
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Οι Αμερικανοί αγαπούν τα ζώα: τα αγαπούν ζωντανά (στις ΗΠΑ υπάρχουν 46 εκατομμύρια σκυλιά, 38 εκατομμύρια γάτες, 170 εκατομμύρια χρυσόψαρα), τα αγαπούν και νεκρά, εδώδιμα – κάθε χρόνο καταναλώνουν (τρώνε!) 35 δισεκατομμύρια μοσχάρια, 115 εκατομμύρια
γουρούνια και 9 δισεκατομμύρια πουλερικά. Το βιβλίο του Τζόναθαν Σέιφραν Φόερ «Τρώγοντας ζώα» (εκδ. Μελάνι) είναι μια προσωπική έρευνα, ένα δοκίμιο στο ύφος του Μονταίν, γύρω από το κρέας και την κρεοφαγία. Πώς έχει επιβιώσει αυτή τη συνήθεια, αυτός ο πολιτισμός της βρώσης; Τι μας ωθεί να κατασπαράζουμε ζώα; Γιατί μερικά θεωρούνται πιο βρώσιμα από άλλα; Γιατί, αίφνης, δεν σφάζουμε και δεν ξεκοκαλίζουμε έναν παπαγάλο ή ένα άλογο; Τα ερωτήματα που προκύπτουν από το βιβλίο είναι περισσότερα από εκείνα που θέτει και απαντά ο συγγραφέας· αυτή είναι άλλωστε η πρόθεσή του.
Το σπουδαιότερο κριτήριο για το δικαίωμα στη ζωή δεν είναι η εξυπνάδα, ούτε η λογική, ούτε η κρίση. Ένα νεογέννητο έχει λιγότερη κρίση από ένα γουρούνι αλλά δεν έχουμε δικαίωμα ούτε να το φάμε, ούτε να το χρησιμοποιήσουμε σε πειράματα για να δοκιμάσουμε, π.χ. ένα φάρμακο ή ένα σαμπουάν. Το κριτήριο που συνεπάγεται τον σεβασμό για τα ζωντανά πλάσματα είναι η ικανότητά τους να χαίρονται και να υποφέρουν. Το 1789, ο ωφελιμιστής φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ έγραφε: «Θα έρθει μια μέρα που θα παραχωρήσουμε και στα άλλα πλάσματα τα δικαιώματα που τους αφαιρέσαμε επιβάλλοντας την τυραννία μας. Οι Γάλλοι ανακάλυψαν προσφάτως ότι το σκούρο δέρμα δεν είναι λόγος για να εγκαταλείπεται το ανθρώπινο ον στις διαθέσεις ενός δημίου. Μια μέρα θα καταλάβουμε ότι ο αριθμός των ποδιών, η τριχοφυΐα του δέρματος ή ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώνεται το ιερό οστό δεν είναι επαρκείς λόγοι για να εγκαταλείπουμε τα όντα στη μοίρα τους. Ποιο άλλο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να αποτελέσει αδιαπέραστη διαχωριστική γραμμή; Η δυνατότητα να σκέφτεται κανείς και να συνδιαλέγεται με τους άλλους; Ένα άλογο ή ένα ενήλικο σκυλί είναι ζώα πιο λογικά και επικοινωνιακά από τα βρέφη. Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν, τι θα άλλαζε; Το ερώτημα δεν είναι: Μπορούν τα ζώα να κάνουν λογικές σκέψεις; Ούτε: Μπορούν να μιλούν; Αλλά: Μπορούν να υποφέρουν;»
Παρά τον εύλογο χαρακτήρα αυτού του ισχυρισμού, η ημέρα αυτή που περίμενε ο Μπένθαμ δεν ήρθε. Κι όμως το ερώτημα αν ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να τρώει «άλλα ζώα» φαίνεται σήμερα αναχρονιστικό: οι απολαύσεις του ουρανίσκου δεν αντισταθμίζουν τον ανείπωτο βασανισμό των ζώων που δίνουν το σώμα και τη ζωή τους γι’ αυτές τις απολαύσεις. Δεν μιλάμε εδώ για ακραίες ιδεολογίες που εξισώνουν τον άνθρωπο με τα ζώα ή για υποστηρικτές των ζώων που αγωνίζονται όχι μόνον εναντίον της εντατικής εκτροφής, της εκτροφής για γούνα και της ζωοτομίας, αλλά και εναντίον κάθε άλλης χρήσης τους. Πράγματι εμφανίζονται φιλόζωες ομάδες που επιμένουν ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να τρώνε ούτε γάλα και τυρί και δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τα ζώα ούτε για πειράματα. Πράγματι όσοι απαιτούν για λογαριασμό των ζώων μια ελεύθερη ζωή με αρμονική ανάπτυξη είναι επιρρεπείς σε “πολιτικώς ορθές” ακρότητες. Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθεί κανείς τις ακρότητες, αλλά να βρει και να υιοθετήσει μια ηθική στάση απέναντι στη φύση.
