Για το μυθιστόρημα του Φερνάντο Αραμπούρου «Πατρίδα» (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη).
Του Κώστα Δρουγαλά
Απ’ ό,τι δείχνει η μέχρι τώρα πορεία του μυθιστορήματος Πατρίδα του (όχι και τόσο γνωστού στη χώρα μας) Φερνάντο Αραμπούρου (1959- ) δεν θα ήταν υπερβολή αν κάναμε λόγο για ένα «σύγχρονο κλασικό» μυθιστόρημα: με πολλές διακρίσεις και βραβεία σε Ισπανία και Ιταλία, με διθυραμβικές κριτικές στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το βιβλίο πρόκειται να μεταφερθεί σε τηλεοπτική σειρά από την HBO μέσα στο 2019.
Έμφαση δίνεται –δικαίως– σε όσους έχουν χάσει συγγενή/φίλο και μένουν με το τραύμα, έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν διαφορετικό πόνο, μιαν αλλιώτικη μοναξιά: με λίγα λόγια ο Αραμπούρου δίνει βαρύτητα στα άλλα θύματα της τρομοκρατίας, σε μια πλευρά αθέατη στο ευρύ κοινό, που συνυπάρχει το πένθος, η συγχώρεση και η πολιτική βία.
Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από δύο οικογένειες και την άμεση ή έμμεση εμπλοκή των μελών γύρω από την υπόθεση της τρομοκρατίας και τη διαβόητη αυτονομιστική-εθνικιστική οργάνωση της ΕΤΑ (που από το 1978 κι έπειτα λειτουργούσε με την αρχή του «φθοροποιού πολέμου» –guerra de desgaste, όπως τον αποκάλεσαν–, οδηγώντας στον θάνατο περισσότερους από 800 ανθρώπους). Η ιστορία ξεκινάει όταν η Μπιττόρι, σύζυγος ενός θύματος της αυτονομιστικής οργάνωσης, επιστρέφει στο χωριό που μεγάλωσε, ύστερα από την ανακοίνωση της οργάνωσης για κατάπαυση πυρός το 2011. Σιγά σιγά ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας: στην αρχή του μυθιστορήματος, λοιπόν, είναι ο Τσάτο, ιδιοκτήτης μιας μεταφορικής εταιρείας, που αρνείται να παραδώσει τον υποχρεωτικό «επαναστατικό φόρο» στην ΕΤΑ, μέχρι που μία μέρα βρίσκεται δολοφονημένος.
Ο Αραμπούρου σκιαγραφεί τα μέλη των δύο οικογενειών (συνολικά εννέα άτομα) με παραστατικότητα και κάποιους σχεδόν με απάνθρωπη ανθρωπινότητα. Από τη μία, η οικογένεια του θύματος: ο ψύχραιμος Τσάτο, που εκλογικεύει τα πάντα και που πληρώνει το τίμημα με την ίδια του τη ζωή· η Μπιττόρι, γυμνωμένη από την ύπαρξη μετά τον θάνατο του συζύγου της, αποζητά τη συγγνώμη που θα τη λυτρώσει· ο Σαμπίερ, ο γιος τους, αιώνια χαμένος στην καθημερινότητα της δουλειάς, του αλκοόλ και της ανακυκλώσιμης μελαγχολίας· η Νερέα, η κόρη, που πασχίζει να βρει τον ρομαντισμό που έχει εξαφανίσει η τρομοκρατία και η δυτική πατριαρχία. Από την άλλη, η οικογένεια του θύτη: η Μίρεν, αρτηριοσκληρωτική, φανατισμένη με τις δολοφονικές εμμονές του γιου της· ο Χοσίεν, ο σύζυγός της, που για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής, στρέφεται στο μποστάνι και το ποτό· και τα παιδιά τους: η Αράντσα, καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι και στις ατυχίες του βίου της· ο Γκόρκα, ο «διανοούμενος» της φαμίλιας, που πασχίζει να αποδράσει από την οικογένεια της τρομοκρατίας και την τρομοκρατία της οικογένειας· και φυσικά ο Χόσε Μάρι, ο τρομοκράτης του βιβλίου, που θα βιώσει τη συντέλεια του προσωπικού του κόσμου.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι καθημερινοί, η βία της τρομοκρατίας τόσο έντονη, που οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, θέλοντας και μη, καλούνται να επιλέξουν πλευρά· το ίδιο και ο συγγραφέας, που παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ των θυμάτων της ΕΤΑ.
Το μυθιστόρημα, παρότι ογκώδες σε μέγεθος (ξεπερνά τις 700 σελίδες), είναι χωρισμένο σε περισσότερα από εκατό μικρά κεφάλαια, που διευκολύνουν την ανάγνωση, ενώ στο τέλος υπάρχει και γλωσσάρι βασκικών λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούν όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες του βιβλίου. Γλωσσικά, παρεισφρέουν στην τριτοπρόσωπη αφήγηση προτάσεις γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντας λιγότερο την αίσθηση εσωτερικού μονόλογου και περισσότερο τη μαγευτική ψευδαίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου αυτοβιογραφούνται ή δίνουν συνέντευξη, περιγράφοντας σκέψεις και συναισθήματα πριν και μετά τη δολοφονία του Τσάτο. Έμφαση δίνεται –δικαίως– σε όσους έχουν χάσει συγγενή/φίλο και μένουν με το τραύμα, έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν διαφορετικό πόνο, μιαν αλλιώτικη μοναξιά: με λίγα λόγια ο Αραμπούρου δίνει βαρύτητα στα άλλα θύματα της τρομοκρατίας, σε μια πλευρά αθέατη στο ευρύ κοινό, όπου συνυπάρχει το πένθος, η συγχώρεση και η πολιτική βία. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι καθημερινοί, η βία της τρομοκρατίας τόσο έντονη, που οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, θέλοντας και μη, καλούνται να επιλέξουν πλευρά· το ίδιο και ο συγγραφέας, που παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ των θυμάτων της ΕΤΑ, ανασύροντας στην επιφάνεια το παλιό ερώτημα: ώς πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να υπερασπιστεί την «ελευθερία» – πολιτική, κοινωνική, ταξική, γεωγραφική και γλωσσική; Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα»; Και τελικά, αυτός που μολύνει τα χέρια του με αίμα, μπορεί να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα ή απλώς αποτελεί την πιο ωμή αντανάκλαση των προβλημάτων;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» (εκδ. Πικραμένος).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΑΡΑΜΠΟΥΡΟΥ