
Για το βιβλίο του Μίνου Ευσταθιάδη «Σου γράφω από την καρδιά του κτήνους» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Οι κάπως παλαιότεροι θα θυμούνται πως στην αγόρευσή του στο Ειδικό Δικαστήριο το 1989, ο τότε κατήγορος Νίκος Κωνσταντόπουλος είχε δηλώσει μετά λόγου γνώσεως: «Από αυτό το δικαστήριο δεν πέρασε όλη η αλήθεια». Ανεξάρτητα από τα σχετιζόμενα με εκείνη την υπόθεση, που δεν είναι καν το ζητούμενό μας, γεννιέται ένα μέγα ερώτημα: πώς γίνεται σε μια ευνομούμενη κοινωνία, το φωτεινό σκέλος της αλήθειας να μένει έξω από μια αίθουσα δικαστηρίου; Να μένει έξω ή, μήπως, κάποιοι να της αρνούνται την είσοδο;
Ο Πλάτωνας έλεγε: «Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος ξυμφέρον», το οποίο μεθερμηνευόμενο στην καθομιλουμένη μάς λέει πως το δίκαιο το επιβάλλει ο ισχυρότερος κατά το συμφέρον του. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτός ο ισχυρότερος δεν είναι καν ο δικαστής της έδρας, ούτε κάποιος ανώτερος οικονομικός ή πολιτικός παράγοντας, αλλά η ίδια η κοινωνία;
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη ακολουθεί πολλές από τις σταθερές των προηγούμενων βιβλίων του. Ένα πραγματικό γεγονός συμφύρεται με το μυθοπλαστικό της αντίστοιχο. Η νουάρ διάθεση απλώνει τα πλοκάμια της παντού, ενώ η αστυνομική ίντριγκα (στη λογική του «ποιος το έκανε;») υποχωρεί αισθητά, απλώνοντας όμως μια μεγάλη κηλίδα αμφιβολίας έως το τέλος, για να τοποθετήσει στον προμαχώνα της ιστορίας κοινωνικά ζητήματα που ξεπερνούν τα όρια του μυθιστορήματος.
Δυο υποθέσεις
Δύο υποθέσεις διακλαδίζονται σε τούτο το βιβλίο. Φαινομενικά, και εν πολλοίς, άσχετες μεταξύ τους, καθώς συμβαίνουν σε μεγάλη χρονική απόσταση η μια από την άλλη, οι πρωταγωνιστές είναι διαφορετικοί και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν εντελώς ανόμοιο.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη στυγνή δολοφονία της πλούσιας χήρας Σαρλότε Μπέρινγκερ, τον Μάιο του 2006. Ο δολοφόνος της κατάφερε απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι με ένα σφυρί, μέσα στο πολυτελές λοφτ που διέμενε. Έπειτα από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, στοιχεία που οδηγούσαν στο πουθενά ή, στη χειρότερη, σε ακόμη μεγαλύτερο σκοτάδι, συλλαμβάνεται ο αγαπημένος της ανιψιός Φρέντερικ Τάλας. Οι αστυνομικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τη σκότωσε για να πάρει την περιουσία της. Σύμφωνα με τη διαθήκη που είχε συντάξει η γυναίκα ο Φρέντι οριζόταν ως ο πρώτος κληρονόμος. Κάπως έτσι, μέσα στην παραζάλη για τον πλούτο που τον περίμενε, αλλά δεν του ερχόταν, αποφάσισε να «τρέξει» βίαια τα γεγονότα και να πάρει νωρίτερα τον πακτωλό των χρημάτων που είχε αποκτήσει η Σαρλότε από τον εκλιπόντα πλούσια σύζυγό της.
Η μικρή επέστρεφε στο σπίτι με το ποδήλατό της, όταν ξαφνικά ένας άντρας που φορούσε σακούλα στο κεφάλι, τη σταμάτησε, την υπνώτισε και στη συνέχεια τα ίχνη της εξαφανίζονται.
Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει την απαγωγή της 10χρονης Ούρλικε Χέρμαν στο δάσος της λίμνης Άβερ στη Βαυαρία, τον Σεπτέμβριο του 1981. Η μικρή επέστρεφε στο σπίτι με το ποδήλατό της όταν ξαφνικά ένας άντρας που φορούσε σακούλα στο κεφάλι, τη σταμάτησε, την υπνώτισε και στη συνέχεια τα ίχνη της εξαφανίζονται. Λίγες ημέρες μετά, οι γονείς της δέχονται την ειδοποίηση από τους απαγωγείς ότι για να αφήσουν την κόρη τους θέλουν δύο εκατομμύρια μάρκα. Χρήματα που η οικογένεια της Ούρλικε δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να μαζέψει. Έτσι κι αλλιώς, δε χρειάστηκε να τα δώσει, καθώς στο ενδιάμεσο, η μικρή, σφηνωμένη σε ένα κιβώτιο κάτω από το έδαφος (εντός του δάσους), θα πεθάνει από ασφυξία. Η υπόθεση εξαρχής προκάλεσε το (νοσηρό) ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα η αστυνομία να εντείνει τις ενέργειές της ώστε να βρει τον δράστη. Φευ, καμία από τις προσπάθειες δεν ευοδώνεται. Χρόνια μετά, κι ενώ η υπόθεση φαίνεται να έχει παγώσει, συλλαμβάνεται ο Αρτούρο Ζαμιάτιν, ένας φτωχοδιάβολος που ζούσε εκεί κοντά. Ελάχιστα στοιχεία -και μάλιστα όχι αδιάσειστα- φτάνουν για να τον στείλουν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Ο μίτος
Τι ενώνει, άραγε, αυτές τις δύο ιστορίες; Ποιος είναι ο μίτος που τις δένει; Ακόμη κι αν υπάρχει, δεν αξίζει να τον αποκαλύψουμε. Εντούτοις, όπως σημειώσαμε προλογικά η πρόθεση του Ευσταθιάδη δεν είναι τόσο η εξιχνίαση των εγκλημάτων αλλά η εξύφανση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Δεν είναι η τέλεση, όσο η κρυφή συμφωνία για τον εκτελεστή.
Κρυφή, άραγε, από ποιον; Ο Ευσταθιάδης, ως νομικός και ο ίδιος, βάζει το δάχτυλο (εν προκειμένω: τη γραφίδα) σε αυτό που λέμε νομικό σύστημα, και συγκεκριμένα της Γερμανίας, καθώς αμφότερες οι υποθέσεις (ολότελα πραγματικές και ουχί μυθοπλαστικές) συμβαίνουν στη συγκεκριμένη χώρα. Ένα σύστημα που λογικά θα έπρεπε να διακατέχεται από το πνεύμα της ισονομίας, της τυφλής απόδοσης της δικαιοσύνης, αλλά και του δικαιώματος κάθε πολίτη να είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί πως δεν είναι. Εδώ, ο Ευσταθιάδης, μάς λέει πως τίποτα από όλα αυτά δεν τηρήθηκε.
In dubio pro reo
Αντί για δίκαιες δίκες, είχαμε δύο κλασικές κακοδικίες. Αντί για το δικαίωμα στην αμφιβολία και την αθωότητα ενός ανθρώπου έχουμε την κυνική αποσιώπηση του in dubio pro reo. Δηλαδή, του κανόνα της επιείκειας, καθώς ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί όταν οι αμφιβολίες για την ενοχή του είναι ισχυρές. Τότε, για ποιο λόγο αυτοί οι δύο άνθρωποι καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες; Υπήρξε μια γενικευμένη συνωμοσία; Αποτέλεσαν θύματα συμπαιγνίας που παίχθηκε στις πλάτες τους;
Ο Ευσταθιάδης προβάλλει ένα καφκικό περιβάλλον (ιδιαιτέρως στην πρώτη υπόθεση), αλλά και ένα κοινωνικό φράγμα μπρος στο αθέατο της βίας.
Ο Ευσταθιάδης προβάλλει ένα καφκικό περιβάλλον (ιδιαιτέρως στην πρώτη υπόθεση), αλλά και ένα κοινωνικό φράγμα μπρος στο αθέατο της βίας. Αυτή η διασάλευση της τάξης όταν συμβαίνει ένα φονικό δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή από την κοινωνία, να χωνευτεί και να ξεχαστεί. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα ζητάει έναν ένοχο, παντί τρόπω. Ακόμη κι αυτός που μπαίνει στη φυλακή δεν είναι βέβαιο πως διέπραξε την αποτρόπαια πράξη. Ένας αποδιοπομπαίος ένοχος (sic) είναι πάντα χρήσιμος για την ευταξία της κοινωνίας, αλλά και του συστήματος που δεν έχει δημιουργεί για να αντέχει επί μακρόν μέσα στην αμφιβολία. Οι εδραίες καταστάσεις, ακόμη κι όταν είναι κατάφωρα άδικες, είναι καλύτερες από την παραλυτική δύναμη του φόβου.
