Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο του Pierre-André Taguieff «Θεωρίες συνωμοσίας» (μτφρ. Αναστασία Καραστάθη, εκδ. Πόλις).
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο Pierre-André Taguieff είναι από εκείνους τους ιστορικούς που έχουν αναλάβει τη mission impossible να εκθέσoυν και να αναλύσουν τον λαϊκό ανορθολογισμό: τη συνωμοσιολογική σκέψη και τον λαϊκισμό που την τροφοδοτεί. Σε μια σειρά μελετών για τα επιλεγόμενα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», για την παραδοσιακή και σύγχρονη εβραιοφοβία, τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό/αντιρατσισμό –δυο συγκοινωνούντα συστήματα προκαταλήψεων– ο Taguieff περιγράφει την ιστορία και τις μορφές της συλλογικής και ατομικής υποψίας, καθώς και το πώς επηρεάζει τη θέση μας μέσα στον κόσμο.[1]
Οι παράγοντες που οδηγούν τα άτομα και τις ομάδες στη συνωμοσιολογία –σε οράματα «συνωμοσιοκρατίας»– εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας. Μια μελέτη που δημοσίευσαν το 2011 η Karen Douglas και ο Robbie Sutton (από το πανεπιστήμιο του Kent) κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται περισσότερο πιστευτές από άτομα που έχουν ροπή προς τη μηχανορραφία, τα μυστικά, τα πισώπλατα μαχαιρώματα:[2] τέτοια άτομα –και ομάδες (κυρίως της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς) – προβάλλουν στους άλλους τις δικές τους συνωμοτικές επιθυμίες. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος σκέφτεται «με επιβουλεύονται, συνωμοτούν εναντίον μου», υποδηλώνει συνήθως ότι «εγώ στη θέση τους αυτό θα έκανα». Ο μηχανισμός της προβολής επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί η συμπεριφορά που συχνά χαρακτηρίζουμε «μακιαβελική» (η αήθης χρησιμοποίηση των άλλων για προσωπικό όφελος), καθώς η απουσία ηθικής (η άρνηση αλτρουιστικών πράξεων), αποτελούν συμπληρωματικούς παράγοντες για να υιοθετήσει κανείς τις θεωρίες συνωμοσίας. Παρατηρούμε λοιπόν σ’ αυτά τα άτομα και ομάδες, «παρανοειδή» καχυποψία μαζί με διάβρωση των δεσμών εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας – και επειδή, υπό κανονικές συνθήκες, οι δεσμοί αυτοί εξασφαλίζουν υγιείς κοινωνικές σχέσεις (στην οικογένεια, στα πολιτικά κόμματα, στην «πολιτεία») η διάβρωσή τους υπονομεύει, όπως είναι φυσικό, τα εν λόγω συστήματα.
Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία γύρω από τις φανταστικές ή πραγματικές συνωμοσίες, καθώς και γύρω από την παρανοειδή συμπεριφορά και τις συνωμοσιολογικές ερμηνείες ή «υπερερμηνείες». Για παράδειγμα, στο δοκίμιο «Pourquoi les intellectuels n’aiment pas le libéralisme»[3] ο Raymond Boudon, τον οποίον παραθέτει ο Taguieff, αναλύει όσες διαδίδονται μέσω της μαρξιστικής κοινωνικής κριτικής, εξηγώντας γιατί οι «επικριτές του συστήματος» και οι «ριζοσπάστες» αποδίδουν τελικά την ανθρώπινη δυστυχία σε μια «συνωμοσία ισχυρών», στην «αόρατη εξουσία της άρχουσας τάξης» ή σε μια μυστηριώδη παγκόσμια κυβέρνηση» (ο Pierre Bourdieu είναι ένας εξ αυτών)[4]. Πρόκειται για μια υπεραπλουστευτική αλλά χρήσιμη ιδέα που απαντά σε μια κοινωνική απαίτηση: ο «λαός» χρειάζεται ενόχους, τα αποτυχημένα κράτη χρειάζονται ενόχους, τα επιθετικά θύματα επίσης.[5] Η μαρξιστική κριτική της «αστικής κοινωνίας» χρησιμεύει ως μοντέλο, συχνά βεβιασμένο, μιας «κριτικής κοινωνιολογίας» της άκρας αριστεράς ή μάλλον μιας αγωνιστικής στάσης των διανοουμένων που, σύμφωνα με τον Taguieff, μεταμφιέζεται σε «κοινωνιολογία» με σκοπό πανεπιστημιακές και γραφειοκρατικές θέσεις: ο ακαδημαϊκός χώρος βρίθει από τέτοιους διανοούμενους[6]. Aυτές οι ψευδο-έρευνες νομιμοποιούν προϋπάρχουσες αντιλήψεις που εμπνέονται από πολιτικο-συνδικαλιστικές κομμουνιστικές ή αριστερίστικες ιδεολογίες: η «εμπειρική εργασία» που προκύπτει επιβεβαιώνει μια παγιωμένη ιδέα, ένα δόγμα. Η κοινωνιολογία του «ξεμασκαρέματος» που θεσμοποίησε ο Pierre Bourdieu στη Γαλλία αποτελεί διασκευή του μαρξιστικού «ξεμπροστιάσματος», μιας κριτικής δραστηριότητας που υποτίθεται ότι καθιστά ορατά τα ταξικά συμφέροντα και τις ταξικές θέσεις, καθώς τον κοινωνικοοικονομικό ντετερμινισμό: έτσι, κατηγορούνται οι υπαίτιοι της «κοινωνικής αδικίας» και δικαιολογούνται όλα τα μέσα αντίδρασης εναντίον τους.
