενθουσιασμό. Μακάρι να τον αναζητούσε, να τον ευχαριστούσε, να καταλάβαινε κι εκείνος.
Το καλύτερο του το αφήνουν για το τέλος. Μια νόμιμη δουλειά, του λένε. Θα δουλέψει στην ψαραγορά, κοντά στα πλάσματα της θάλασσας, σκέφτεται. Όλα επιστρέφουν. Τα μάτια του βουρκώνουν, η στάθμη ανεβαίνει και πνίγονται στα δάκρια.
* Η Μαρία Καλιόρη γεννήθηκε στον Κορυδαλλό. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ιταλία και στο Βέλγιο.