Κάτι σαν «Εν ψυχρώ»
Ενδιάμεσα, ο Ευσταθιάδης μάς ενημερώνει πως μετέβη έως τη φυλακή που βρισκόταν ο Φρέντι Τάλας για να τον συναντήσει και να πάρει στοιχεία για το εν εξελίξει μυθιστόρημά του. Μια ιστορία μέσα στην ιστορία, μια αυτομυθοπλασία και ένα κλείσιμο του ματιού στο Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε. Όμως, εδώ διαβλέπει κανείς μια αμήχανη στιγμή του μυθιστορήματος, καθώς η εμβόλιμη autofiction (όπως και η αφήγηση ενός οικογενειακού περιστατικού όταν ένα από τα παιδιά του προς στιγμήν εξαφανίστηκε) δεν βοηθάει σε κάτι και δεν προάγει την πλοκή.
Η συνάντηση με τον Φρέντι δε θα βγάλει λαγό, αλλά θα είναι ως μη γενόμενη, καθώς ο συγγραφέας βρέθηκε μπροστά σε ένα γεγονός τόσο ισχυρό που του απέκρουσε κάθε δυνατότητα μυθοπλαστικής μετατροπής. Σαν η πραγματικότητα να έσφιξε τις τανάλιες της τριγύρω του. Είναι φανερό ότι ο Ευσταθιάδης μπολιάζει με πολλά διαφορετικά είδη το μυθιστόρημά του: το νουάρ με το true crime, την αυτομυθοπλασία με τον δημοσιογραφικό λόγο και το καφκικό στοιχείο με τα δικαστικά δράματα του Γκρίσαμ.
Η Δικαιοσύνη πάσχει;
Δεν ξέρω αν η πρόθεσή του ήταν να δείξει ότι στις δυτικές κοινωνίες που επαίρονται για την εδραιωμένη δημοκρατία τους, ένας από τους πυλώνες τους, η Δικαιοσύνη, δεν είναι πάντα τυφλή και ανεπηρέαστη. Αν, ναι, τότε το πέτυχε. Το μυθιστόρημα σε αφήνει, όντως, με την αίσθηση ότι από τις αίθουσες τον δικαστηρίων δεν περνάει πάντα όλη η αλήθεια (ιδού ξανά ο Νίκος Κωνσταντόπουλος). Φαίνεται πως ακόμη στις μέρες μας θα αναζητούσε τον αντίστοιχο «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου. Έναν άνθρωπο που κουβαλάει πάνω του ένα στίγμα, δίχως να έχει κάνει κάτι.
Παρεμπιπτόντως, οι δύο κατηγορούμενοι κάποια στιγμή αποφυλακίστηκαν. Το βιβλίο δεν λέει κάτι γι’ αυτό το γεγονός. Αντίθετα, μας αφήνει να φανταστούμε πως δεν πρόκειται να ξαναδούν τον ήλιο έξω από τα κάγκελα. Να που η πραγματικότητα, τελικά, είναι ικανή να προσφέρει περισσότερες λύσεις σε ένα δράμα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μίνως Ευσταθιάδης (γεν. 1967) σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ανόβερο. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Έξοδος (Ανατολικός, 2001), Χωρίς γλώσσα (Καστανιώτης, 2004) και Το δεύτερο μέρος της νύχτας (Ωκεανίδα, 2014) που εκδόθηκε στα γερμανικά (Acabus, 2014).Το μυθιστόρημά του Ο Δύτης (Ίκαρος, 2018) εκδόθηκε στα γαλλικά (Actes Sud, 2020) και στα αραβικά (Al Arabi, 2023). Βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Athens Prize for Literature (Ελλάδα), Violeta Negra Occitanie (Γαλλία) και Prix du Livre Europeen (Ευρώπη). Το μυθιστόρημά του Κβάντι (Ίκαρος, 2020) εκδόθηκε στα γαλλικά (Actes Sud, 2023). Το μυθιστόρημά του Σχέδια του χάους (Ίκαρος, 2022) θα κυκλοφορήσει στα γαλλικά από τον Actes Sud το 2025 και έχει υπογραφεί Option για την τηλεοπτική του μεταφορά.