Του Κώστα Κουτσουρέλη
Το «Προτελευταίο ποίημα» του Ηλία Λάγιου γράφτηκε 25 χρόνια πριν, στις 21.7.1992, όπως υποσημειώνει ο ποιητής. Παρότι «προτελευταίο», είναι το επιλογικό της συλλογής του Το βιβλίο της Μαριάννας που δημοσιεύθηκε έναν χρόνο αργότερα. Πρόκειται για ποίημα ελλειπτικό, αφού ο Λάγιος αφήνει τους μισούς στίχους άγραφους ή ημιτελείς, δίνοντας στη φαντασία του αναγνώστη το ελεύθερο να συμπληρώσει το πιθανό τους περιεχόμενο. Με την ευκαιρία της 25ετίας, αλλά και ένα ανάλογο πείραμα που έγινε πρόσφατα, είπα εδώ να το αποπειραθώ, να δοκιμάσω δηλαδή να το ολοκληρώσω στο πνεύμα του αρχικού ποιήματος.
Ο δεκατρισύλλαβός του είναι ισοζυγισμένος απόλυτα, ακόμα κι όπου ηθελημένα παραπατάει. Γλωσσικά τίποτα δεν αφήνει στην τύχη.
Οι δυσκολίες του εγχειρήματος πολλές. Ο Λάγιος, όπως έγραψε ο ίδιος για τον Παλαμά, είναι «μέγας Μετρικός». Ο δεκατρισύλλαβός του είναι ισοζυγισμένος απόλυτα, ακόμα κι όπου ηθελημένα παραπατάει. Γλωσσικά τίποτα δεν αφήνει στην τύχη. Ένα παράδειγμα: στη φράση «Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του…», το παραπανίσιο –ν του βοηθητικού ρήματος μοιάζει να περιττεύει, δεν ακολουθεί φωνήεν εδώ ώστε να απαιτείται η ευφωνική δράση του. Όμως στην απαγγελία, το «σκύψει» διά της συνεκφοράς γίνεται «ενσκήψει», και η απλή μελέτη παίρνει περιωπή υπαρξιακής απειλής – πράγμα που συνάδει προς τη θανατική ατμόσφαιρα του ποιήματος.
Μορφικά το ποίημα είναι παράδοξο. Ξεκινάει ως σονέτο πετραρχικό με την τυπική ομοιοκαταληξία του είδους ΑΒΒΑ-ΑΒΒΑ, μετά την οκτάβα όμως γίνεται σονέτο ελισαβετιανό, με τρία τετράστιχα και καταληκτικό κουπλέ αντί για την αναμενόμενη διπλή τερτσίνα. Η επιλογή αυτή σπανίζει αλλά σκηνοθετικά εδώ είναι ιδιοφυής. Καθώς στο τελικό εξάστιχο ο λόγος μεταφέρεται από τον ποιητή που περιγράφει τα δρώμενα, στον ίδιο τον πρωταγωνιστή τους, η αλλαγή του μορφικού σχήματος τονίζει το πέρασμα στην πρωτοπρόσωπη ομιλία.
Ο ποιητής παραλαμβάνει τη δομή, αλλά και άλλα στοιχεία του ποιήματος, από το εναρκτήριο σονέτο του Βιβλίου της Μαριάννας που ξεκινά με τον στίχο: «Νύχτα. Η Μαριάννα ένα σονέτο του ζητούσε». Σε κάθε περίπτωση, τα δύο αυτά ποιήματα πρέπει να διαβαστούν αντιπαραβολικά.
Ο Λάγιος σημειώνει παντού επακριβώς τη θέση των ελλειπουσών μετρικά συλλαβών, άτονων και τονούμενων· έτσι ο επίδοξος «συμπληρωτής» του δεν έχει το ελεύθερο να μεταθέσει τις υπάρχουσες λέξεις στο εσωτερικό των ημιτελών στίχων.
Ο Λάγιος σημειώνει παντού επακριβώς τη θέση των ελλειπουσών μετρικά συλλαβών, άτονων και τονούμενων· έτσι ο επίδοξος «συμπληρωτής» του δεν έχει το ελεύθερο να μεταθέσει τις υπάρχουσες λέξεις στο εσωτερικό των ημιτελών στίχων. Ο τονισμός του Λάγιου είναι επίσης δεσμευτικός. Η βαρεία στη λέξη «χαρά» του έβδομου στίχου αποκλείει τη συμπλήρωσή της με ένα εγκλιτικό «μου» ή «μας», λ.χ. Κυρίως όμως η στίξη του δημουργεί προσκόμματα. Πριν από το ακροτελεύτιο δίστιχο σημειώνει άνω τελεία και συνεχίζει μετά με εξαρτημένη πρόταση. Ένα τέτοιο συντακτικό σχήμα είναι πολύ δύσκολο να ολοκληρωθεί χωρίς νοηματικούς ακροβατισμούς.
Εννοείται πως κατά την προσπάθειά μου δεν αφαίρεσα ούτε κεραία από το αρχικό κείμενο. Αυτό αναπαράγεται εδώ πιστά με μαύρα στοιχεία. Οι δικές μου προσθήκες δηλώνονται με τα κόκκινα στοιχεία. Εκτός από τους ημιτελείς ή άγραφους στίχους που συμπλήρωσα, σε δύο περιπτώσεις πλούτισα τη στίξη. Σωστό μου φάνηκε να μεταλλάξω τον τίτλο: «Το τελευταίο ποίημα», λοιπόν. Αν θεματικά η απόπειρά μου συνάδει με το ύφος και το λεκτικό του ποιητή ή απομακρύνεται απ’ αυτό, ας το κρίνει ο αναγνώστης.