Αν δεν είναι η λογική, η κρίση, ούτε καν το να ανήκεις στο είδος Homo sapiens που αποτελεί το ηθικό σύνορο, αλλά η δυνατότητα να υποφέρεις πού τοποθετείται τελικά αυτό το σύνορο; Τα γουρούνια και οι κότες μπορούν να υποφέρουν, όλοι συμφωνούμε σ’ αυτό. Τα γουρούνια κραυγάζουν όταν τα βασανίζουν και όταν τα οδηγούν στα σφαγεία· το ίδιο και τα κοτόπουλα. Αλλά τι συμβαίνει με τα ψάρια για παράδειγμα; Υποφέρουν τα ψάρια; Οι μελέτες μάς δείχνουν ότι υποφέρουν και τα ψάρια χωρίς όμως να μπορούν να εκφράσουν τον πόνο τους. Τα οστρακοειδή, τα μύδια λόγου χάρη, υποφέρουν; Ξέρουμε πολύ λίγα γι’ αυτό· δεν μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη. Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε με ακρίβεια αν υποφέρουν ακόμα και τα φυτά. Τα λαχανικά πονάνε όταν τα κόβουμε; Η συλλογιστική αυτή μπορεί να φτάσει σε όλο και πιο τρελές διαπιστώσεις και απαγορεύσεις.
Η δυνατότητα να πονάει κανείς δεν συνιστά σαφές όριο. Και το κριτήριο είναι προβληματικό στο μέτρο που οι καταστάσεις της συνείδησης των ζώων δεν μας είναι άμεσα προσιτές. Πώς νιώθει π.χ. μια νυχτερίδα; Το μοναδικό πράγμα που φαίνεται οριακά εφικτό είναι να φανταστούμε πώς θα νιώθαμε αν είχαμε ραντάρ και πετούσαμε τη νύχτα αναζητώντας έντομα. Αλλά ποιος θα μπορούσε να πει ποιες είναι οι αναλογίες με όσα αισθάνεται η νυχτερίδα; Κανείς. Η συνείδηση συνδέεται με μια υποκειμενική εμπειρία, είναι απροσπέλαστη στους άλλους.
Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι αδύνατο να ξέρουμε με ακρίβεια τι συμβαίνει στο κεφάλι των ζώων, είναι άλλο τόσο αδύνατο να αντικρούσουμε τη θέση που μας προτρέπει να τα σεβόμαστε. Πράγματι, η άγνοιά μας για την εσωτερική ζωή όντων που είναι διαφορετικά από μας δεν μας δίνει το δικαίωμα να τα βασανίζουμε. Κανένα δικαστήριο δεν επιτρέπει τα μαρτύρια ή τον φόνο με τη δικαιολογία ότι οι υπεύθυνοι αγνοούσαν τι αισθανόταν το θύμα εκείνη τη στιγμή. Υποθέτουμε ότι οι άλλοι διαθέτουν μια περίπλοκη κατάσταση συνείδησης κι αυτό αρκεί για να τους σεβόμαστε. Για τα ζώα, αντιθέτως, πολλοί επιστήμονες έχουν την τάση να αναλύουν την ψυχή τους με βιολογικό τρόπο. Αυτά όμως τα πρότυπα, τα φτιαγμένα από ερεθίσματα και αντιδράσεις, είναι προβληματικά. Άραγε οι πονηρές κινήσεις ενός χάμστερ είναι προϊόν του ενστίκτου του ή αποτελούν μέρος μιας τακτικής; Άραγε τα παιχνίδια ιεραρχίας των λιονταριών υπακούουν σε κάποια στρατηγική ή απλώς σε ένα δεδομένο της στιγμής; Ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα σ’ αυτά τα ερωτήματα; Ακόμα και στους ανθρώπους, οι επιθυμίες αντιστοιχούν σε βιολογικές ανάγκες, είτε πρόκειται για αποστροφή, πόνο ή σεξουαλική απόλαυση χωρίς να μπορούμε ωστόσο να τις εντάξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα. Για ποιο λόγο αυτό που μας εμποδίζει να εντάξουμε τις ιδιότητες της ανθρώπινης εμπειρίας σε λειτουργικούς μηχανισμούς να μην ισχύει και για τη μελέτη