Ο Pierre-André Taguieff, αναλύοντας τη συνωμοσιολογική σκέψη, ασκεί κριτική στην κοινωνική οπτική που, επιδιώκοντας τον εξορθολογισμό όλων των γεγονότων και αποκλείοντας τον τυχαίο παράγοντα, καταφεύγει τελικά σε ανορθολογικές ερμηνείες: άλλοτε αυτές οι ερμηνείες είναι σχετικά αληθοφανείς, άλλοτε είναι εντελώς φαντασμαγορικές. Ωστόσο, οι συνωμοσιολόγοι όλων των ποικιλιών συμφωνούν ότι τα άτομα, οι πολίτες, «οι απλοί άνθρωποι» καθορίζονται, ως προς τις αποφάσεις και τις πράξεις τους, από μυστικές δυνάμεις. Όσο για την «κριτική κοινωνιολογία», θεωρεί τους κοινωνικούς παίκτες φορείς ψευδαισθήσεων τις οποίες αναλαμβάνει να ξεσκεπάσει και να διαλύσει. Έτσι, θα αναδειχθεί η κοινωνική πραγματικότητα που είναι ξένη από τις αναπαραστάσεις των κοινωνικών παικτών, των «απλών ανθρώπων».
Το μοντέλο αυτής της κριτικής δραστηριότητας είναι ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιεί η μαρξιστική κριτική για να εκθέσει τη θρησκευτική αυταπάτη: ο κοινωνιολόγος απλώς αντικαθιστά τη θρησκευτική αυταπάτη από την ιδεολογική η οποία διέπει τους κοινωνικούς παίκτες χωρίς να το συνειδητοποιούν. Η κοινωνιολογική κριτική συγχέεται με την αγωνιστική καταγγελία: ανακάλυψη αιτίων, κατάδειξη ενόχων, ηθικολογικό ύφος.[7] Οι θεωρίες συνωμοσίας φαίνονται οικείες και συγγενικές με την κριτική κοινωνιολογία επειδή είναι προϊόντα του ίδιου εργοστασίου σκέψης.
Τίθεται ένα πρόβλημα λογικής το οποίο ορίζει τη γενική κοσμοθεωρία: έχουν άραγε οι κοινωνικές δομές τόσο μεγάλη ισχύ διαμόρφωσης του ατόμου ώστε το άτομο να θεωρείται απλό παιχνίδι αυτών των δομών; Προηγούνται οι δομές των ατόμων και τα ερμηνεύουν; Είμαστε δείγματα παθητικού homo sociologicus τα οποία υπερβαίνουν οι κοινωνικές αιτίες; Με απλά λόγια, είμαστε έρμαια ανώτερων, ανεξέλεγκτων δυνάμεων που απεργάζονται συνωμοσίες εις βάρος μας;
Υπάρχουν και πραγματικές συνωμοσίες
Η απόρριψη της συνωμοσιολογίας ή της «θεωρίας συνωμοσίας» δεν σημαίνει άρνηση της ύπαρξης των συνωμοσιών, αλλά απόρριψη του συνωμοσιολογικού τρόπου σκέψης. Οι πολιτικές συνωμοσίες που προετοιμάζουν πραξικοπήματα ή, γενικότερα, έκνομες δραστηριότητες είναι συνωμοτικές μορφές πολιτικής με δρώντες είτε κυβερνήσεις, είτε τρομοκρατικές, παρακρατικές ομάδες: κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την απλή αλήθεια.
