Για το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη). Φωτογραφία: Ο καπετάν Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου) με τον Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) © Φωτογραφικό Αρχείο ΑΣΚΙ.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Εφτά δεκαετίες έπειτα από τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, τι είναι αυτό που τον κάνει την προσφιλέστερη ιστορική περίοδο για τους σύγχρονους συγγραφείς; Κι αν σκεφτούμε ότι οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν, εκόντες ή άκοντες, έχουν πλέον αποβιώσει, ποια μεταμνήμη ή ποια αναζήτηση επιστρέφει σ’ αυτά τα δύσκολα αδελφοκτόνα χρόνια ή στον τριακονταετή πόλεμο, κατά την έκφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά, που ακολούθησε;
Μια πρώτη εξήγηση είναι ότι οι ηττημένοι στη μάχη Αριστεροί κέρδισαν τον πόλεμο στα γράμματα και μέσω των κειμένων τους αναδεικνύουν τα πάθη τους, αναζητούν τα αίτια της ήττας, στοχοποιούν τους Δεξιούς και καταδικάζουν δικαίως τους δωσίλογους, που πήραν το μέρος των Γερμανών κι έπειτα κυνήγησαν λυσσαλέα τους κομμουνιστές. Η θυματοποίηση αυτή, η αυτοθυματοποίηση μάλλον, παίρνει την πραγματικότητα των διώξεων, των εξοριών, των ερημονησιών, και τη μετουσιώνει σε λογοτεχνική γραφή, σε ένα είδος δικαίωσης που έρχεται μέσα από τις λέξεις. Σ’ αυτήν την αριστερή κυριαρχία ορθώνει το 1994 την Ορθοκωστά του ο Θανάσης Βαλτινός, δέχεται τα πυρά των αντίπαλων ιδεολογικά πνευματικών ανθρώπων, αλλά καταφέρνει να επανασυστήσει τον Εμφύλιο ως το πεδίο στυγνής εκατέρωθεν βίας και προσωπικών συγκρούσεων.
Μια δεύτερη εξήγηση εκπορεύεται από τη συνεχή διπολική σύγκρουση σε πολιτικό επίπεδο ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς κύκλους, Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ παλιότερα, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ τη δεκαετία του 2010, αλλά και την άνοδο της Χρυσής Αυγής που έκανε αυτό το δίπολο ματωμένη διελκυστίνδα. Ύστερα από μια περίοδο ύφεσης, με αποκορύφωμα το 1989, όταν η Νέα Δημοκρατία και το ΚΚΕ συγκυβέρνησαν, όταν, όπως λέχθηκε, η Μεταπολίτευση τελείωσε, έρχεται η δεκαετία του ’10 να επαναφέρει τον Διχασμό και να πολώσει επικίνδυνα την πολιτική ζωή. Σ’ αυτό το κλίμα, ο Εμφύλιος, με εκατέρωθεν συνθήματα, μνήμες και ιδεολογικές χρήσεις, ανυψώθηκε σε «πρακτικό παρελθόν», σε έναν προνομιακό χώρο ιδεολογικής σύγκρουσης.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ξεκινά από αριστερή αφετηρία, αλλά στο παρόν βιβλίο του τολμά να φωτίσει λάθη και ιδεολογικές αγκυλώσεις της κομμουνιστικής παράταξης.
Τα τελευταία χρόνια, ο αναθεωρητισμός και η αριστερή αυτοκριτική ξαναδιαβάζουν τον Εμφύλιο και μετακινούν τους κομμουνιστές από τον ρόλο του αθώου θύματος σ’ αυτόν του (συν)υπαίτιου για πολλά έκτροπα και ιστορικά λάθη, ήδη από το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου που έβαλε γερές βάσεις για να ανοιχτούν νέοι δρόμοι. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ξεκινά από αριστερή αφετηρία, αλλά στο παρόν βιβλίο του τολμά να φωτίσει λάθη και ιδεολογικές αγκυλώσεις της κομμουνιστικής παράταξης. Ξεκινώντας από την πραγματική πορεία της Ταξιαρχίας Αόπλων της Ρούμελης, που συγκροτήθηκε το 1948 στη Βράχα των Αγράφων, πορεύεται μέσα σε φιλικά και εχθρικά εδάφη και φτάνει λειψή κι αποδεκατισμένη στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στα βουνά του Γράμμου, υπό την ηγεσία του Γιώργη Βοντίτσου (ή Γούσια).