της εσωτερικής ζωής των ζώων; Εννοείται ότι καλό είναι να μην κάνουμε αφελείς προβολές των συναισθημάτων μας και των στόχων μας στη ζωή των ζώων: οι άνθρωποι που ζουν “συμβιωτικά” με κατοικίδια στα οποία προβάλλουν ανθρώπινες ιδιότητες διέπονται από κάποια ψυχοπαθολογία. Είναι όμως εξίσου αφελές να ξεκινάμε από το αντίθετο σημείο θεωρώντας τα ζώα λειτουργικές μηχανές. Πώς να ξέρουμε ότι τα παιχνίδια των ζώων δεν είναι τίποτ’ άλλο πέρα από αυτοματοποιημένες κινήσεις; Σίγουρα, τα σεξουαλικά παιχνίδια των πιθήκων και όλες οι σχετικές απολαύσεις μπορούν να εξηγηθούν με λειτουργικό τρόπο. Είναι όμως η φύση τους τόσο απλή και μονοσήμαντη;
Οι αρχαίοι Κινέζοι ήξεραν ότι είναι αδύνατο να μάθουμε τι αισθάνονται τα ζώα. Όμως ήξεραν μια δυνατότητα προσέγγισής τους χάρη στο σύστημα της αναλογίας. Το ακόλουθο ανέκδοτο μάς δίνει μια ιδέα. Ο δάσκαλος Τσουάνγκ-τσε περπατάει με τον φίλο του τον Χούι-τσε· περνούν μια γέφυρα στον ποταμό Χάο. Σε μια στιγμή, ο Τσουάνγκ-τσε σταματάει, κοιτάζει το νερό και λέει στον φίλο του: «Κοίτα τα ψάρια που κολυμπάνε προς όλες τις κατευθύνσεις, ελεύθερα, χαρούμενα και σε επαγρύπνηση.» «Δεν είσαι ψάρι,» απαντάει ο Χούι-τσέ, «Πώς μπορείς να ξέρεις ότι είναι χαρούμενα;» «Δεν είσαι εγώ, άρα πώς μπορείς να ξέρεις ότι δεν ξέρω ότι τα ψάρια είναι χαρούμενα;» απάντησε ο Τσουάνγκ-τσε.
Η σύγχρονη νευρολογία καταφεύγει σ’ αυτό το είδος των αναλογιών. Εξετάζει ό,τι γεννούν ορισμένες αντιδράσεις στον εγκέφαλο των σπονδυλωτών και υποθέτει ότι οι ίδιες δομές στον εγκέφαλο άλλων σπονδυλωτών θα μπορούσαν να συσχετιστούν μεσυγκρίσιμες συμβαντολογικές ιδιότητες. Οι νευρολόγοι δεν αρκούνται στην επαλήθευση των αποδεδειγμένων ή των υποτιθέμενων ομοιοτήτων. Προσπαθούν να βρουν γιατί πιστεύουμε ότι μπορούμε να πλησιάσουμε και να καταλάβουμε μερικά ζώα περισσότερο από άλλα. Όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν δελφίνια, βλέπουν ένα χαμόγελο στο «πρόσωπό» τους. Οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται επειδή πιστεύουμε ότι αντιλαμβανόμαστε τις εκφράσεις του «προσώπου» των δελφινιών. Σχεδόν όλος ο κόσμος βρίσκει τα δελφίνια αξιαγάπητα. Αντιθέτως, τα ζώα με «ξένα» πρόσωπα (π.χ. καρχαρίες) δεν ερεθίζουν τους νευρώνες-κάτοπτρα. Αυτό που δεν μπορούμε να αναγάγουμε σε κάτι γνώριμο δεν προκαλεί καμιά συμπάθεια από την πλευρά μας. Με τα σκυλιά πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε προβολές σε πολλούς τρόπους συμπεριφοράς. Μας αρέσει η χαρά τους και την εξηγούμε με ανθρώπινα κριτήρια. Αλλά κι εδώ υπάρχουν όρια. Για παράδειγμα, δεν ξέρουμε, μας λέει ο Τζάκομο Ριτσολάτι, «τη σημασία των γαβγισμάτων και δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε. Τα γαβγίσματα δεν αποτελούν μέρος του δικού μας ρεπερτορίου. Σίγουρα μπορούμε να μιμηθούμε το γάβγισμα –μάλιστα μερικοί το πετυχαίνουν θαυμάσια- αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι!»