Συχνά υπάρχει κάποια αλήθεια όχι ακριβώς στις λεγόμενες «θεωρίες συνωμοσίας» αλλά στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα: η Συνωμοσία της Πυρίτιδας ήταν αληθινή, η Συνωμοσία του Κατιλίνα ήταν αληθινή. Η απόρριψη της συνωμοσιολογίας ή της «θεωρίας συνωμοσίας» δεν σημαίνει άρνηση της ύπαρξης των συνωμοσιών, αλλά απόρριψη του συνωμοσιολογικού τρόπου σκέψης. Οι πολιτικές συνωμοσίες που προετοιμάζουν πραξικοπήματα ή, γενικότερα, έκνομες δραστηριότητες είναι συνωμοτικές μορφές πολιτικής με δρώντες είτε κυβερνήσεις, είτε τρομοκρατικές, παρακρατικές ομάδες: κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την απλή αλήθεια. Ολόκληρη η ιστορία της τρομοκρατίας βασίζεται σε διαδοχικές συνωμοσίες· τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλον τον κόσμο προβάλλουν ως χαρακτηριστικό τους τη «συνωμοτικότητα». Από την άλλη πλευρά, τα κράτη αμύνονται έναντι των οργανωμένων συνωμοσιών μέσω των μυστικών τους υπηρεσιών, οι οποίες, αν και νόμιμες, ασχολούνται, εξ ορισμού, με μηχανορραφίες και ποικίλες χειραγωγήσεις στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Πράγματι, πολλοί «συντηρητικοί» κρατούν απορριπτική στάση έναντι της συνωμοσιολογίας ώστε να αμαυρώσουν κάθε κοινωνική κριτική. Όσο για τους αντιεξουσιαστές, κομμουνιστές και «επαναστάτες», αναδεικνύουν τη συνωμοσιολογία ως πρωτεύοντα τρόπο αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, ως νοοτροπία. Ο Νoam Chomsky, κατ’ εξοχήν συνωμοσιολόγος, υποστηρίζει ότι «η ‘θεωρία συνωμοσίας’ έχει γίνει το διανοητικό αντίστοιχο μιας βρισιάς. Αυτό μας λένε όταν δεν θέλουν να σκεφτόμαστε όσα συμβαίνουν πραγματικά.» Συνωμοσιολογική είναι και η κριτική που ασκεί στα ΜΜΕ[8]: «Ό,τι αποκαλούμε ‘θεωρία συνωμοσίας’ αποτελεί μέρος της προσπάθειας να μας εμποδίσουν να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος».[9] Η «προσπάθεια» που καταγγέλλει ο Chomsky μοιάζει με την ενορχηστρωμένη δράση κακόβουλων πνευμάτων που αποτρέπουν τη δημοσιοποίηση δυσάρεστων αληθειών ή καταργούν το δικαίωμα πληροφόρησης που έχουν οι πολίτες ώστε να «σκέφτονται». Ο Chomsky θεωρεί δεδομένη μια τέτοια χειραγώγηση από υποχθόνιες δυνάμεις, υποτιμώντας, νομίζω, τη δυνατότητα των ανθρώπων να «σκέφτονται». Και καταγγέλλει τη δόλια συνωμοσία με συνωμοσιολογικό τρόπο από την πλευρά του: αυτή η δυαδική, μανιχαϊστική κοσμοαντίληψη συνοψίζεται στο εσπεροφοβικό σενάριο οι κακοί και / οι ισχυροί (Δύση, ΗΠΑ, Ισραήλ) εναντίον των καλών ή / και αδυνάτων (το υπόλοιπο του κόσμου, «οι λαοί», ο Τρίτος Κόσμος). Ή ακόμα: οι επιτιθέμενοι εκ φύσεως (πλούσιοι, εκμεταλλευτές, ιμπεριαλιστές) εναντίον των εκ φύσεως θυμάτων (οι φτωχοί, εκμεταλλευόμενοι και υπόδουλοι). Με αυτό το σενάριο καταφέρεται εναντίον της παγκόσμιας τάξης, την οποία υπεραπλουστεύει σε παραλλαγές συνωμοσιολογίας καταγγέλλοντας τα «συστήματα εξουσίας» και τις στρατηγικές χειραγώγησης, την «εξουσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος», τη «συγκεντροποιημένη παγκόσμια δύναμη» («με κέντρο τις ΗΠΑ») και τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ισχυροί με τη μεγαλύτερη μυστικότητα, προκειμένου να επιβάλουν την «κοινωνικο-οικονομική τους εξουσία.[10] Αυτό το συνωμοσιολογικό σχήμα είναι θεμελιώδες ανάμεσα στα κοινά γνωρίσματα των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος.
