Με αφορμή το τελευταίο θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα Χλιμίντρισμα, αναλυτική αναδρομή στο σύνολο του έργου του.
Του Γιώργου Π. Πεφάνη
Θα ήθελα να σκιαγραφήσω (άλλωστε μόνο με σκιές μπορώ να σχεδιάσω) έναν μικρό χάρτη ορισμένων σημείων και όχι να ερμηνεύσω (πόσο μάλλον να εξηγήσω) ένα κείμενο, το Χλιμίντρισμα του Μάριου Ποντίκα,[1] το οποίο θέλω, που το ίδιο με καλεί να το θέλω ανοικτό, ατελείωτο, παλίμβουλο, εκκρεμές.
Θα αρχίσω με το 27ο ηρακλείτειο απόσπασμα, αφού το βρίσκω έτοιμο στο έργο: «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή» (27. (60). Στον αρχικό μονόλογο του Κένταυρου, ο σκηνικός χώρος λειτουργεί ως ένα δυνητικό πεδίο αναπαράστασης του διαλεκτικού κενού. Εδώ μπορεί να συλληφθεί στιγμιαία, σχεδόν ακαριαία, αυτό που χωρίζει δύο αντίθετα όντα (το φως και το σκοτάδι), δύο αντίθετους κόσμους (τον Πάνω και τον Κάτω Κόσμο), δύο διιστάμενες διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας (τη ζωή και τον θάνατος). Αυτό που χωρίζει όμως είναι το ίδιο χωριστό από τα χωριζόμενα και εάν είναι μπορεί να αναπαρασταθεί; Αυτό που χωρίζειχωρεί. Μπορεί να χωρίσει επειδή χωρεί, επειδή δεσπόζει σε έναν νοητό απεριχώρητο χώρο, όπου οι αντιθέσεις μπορούν να εννοηθούν ως συνηρημένες. Άρα ο χώρος χωρίζει και την ίδια στιγμή ενώνει. Ενώνει, χωρίζοντας μέσα του τα αντίθετα. Αυτός όμως ο νοητός χώρος που χωρεί και χωρίζει και ενώνει χωρίζοντας, αυτός ο χώρος, που εδώ ονομάζουμε σκηνικό, φυλάσσει μέσα του τη διαφορά. Αυτή η διαφορά χωρεί, ας πούμε ότι εντοπίζεται, αλλά δεν είναι πλήρως αναπαραστάσιμη: υπάρχει ένα υπόλοιπο, ένα κενό, η εμφάνιση του οποίου αναβάλλεται συνεχώς. Το υπόλοιπο μας διαφεύγει κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτό. Άρα, αυτό που χωρίζει τους δύο κόσμους δεν είναι το ίδιο χωριστό από τους κόσμους αυτούς και είναι μη αναπαραστάσιμο.
Ο μονόλογος του Κένταυρου μας προτείνει επομένως το ίχνος ως έναν τρόπο να πορευτούμε μέσα στο τοπίο που σχηματίζει το Χλιμίντρισμα, έναν τρόπο επίφοβο και αβέβαιο ταυτόχρονα.
Ο μονόλογος του Κένταυρου μας προτείνει επομένως το ίχνος ως έναν τρόπο να πορευτούμε μέσα στο τοπίο που σχηματίζει το Χλιμίντρισμα, έναν τρόπο επίφοβο και αβέβαιο ταυτόχρονα. Το ίχνος είναι αυτό το μη αναπαραστάσιμο υπόλοιπο, αυτή η αναβαλλόμενη διαφορά, αυτό το μετά βίας νοητό σημείο που τίθεται ανάμεσα, που χωρεί για να χωρίσει και να ενώσει τον Πάνω και τον Κάτω Κόσμο. Η προβληματική του ίχνους υπάρχει όμως και στα πρόσωπα ή σε ό,τι έχει απομείνει τώρα από αυτό που ονομάζαμε με αυτήν τη λέξη: «δραματικά πρόσωπα», «personage». «Ούτε τα πρόσωπα είναι αυτό που λέει η λέξη», παραδέχεται ο Ποντίκας. Τι λέει όμως η λέξη; «Πρόσ-ωπ-α»: φωνήματα που σε παραπέμπουν σε μια σχέση του ενώπιος ενωπίω, σε μια σχέση με την όραση, το βλέμμα, την όψη, το φαίνεσθαι. Ένα πρόσωπο συνέχει στιγμιαία το βλέμμα του άλλου και την επιφάνεια του εαυτού. Σε αυτήν τη στιγμιαία συνοχή υπάρχει μια ριζική αμοιβαιότητα καθώς, όταν το βλέμμα του άλλου πέφτει στην επιφάνεια του εαυτού συναντά ένα άλλο βλέμμα κ.