Παρά την τεράστια πρόοδο της νευρολογίας, η εσωτερική ζωή των ζώων παραμένει μια γκρίζα ζώνη. Το να βάζουμε λοιπόν νομικά ή φιλοσοφικά όρια είναι προβληματικό καθώς και το να μιλάμε γι’ αυτή τη ζωή με καθημερινούς όρους. Κανένα ζώο δεν μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμά του να μην το κακομεταχειρίζονται. Από νομική άποψη, ο χιμπαντζής και η ψείρα βρίσκονται πιο κοντά μεταξύ τους από όσο ο άνθρωπος με τον χιμπαντζή. Οι άνθρωποι, στις περισσότερες χώρες, προστατεύονται από το Σύνταγμα και τον αστικό και ποινικό κώδικα. Τα ζώα δεν διαθέτουν παρά τον νόμο για την προστασία των ζώων, οδηγίες που θέτουν τον χιμπαντζή στο ίδιο επίπεδο με τον τυφλοπόντικα. Μια ηθική που παίρνει επαρκώς υπόψη τα βιολογικά δεδομένα δεν μπορεί παρά να θεωρήσει όλα τούτα πάρα πολύ αμφίβολα.
Το να ξέρουμε τι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε με τα ζώα και τι όχι προκύπτει όχι μόνον από τη λογική σκέψη αλλά από το ένστικτο. Το φυσικό ένστικτο του ανθρώπου τού υπαγορεύει να προτιμά τη ζωή των ανθρώπων από εκείνη των ζώων. Τα συναισθήματά μας μοιάζουν με τους ομόκεντροιυς κύκλους που κάνει μια πέτρα όταν τη ρίξουμε στο νερό. Ο πιο κοντινός κύκλος αντιστοιχεί στους γονείς μας, τα αδέρφια μας, τα παιδιά μας και τους καλύτερους φίλους μας. Ο επόμενος αντιστοιχεί στα πρόσωπα που γνωρίζουμε, ίσως και στο αγαπημένο μας κατοικίδιο. Ύστερα έρχονται οι άλλοι. Και στον εξωτερικό κύκλο, βρίσκουμε τις πέστροφες και τα κοτόπουλα... Αυτοί οι κύκλοι δεν μπορούν να επεκταθούν μέχρι το άπειρο· υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν δίνουμε δεκάρα. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν τόσα εδώδιμα ζώα έξω από τον τελευταίο κύκλο δεν αντιτοιχεί σε νόμο της φύσης· αποτελεί απλώς μια συνέπεια, προς το παρόν τουλάχιστον, καταπίεσης και νοθείας.