Στην ουσία, οι έξι αφηγήσεις που συν-αρθρώνουν το μυθιστόρημα ακολουθούν με σπονδυλωτό τρόπο την έξω από κάθε στρατιωτική λογική πορεία και συγκροτούν μια διπλή γραμμή. Στη θεωρία, η κομμουνιστική ιδέα, που εμφορεί όλους όσοι στρατεύτηκαν εθελοντικά στον Δημοκρατικό Στρατό, αποσκοπεί στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον «μοναρχοφασισμό», την κεφαλαιοκρατία, την εκκλησία και την αστυνομοκρατία, στην εδραίωση μιας αταξικής κοινωνίας στα πρότυπα της ΕΣΣΔ, στην υλοποίηση των μαρξιστικών ιδεών και στην αποδέσμευση από τη στυγνή πατριαρχία που ταυτίζεται με την αστική κουλτούρα. Στην πράξη, όμως, συναντώνται ανάλογες μορφές ολοκληρωτισμού: από την απέχθεια για τα ζώα ως την καταδίκη της ομοφυλοφιλίας κι από τα βασανιστήρια και τη βία προς τους εσωτερικούς εχθρούς, απέναντι στους οποίους η ηγεσία είναι καχύποπτη, μέχρι την τιμωρία ακόμα και αθώων για παραδειγματισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αρχηγός –εν προκειμένω ο Γούσιας– ενσαρκώνει κάθε αυταρχική εξουσία, που ζει με ασυμβίβαστες με το πνεύμα της ισότητας προδιαγραφές, που εκμεταλλεύεται ερωτικά τις υφιστάμενές του, που διοικεί με μια κατ’ επίφαση δημοκρατικότητα, που χρησιμοποιεί τον διδακτισμό και ποινικοποιεί κάθε παρέκκλιση, που υψώνει το «αλάθητό» του σε κανόνα…
Όλα αυτά τα αναδεικνύει ο συγγραφέας επαγωγικά, με τις φέτες ζωής που αφηγείται, με έξι μικροβιογραφίες εμπλεκομένων στα γεγονότα, που συνήθως είχαν τον ενθουσιασμό της πίστης σε ένα καλύτερο αύριο, ή άλλων που κατατάχθηκαν με το ζόρι ή από ερωτική έλξη προς μια συντρόφισσα. Ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος Σιάτρας, ο οποίος εκτελείται ως προδότης, ο Χαράλαμπος Σουρούτσης, ο οποίος υπέγραψε ομολογία μετανοίας και αποχαρακτηρίστηκε, ο Απόστολος Ουλιόπουλος, ο οποίος θέλησε να σβήσει το στίγμα του τροτσκιστή θείου του, η Σωτηρία, η οποία επιδίωξε να απαλλαγεί από τον βιαστή πατέρα της, ο Αβραάμ Πολυχρονίδης, ο οποίος ανέλαβε τη σίτιση των αμάχων, και τέλος ο Γιώργος Γεωργιάδης, βαθμοφόρος του ΔΣ, που καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία.
Όλα αυτά τα πρόσωπα αποτελούν ισάριθμους κρίκους στην αλυσίδα των προσδοκιών που στην πράξη διαψεύστηκαν, των καλών προθέσεων που συνάντησαν τον απηνή χαρακτήρα μιας κομματικής διαστρέβλωσης. Και τα έξι πρόσωπα αντιδιαστέλλονται ως αγνοί ιδεολόγοι της βάσης με τον Γούσια, που καταδικάζεται για όλα τα κακά και στραβά της εξουσίας του, της απόλυτης αρχής που επέλεξε να ασκήσει, της μονοκόμματης κομματικής γραμμής του, που αντανακλά ίσως τη ζαχαριαδική μονολιθικότητα και πιο μακροσκοπικά την επίσημη σταλινική ορθοδοξία.
Το βιβλίο ορθώνει μια γνήσια φωνή που καταφέρνει να σκιαγραφήσει παραστατικά και ζωντανά την πορεία των Αόπλων της Ρούμελης, αλλά περισσότερο να αναδείξει τη διάσταση μεταξύ της ανιδιοτελούς κομμουνιστικής θεωρίας και της αυταρχικής πράξης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είναι το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου. Τα βήματα που ακούει στον διάδρομο δεν είναι τα συνηθισμένα. Καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει. Η πόρτα του κελιού του ανοίγει. Μπαίνουν μέσα τρεις φρουροί. Σηκώνεται. Τινάζει τη στολή του, σιάζει τα ρούχα του, τεντώνει το κορμί του. Παίρνει θέση ανάμεσά τους και ακολουθεί. Ξέρει επακριβώς το τυπικό, τα ’χει όλα τα κανονισμένα στο μυαλό του.
Θα τον στήσουνε στα έξι μέτρα. Ο γραμματέας του δικαστηρίου θα ανακοινώσει την καταδικαστική απόφαση και την απόρριψη της αίτησης χάριτος. Θα του ζητήσουν έπειτα να πει τα τελευταία λόγια. Εκείνος τότε θα πει ότι τους συγχωρεί, γιατί άλλοι τους έβαλαν».