ο.κ. Το πρόσωπο επομένως προϋποθέτει τον άλλον, που δεν είναι απλώς ένα άλλο πρόσωπο, αλλά μια αναγκαία συνθήκη του εαυτού. Ρητά ή υπόρρητα, αυτή η προβληματική ενυπάρχει σε όλη σχεδόν τη δραματουργία του Ποντίκα ─ αρκεί να σκεφτεί κανείς τους επιλεγμένους τίτλους των έργων του (Θεατές, Κοίτα τους, Πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας) ή εκείνους που παραπέμπουν σε ένα εδραίο βλέμμα (Η γυναίκα του Λωτ, Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια). Ακόμα και ο Ορθός λόγος υφαίνεται ως μια «αλύσωση επιθετικών βλεμμάτων».[2] Στο Χλιμίντρισμα όμως η οπτική αλλάζει: τα πρόσωπα δεν είναι πρόσωπα, δεν συμπυκνώνουν καμία συνάντηση. Δεν είναι «ούτε είδωλα. Επίσης δεν είναι σκιές». Είναι ίχνη προσώπων. Όπως η έννοια του ίχνους «καταστρέφει το όνομά της»[3] και μένει μετέωρη χωρίς εμπειρικό σημάδι, έτσι και τα πρόσωπα του Χλιμιντρίσματος καταστρέφουν τα δικά τους ονόματα και κλείνονται ή κρύπτονται στο ελάχιστο καταφύγιο της μυθικής μορφής. Γι’ αυτό μπορούμε κάπως να τα διακρίνουμε: «Αυτόν, εκείνον, την άλλη – σα να ζεις, σα να ζουν. Να είναι ζωντανοί και να έχουν πεθάνει αλλά ζουν. Κάπως έτσι. Ούτε να έχουν πεθάνει. Ζωντανοί πεθαμένοι, κάτι τέτοιο, έτσι θα το ερμήνευες: ήδη νεκρός ενώ ακόμα ζεις, δεν ξέρεις, δε θα έπαιρνες όρκο, ζεις αλλά δεν το ξέρεις – ότι πέθανες» (σ. 27). Πρόσωπα-ίχνη, επομένως.
Ιδού λοιπόν ένας τόπος του Unheimliche, του ζοφερά ανοίκειου, καθώς βρισκόμαστε σε μια αβυσσαλέα μοναξιά, εκτός συνόρων, εκτός του κόσμου ή πιο σωστά εκεί που ο κόσμος αποσύρεται, στην άκρη του κόσμου, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στο πρόσωπο και τη σκιά του, ανάμεσα στο βλέμμα και το αντικείμενο του βλέμματος. Κατά μία ειρωνική σύμπτωση, αυτός ο αποτραβηγμένος κόσμος αποτελεί την απαραίτητη αφετηριακή εμπειρία της φαινομενολογικής αναγωγής στη χουσερλιανή φιλοσοφία για να προσεγγίσουμε τη συνείδηση του εγώ.[4] Ειρωνική σύμπτωση διότι αυτή η ριζική εποχή (épokhè), εναρκτήρια κίνηση συγκρότησης της συνείδησης των πραγμάτων (άρα και του κόσμου), παρεισφρέει στο κείμενο τη στιγμή που όλα δείχνουν να έχουν καταρρεύσει και ο λόγος, που συγκροτούσε και συγκρατούσε τον κόσμο στο στερέωμά του, να έχει φενακιστεί. Όλα δείχνουν. Είναι πράγματι έτσι ή μήπως ο Κένταυρος, (αυτός ο Κένταυρος-Σφίγγα, το μήνυμα του οποίου πρέπει να εξιχνιασθεί και να εξιχνιάζεται ατέρμονα) παίζει ένα διπλό παιχνίδι, το παιχνίδι της αποδιάρθρωσης του λόγου και της ανθρώπινης πράξης που στηρίζεται σε αυτόν και τον επικαλείται και ένα άλλο παιχνίδι, αυτή τη φορά στα όρια του ανθρώπινου λόγου, «στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και μεταφυσικού»,[5] δηλαδή ένα παιχνίδι ιχνών;