Αν ενσωματώσουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή, διαμορφώνεται ως εξής: επιτρέπεται να τρώμε ζώα που δεν μπορούμε να τα σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια; Στο σημερινό στάδιο του δυτικού πολιτισμού τα συναισθήματά μας κάνουν πολύ δύσκολο στους περισσότερους από μας να σκοτώσουμε γουρούνι ή βόδι – ακόμα κι αν ξέρουμε πώς να το κάνουμε (δεν είναι εύκολο…). Για τα ψάρια, αντιθέτως, είναι πολύ ευκολότερο για τους περισσότερους από μας να τα σκοτώσουμε. Και πολύ λίγοι πιστεύουν οτι είναι απαράδεκτο να «σκοτώνει» κανείς αβγά. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι σε περασμένες εποχές οι άνθρωποι είχαν μεγαλύτερη ευκολία να σκοτώνουν ζώα· σήμερα, οι λεγόμενοι πρωτόγονοι λαοί δεν βρίσκουν κανένα πρόβλημα σ’ αυτό. Αλλά η ηθική είναι πάντα ένα ζήτημα πολιτιστικής ευαισθητοποίησης. Εξαρτάται λιγότερο από έναν αφηρημένο ορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και περισσότερο από το επίπεδο ευαισθησίας και ωριμότητας μιας κοινωνίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι το σημερινό επίπεδο ευαισθησίας στη δυτική Ευρώπη αντιπροσωπεύει προσωρινά μια κορύφωση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη σήμερα την «απάτη» της βιομηχανίας του κρέατος που, μεταμορφώνοντας το ζώο σε ψητό ή ζαμπόν, δεν θυμίζει το ζωντανό πλάσμα. Για παράδειγμα, έγινα χορτοφάγος το 1980, όταν, στην εστία του πανεπιστημίου, είδα στο πιάτο μου μια ολόκληρη μοσχαρίσια γλώσσα! Για πολύ καιρό έτρωγα κρέας “τροποποιημένο”: κεφτεδάκια, σνίτσελ και τέτοια· είχα ήδη αηδιάσει με τις αιματηρές μπριζόλες των Γάλλων και τον ωμό κιμά με το εξωτικό όνομα steak tartare… Αλλά όταν είδα τη γλώσσα, έπρεπε κάπως να αντιδράσω.
Η διαίσθησή μας παραπλανάται από αυτή την “τροποποίηση” που μας καθησυχάζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην κοινωνία μας δεν φοβούνται και δεν αηδιάζουν τρώγοντας κρέας επειδή δεν είναι υποχρεωμένοι να δουν τις ταλαιπωρίες του ζώου, παρότι τις γνωρίζουν λίγο-πολύ. Ήδη, η λογοτεχνία –εκτός από τη δημοσιογραφία- έχουν φροντίσει γι’ αυτό: για παράδειγμα, στο “Τι ωραίο πλιάτσικο!” ο Τζόναθαν Κόου περιέγραφε τις συνθήκες εκτροφής πουλερικών κάνοντας μια παρακινδυνευμένη αναλογία ορνθοτροφείου-βρετανικής κοινωνίας επί Μάργκαρετ Θάτσερ.
Οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται όταν ακούμε τις κραυγές ενός μοσχαριού στο σφαγείο αλλά παραμένουν απαθείς στη θέα μιας κατσαρόλας με κοκκινιστό. Έτσι, η απάντηση στο ερώτημα σε ποιο βαθμό οι γνωστικές σκέψεις μπορούν να μας κάνουν φυτοφάγους παραμένει πολύ προσωπική. Αν σκεφτούμε λογικά είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι τα επιχειρήματα κατά της κρεοφαγίας είναι καλύτερα από τα υπέρ αυτής – είτε πρόκειται για ωφελιμιστικά επιχειρήματα (π.χ. σχετικά με την υγεία) είτε για έκκληση στην ηθική διαίσθηση. Για το αν θα παραιτηθούμε ολοκληρωτικά από τις μπριζόλες, τα χάμπουργκερ και τα ψητά κοτόπουλα, ή αν απλώς θα τα τρώμε σπανιότερα εξαρτάται από την ευαισθησία μας, από την ικανότητά μας να ευαισθητοποιηθούμε σ’ αυτό το πρόβλημα. Με άλλα λόγια: πρέπει να ξέρουμε αν η αυτοεκτίμησή μας εξαρτάται από τη συμπεριφορά μας πάνω σ’ αυτό ή αν δεν εξαρτάται.
Όπως σωστά γράφει ο Φόερ, ολόκληρη η οικονομία μας στηρίζεται στα ζώα· η ολοκληρωτική παραίτηση από αυτή την κολοσσιαία βιομηχανία και το εμπόριο φαίνεται ανέφικτη. Είναι όμως εφικτή η επιβολή κάποιας δεοντολογίας, η εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης που θα αποβεί υπέρ τόσο των ζώων όσο και των ανθρώπων.
Τζόναθαν Σάφραν Φόερ
Μτφρ: Στέλλα Κάσδαγλη
Μελάνι 2010
Σελ. 363, τιμή € 22,21