Το πρόσφατο κύμα της αντικαπιταλιστικής δαιμονολογίας (μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και, σε δεύτερη φάση, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση) οφείλει πολλά στους πνευματικούς οδηγούς του θεωρητικού αριστερισμού από τον Chomsky μέχρι τον Jean Ziegler και τον Pierre Bourdieu που έχουν επεξεργαστεί τη θεωρητικοποίηση των συμωσιολογικών πολιτικών παθών.[11] Οι αληθινά ισχυροί είναι «αόρατοι» και οι «απλοί πολίτες» δεν μπορούν να αντισταθούν εύκολα εκτός αν ένας καλός επαγγελματίας της «κριτικής κοινωνιολογίας», τους δείξει τον δρόμο. Μια από τις έμμονες ιδέες των συνωμοσιολόγων είναι το κλειδί που χρησιμοποιούν για να ανοίξουν όλες τις πόρτες και να ερμηνεύσουν όλα τα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής: ποιος ελέγχει ποιον, τι και πώς; Ποιος είναι ο ελεγχόμενος, τουτέστιν ποιος έχει χάσει τη δυνατότητα να ελέγχει τη δική του ζωή; Απαντούν ότι το εμπόδιο στην αυτοεκπλήρωσή μας είναι η «μειοψηφία των εχόντων» που κατέχουν τα «κέντρα των αποφάσεων» και τα χρησιμοποιούν για να επιβάλουν ή για να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικο-οικονομικής τάξης. Υπάρχει μόνο μια «ανατρεπτική» προτροπή: «Αποκτήστε τον έλεγχο της ζωής σας» με κάθε τρόπο.[12] Για τον radical διανοούμενο, οι «πλούσιοι» αντιλαμβάνονται ως απειλή «την προοπτική ότι οι φτωχοί και μη προνομιούχοι» θα πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Αυτός είναι ο λόγος που τα «ισχυρά πολεμικά κράτη», και προπάντων το ισχυρότερο –οι ΗΠΑ– έχουν εφεύρει τα «κράτη-παρίες», τα «κακοποιά κράτη» (rogue states): ένα κακοποιό κράτος, λέει ο Chomsky, «είναι κράτος που αψηφά τις εντολές των ισχυρών[13] : αναρωτιέμαι αν η Λιβύη, η Αλγερία, η Συρία, το Ιράν συγκαταλέγονται σε αυτά τα γενναία και αξιέπαινα κράτη. Το Κακό ενσαρκώνουν λοιπόν οι «πλούσιοι», οι «ισχυροί», οι «κυρίαρχοι» -μια πρωτοχριστιανική ιδέα- ενώ οι λαοί, ως ενάρετα θύματα, επιβαρύνονται την «αντίσταση». Όσο για το Καλό, υπό την πολιτική έννοια, ορίζεται ως μια πρακτική άμεσης δημοκρατίας, εφόσον η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εκλαμβάνεται ως περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωτική, επιρρεπής σε συνωμοσίες των ελίτ, των «ηγετικών κύκλων», των «πολυεθνικών» - ως ένα σύστημα εγγενώς ανάπηρο και εγγενώς διεφθαρμένο.
Η συνωμοσιολογία εμφανίζει μια σειρά από παράδοξα: η μόνιμη αμφιβολία («τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται», «ό,τι συμβαίνει είναι αποτέλεσμα κρυφών προθέσεων και επιθυμιών») συνοδεύεται από χονδροειδείς βεβαιότητες· οι εχθροί παρουσιάζονται ως πανίσχυροι, συχνά ως υπεράνθρωποι· η ηθική αγανάκτηση που προκαλούν τα «ερωτηματικά» και οι «ερμηνείες» συνοδεύονται από τον καθαγιασμό των μέσων αντίστασης, δηλαδή από μια έκλειψη της ηθικής η οποία υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τους υπαίτιους των δεινών μας, αλλά όχι εμάς τους ίδιους.
* Η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ είναι ιστορικός και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ PIERRE-ANDRE TAGUIEFF