Ένα παιχνίδι ιχνών δεν σημαίνει ότι το Χλιμίντρισμα μας καλεί να γίνουμε αποκρυπτογράφοι μιας κρυμμένης αλήθειας ή ιχνηλάτες ενός νοήματος που έχει προηγηθεί της δικής μας παρουσίας μέσα στο κείμενο ─ κάτι που θα σήμαινε ότι ο κατεστραμμένος για τον Ποντίκα λόγος είναι ακόμα ολοζώντανος. Το παιχνίδι δεν συνίσταται στην αναζήτηση ενός ίχνους στο έργο· το παιχνίδι είναι το ίδιο το «ίχνος ως έργο»,[6] ως εργώδης διέλευση μέσω των διαφορών, το ίχνος ως έργο που διαφεύγει των αισθητικών κατηγοριών (μεταμοντέρνο ή μεταδραματικό θέατρο) και των μεταφυσικών εννοιών την ίδια στιγμή που τις χρησιμοποιεί συνεχώς. Το βλέπουμε στις δύο μείζονες μεταφυσικές έννοιες του ανθρώπου και του λόγου, οι οποίες έλκονται κατά τρόπο αμοιβαίο και αποκλειστικό. Και οι δύο συγκλίνουν στο μυθικό βασίλειο. Είχα και έχω την ισχυρή αίσθηση ότι διαβάζω έναν συγγραφέα με αμφίθυμες, φυγόκοσμες, αλλά και ανατρεπτικές διαθέσεις ο οποίος, για να παραφράσω τον Pierre Brunel, αποσπάται καταφρονητικά από τον παλιό κόσμο της έλλογης ελπίδας και σχεδόν αμέσως ανατρέχει στον αρχαίο λόγο που είναι ο μύθος.[7]
Ο Ποντίκας προσφεύγει στον αρχαιοελληνικό μύθο. Γιατί; Γιατί αναζητεί αναπαραστάσεις από αυτήν την ανοιχτή αφήγηση με τις μεγάλες συμπυκνώσεις νοημάτων και τους ατέρμονους συμβολισμούς του ανθρώπινου ρόλου στη σκηνή του κόσμου;
Είναι η δεύτερη φορά (μετά τον Δολοφόνο του Λάιου) που ο Ποντίκας προσφεύγει στον αρχαιοελληνικό μύθο. Γιατί; Γιατί αναζητεί αναπαραστάσεις από αυτήν την ανοιχτή αφήγηση με τις μεγάλες συμπυκνώσεις νοημάτων και τους ατέρμονους συμβολισμούς του ανθρώπινου ρόλου στη σκηνή του κόσμου;[8] Κυρίως, γιατί το κάνει αυτό όταν το Χλιμίντρισμα γράφεται ακριβώς στα ερείπια της αφήγησης του ανθρώπου και του μείζονος αναπαραστατικού τρόπου που είναι η γλώσσα και ο λόγος; Αν δεχτούμε μαζί με τον Wilhelm Nestle ότι ο ορθολογική κατάγεται από τη μυθολογική σκέψη[9] (καταγωγή πολύπλοκη και οπωσδήποτε διαβρωτική για τον μύθο), τότε ο Ποντίκας, που ενδοσκοπεί το τέλος του λόγου, ακριβέστερα το ατελείωτο τέλος του, στρέφεται στην απαρχή του για να επιβεβαιώσει το αργόσυρτο τελείωμα. Δεν αρχίζει από το τέλος, όπως θα έκανε ένας μεταμοντέρνος γραφιάς, αλλά τελειώνει από την αρχή με μια κυκλωτική κίνησης απόγνωσης. Κάθε αρχή δεν είναι ίχνος ενός τέλους;
Ο μύθος μάς επιστρέφει στο αίνιγμα του κόσμου και της ζωής χωρίς να λύνει το αίνιγμα αυτό. Ο αισχύλειος μύθος του Προμηθέα Δεσμώτη απαλλάσσει τους ανθρώπους από το προ-ανθρώπινο οντολογικό καθεστώς που τους επεφύλασσε ο Δίας να ζουν σε σπηλιές κάτω από τη γη «ονειράτων αλίγκιοι μορφαίσι» (στ. 248-254, 443-506), προσφέροντάς τους τη γνώμη και την τέχνη, «έντεχνος σοφία συν πυρί» για τον πλατωνικό Πρωταγόρα (321d), μια ιδρυτική δηλαδή σχέση με τον χρόνο και, ως εκ τούτου, με τον θάνατο. Το ζων υποκείμενο γίνεται θνητός και η θνητότητα εισάγει μοιραία την ένδεια, την αβεβαιότητα, την ατέλεια, τη σχετικότητα, αλλά και την ανάγκη του συνείναι και του συνανήκειν. Για να γίνει υποφερτή η οριστικότητα του τέλους όμως χρειάζονται και οι τυφλές ελπίδες. Ο Ποντίκας συνδέει τις τυφλές ελπίδες του Προμηθέα με τις θεωρίες περί προόδου και με ποικίλους διαφωτισμούς που ο ίδιος ο άνθρωπος οδηγεί στην καταστροφική διάψευσή τους (σ. 19). Το τυφλό σημείο των ελπίδων στον Αισχύλο συνδέεται με τη ματαιότητα των προσδοκιών και εν τέλει τη θνητότητα. Η ελπίδα είναι μια αόρατη διέξοδος, μια υπόσχεση που ποτέ δεν έχει επισφραγιστεί, εντούτοις υπάρχει. Η ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής κάθε φορά τη διαψεύδει, επιβεβαιώνει την τυφλότητά της, αλλά δεν την ακυρώνει. Μάλλον την κεντρίζει περισσότερο, κάνοντας να φανεί πιο καθαρά ο τραγικός πόλος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο Χλιμίντρισμα ο τραγικός πόλος δείχνει να εμποτίζεται στον αντι-ανθρωπιστικό λόγο που εκφέρουν οι Ερινύες («Ό,τι θα έχει μείνει απ’ τον κόσμο μακάρι να μην είναι ο άνθρωπος !», σ. 39) εκτρέποντας και υπονομεύοντας τους στίχους της σοφόκλειας Αντιγόνης (στ. 332-333): ο άνθρωπος είναι «η πιο μεγάλη συμφορά, η απειλή των απειλών, δεινός για τα δεινά, εκ των δεινών το μέγιστο». Ο οιονεί αντι-ανθρωπιστικός λόγος του όμως δεν εκβάλλει σε μία μισανθρωπία. Η έννοια της τυφλής ελπίδας εκτρέπεται προς τον λόγο-κουφάρι, τη λογική που εκτρέφει ελπίδες προόδου, την πρόοδο που εκκολάπτει τη βία και την καθυπόταξη (σ. 33). Εάν πρέπει να βρούμε συγγενείς σκέψεις ας θυμηθούμε τον ιστορικό πεσιμισμό στον Heiner Müller, την υπαρξιακή καθήλωση στον Samuel Beckett, την αίσθηση της παρακμής στον Thomas Bernhard, αλλά και το ατελείωτο τέλος του κόσμου στον Κώστα Αξελό. Στο βάθος της σκέψης του Ποντίκα και κάτω από τις λέξεις που γράφει βρίσκεται ο εργαλειακός λόγος, ως εκφυλισμένο εκβλάστημα του πάλαι ποτέ αισιόδοξου ιστορικισμού και ρωμαλέου θετικισμού, ο φαλκιδευμένος λόγος της διεστραμμένης πολιτικής και της μιντιακής δημαγωγίας, αλλά και ο νόθος λόγος του φιλελεύθερου «ανθρωπισμού» που κατασκευάζει μια γενική και σεπτή έννοια του ανθρώπου (βλ. εδώ: του δυτικού ανθρώπου) για να σιγάσει (όπως κάποτε έκανε ο ήχος από το τρομπόνι, στο ομώνυμο έργο του[10]) τις οιμωγές των ανθρώπων. Μπορεί ο λόγος να ξαναγίνει ορθός, δηλαδή ένα πεδίο συλλογικής αμφισβήτησης και αντίστασης στις νέες βαρβαρότητες ή να παραδεχθούμε έντιμα πώς «Ό,τι σκεφτόμαστε είναι αναμάσημα σκέψεων άλλων, […} ό,τι νοιώθουμε είναι χαώδες, ό,τι είμαστε είναι συγκεχυμένο,»;[11]Μπορούν οι άνθρωποι στο πεδίο της κοινωνικής δράσης και της πολιτικής θέσμισης να ανορθώσουν εκ νέου τον λόγο ή θα συνεχίσουν να είναι εργαλεία της παρακμής και του εκφυλισμού; Ό,τι εισάγουμε στη φύση είναι μόνο το στοιχείο της μεγαλομανίας («φαύλοι πολιτικάντηδες») και της αυτοκαταστροφής («Η μηχανή σφαγής να δουλεύει», σ. 59), «μέσα σ' έναν "τρομακτικό" πάταγο αντικειμένων κατασκευασμένων και κομματιασμένων».[12] Γι’ αυτό χάνεται το αλογίσιο τμήμα του Κένταυρου. Άρα όλα θα βυθιστούν στην παραίτηση και την παραλυσία; Έχουμε μάθει πια να μην περιμένουμε απαντήσεις. Οι Ερινύες πάντως φοβούνται ότι ο Κένταυρος θα παραμείνει διανοούμενος (σ. 71), μοχλός της ελπίδας (σ. 51), αξιοθρήνητος πλάνης και αποπλανητής, σίγουρα μισός, χωρίς τη δύναμη του χλιμιντρίσματος.
Ένας ολόκληρος κόσμος ήχων και απόηχων συγκροτεί τη σκηνή για να ενορχηστρωθούν οι μεγάλες σιωπές, αυτά τα ίχνη του ήχου και του λόγου.
Θα ήταν αστοχία να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή στην εργογραφία του Ποντίκα που να διακρίνει λ.χ. τον Δολοφόνο του Λάιου και το Χλιμίντρισμα από τα υπόλοιπα έργα του. Όχι μόνο επειδή οι χρονολογίες και οι γκρίζες ζώνες σπάνια προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη μελέτη των έργων τέχνης, αλλά επειδή τα όρια είναι συνάμα σύνορα και οι άκρες συνήθως περάσματα και κατώφλια. Εάν το εννοιολογικό μας απόθεμα εμπλουτίστηκε εν τω μεταξύ με μεταμοντέρνα ή μεταδραματικά στοιχεία, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτά θα πρέπει να μας δώσουν την ηγεμονική θεώρηση του σύγχρονου θεάτρου. Προνομιακός συνομιλητής του θεωρητικού πρέπει να είναι τα ίδια τα έργα. Εάν πριν (αλλά και αυτό το «πριν» είναι σχετικό) είχαμε μια δεσπόζουσα γραφή-του-βλέμματος, τώρα το βλέμμα αυτό δεν ακυρώνεται, αλλά πλαισιώνεται από τις δυνάμεις του ήχου. Αυτές νομίζω θα αιμοδοτήσουν και τη δυνητική παράσταση του κειμένου. Η γλώσσα, άναρθρη και έναρθρη, υποτονθορύζει, εφιάλτες μόλις που ακούγονται πίσω από τις κραυγές, λυγμοί από τους νυγμούς της απόγνωσης, θροΐσματα του τρόμου, ψίθυροι της απελπισίας: ένας ολόκληρος κόσμος ήχων και απόηχων συγκροτεί τη σκηνή για να ενορχηστρωθούν οι μεγάλες σιωπές, αυτά τα ίχνη του ήχου και του λόγου.
Θα ήταν επίσης αστοχία να εντάξουμε το Χλιμίντρισμα σε μια αισθητική κατηγορία, σε μια φιλοσοφική τάση ή σε μια θεατρική σχολή. Οι εύκολες κατηγοριοποιήσεις, οι αναγωγές του συρμού, κρύβουν πάντα περισσότερα απ’ ό,τι φανερώνουν. Η δύναμη του λόγου εναντίον του λόγου, το λυρικό πάθος ενός υποκειμένου που δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του, το μακρόσυρτο πένθος του ουρλιαχτού που δεν θα καταφέρει ποτέ να γίνει χλιμίντρισμα ή οι γλώσσες που ματώνουν να αρθρώσουν τη γλώσσα και ξεκολλούν και πέφτουν κάτω στη γη διότι η λέξη-συμβάν είναι ανείπωτη, διότι το ίχνος του λόγου είναι άμμος στον αέρα, διότι τα «διότι» γεννούν σκοτάδια και ερείπια, όλα αυτά τα στοιχεία με κάνουν να πιστεύω ότι μόνο με τη μουσική μπορεί κανείς να μιλήσει για το έργο και με το έργο αυτό. Με ένα ρέκβιεμ για τον θνήσκοντα λόγο ή με ένα ορατόριο χωρίς θεολογικό επιστέγασμα, με μια μουσική-ίχνος.
Άρχισα με το 27o ηρακλείτειο απόσπασμα· θα τελειώσω με το 30o: τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος». Ξοδεμένο βέλος λοιπόν ο άνθρωπος;
* O ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΠΕΦΑΝΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.