Για το μυθιστόρημα του Μανουέλ Βίλας [Manuel Vilas] «Τα φιλιά» (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Η Faye Dunaway και ο Steve McQueen από την ταινία «Υπόθεση Thomas Crown» (1968).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
O Μανουέλ Βίλας γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας και ζει μεταξύ Μαδρίτης και Αϊόβα. Το μυθιστόρημά του Ορδέσα τον έχει καθιερώσει ως ισάξιο του Χαβιέ Θέρκας και του Αντόνιο Μουνιός Μολίνα. Με αφορμή την απομόνωση και τις αντικοινωνικές εμμονές που μας κληροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού, ο Βίλας έγραψε το μυθιστόρημα Τα φιλιά, που κυκλοφορεί σε μετάφραση Νάννας Παπανικολάου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ιδεαλιστής και εμμονικά ρομαντικός, σαν άλλος Δον Κιχώτης της εποχής μας, ο πρόσφατα συνταξιοδοτηθείς καθηγητής Σαλβαδόρ συναντά την πωλήτρια τροφίμων Μονσεράτ στο σουπερμάρκετ μιας εξοχικής συνοικίας κοντά σε δάσος όπου αποσύρεται ως συνταξιούχος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο (της δικής μου γενεάς) που γαλουχήθηκε στη δικτατορία του Φράνκο χωρίς να παίρνει χαμπάρι για τις πολιτικές εξελίξεις της Ευρώπης, σπούδασε τον Όμηρο και τους κλασικούς και δίδαξε για κάμποσα χρόνια τους εφήβους τη δική του εκδοχή για τον σταδιακό εκφασισμό της Ευρώπης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σύνταξη είναι μια αποκάλυψη. Σε συνδυασμό με την καραντίνα και τον εγκλεισμό, μια θαυμάσια ευκαιρία αναθεώρησης της αντίληψής του για τον Άνθρωπο και το αξιακό του σύστημα εν γένει. Ο εξηντάχρονος συνταξιούχος στο πρόσωπο της Μονσεράτ βλέπει να ενσαρκώνεται ο έρωτας, στην πλήρη κλασική του τελειότητα, καθώς είναι γήινη, σαρκική, γοητευτικά επαναστατική και δεκαπέντε χρόνια νεότερή του.
Ο έρωτας («αλάτι, κρασί, λάδι, δεντρολίβανο και έρωτας») είναι, για τον Βίλας, ο μοναδικός τρόπος πραγμάτωσης της ανθρωπιάς, γιατί στεφανώνει την άχαρη ανθρώπινη ζωή με μιαν αχλή ποιητικότητας και με μια ευεργετική δόση ουτοπίας.
Αποκαλώντας την «Αλτισιδόρα», κάνει μιαν ανορθόδοξη ανάγνωση του «Δον Κιχώτη ντε λα Μάντσα» του Θερβάντες: γι’ αυτόν η Μονσεράτ είναι μια άλλη εκδοχή της Δουλτσινέας, μόνο που στην αντίληψή του μεταπίπτει από το ένα πρόσωπο στο άλλο, ανάλογα με το αν λειτουργεί στο επίπεδο της πραγματικότητας ή αν λειτουργεί στα πλαίσια του έρωτά τους. Ο έρωτας γι’ αυτόν είναι μια «συγχώνευση βουλήσεων», ενώ «ο κόσμος είναι μια διαδοχή φανταστικών καταστάσεων, μια ψευδαίσθηση μάγων γητευτών», είχε γράψει ο Θερβάντες και «η εποχή των ερώτων έρχεται και φεύγει, ενώ οι επιθυμίες δεν γερνούν σχεδόν ποτέ μαζί με τους ανθρώπους», λέει ο Φράνκο Μπατιάτο, στο εναρκτήριο motto του μυθιστορήματος. Ο έρωτας («αλάτι, κρασί, λάδι, δεντρολίβανο και έρωτας») είναι, για τον Βίλας, ο μοναδικός τρόπος πραγμάτωσης της ανθρωπιάς, γιατί στεφανώνει την άχαρη ανθρώπινη ζωή με μιαν αχλή ποιητικότητας και με μια ευεργετική δόση ουτοπίας.
Ο ήρωας (alter ego του συγγραφέα), εν μέσω αναγκαστικού εγκλεισμού, και εις πείσμα της αναδίπλωσης, της εσωτερικής διαδρομής αναστοχασμού, της απομόνωσης και της κομψής αναχωρητικότητας από τα εγκόσμια, ανοίγει τον δίαυλο μιας κατά πρόσωπο συνάντησης με τον έρωτα. Κατ’ εμέ, αυτό είναι γνώρισμα τόσο της συγγραφικής, όσο και της –ευρύτερα– ανθρώπινης ωρίμανσης. Είναι χαρακτηριστική η persona του συμφοιτητή και συντρόφου των νεανικών του χρόνων Ραφαέλ Πουτς, που με την ενορατική του προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας τού έχει αποκαλύψει το απόλυτο Σκότος που κρύβεται πίσω από τη μοίρα του ανθρώπου και στο οποίο οι άνθρωποι πρέπει να πασχίζουν διαρκώς να μην ενδώσουν.
O Μανουέλ Βίλας [Manuel Vilas] γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας. Είναι πολυβραβευμένος ποιητής και πεζογράφος. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα El País. Έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα και έναν μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών και δοκιμίων. Το Ορδέσα (Ίκαρος, 2020) κυκλοφόρησε το 2018 στην Ισπανία, έγινε το απόλυτο best seller, ψηφίστηκε από την El País ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και καθιέρωσε τον Vilas ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς. Το Ορδέσα έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες, ενώ το 2019 τιμήθηκε με το βραβείο Femina Étranger. Το βιβλίο του Alegría (2019) ήταν φιναλίστ για το βραβείο Planeta 2019 και μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από επτά γλώσσες. |
Το μυθιστόρημα, με αδιόρατη ειρωνεία καλών προθέσεων, επιχειρεί ένα αφηγηματικό «παίγνιο» με τις λογοτεχνικές δομές, τους χαρακτήρες και τις φάσεις της ζωής και της αντίληψης του ανθρώπου που συναρτώνται προς την ηλικία, με σαφείς αναφορές σε μια βαθιά αναγνωστική πείρα. Είναι ένας ύμνος προς την ποιητικότητα της φύσης και προς την καθημερινή, φυσική ζωή: εδώ εντάσσεται και η «φυσικότητα» του όψιμου συναισθήματός του, η απαρέσκεια που τρέφει προς το γήρας και η αιώνια διάσταση που οι περιστάσεις προσδίδουν στην ερωτική του ολοκλήρωση.
Ο συγγραφέας των Φιλιών δεν παραλείπει να σαρκάσει τη θεοποίηση της τεχνολογίας στις μέρες μας, παραλληλίζοντάς την προς τη μεσιανική υποταγή των μαζών άλλων εποχών στη θρησκεία. Η μάσκα και η απαγόρευση των σωματικών επαφών (και, κυρίως, των φιλιών), αντιμετωπίζεται στο βιβλίο ως το έσχατο σημείο ευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης.
Το πρώτο που σκέφτηκα διαβάζοντάς το ήταν τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λώρενς. Επίσης, σκέφτηκα ότι ο Βίλας επιτελεί μιαν αναβίωση της μοναχικής έμπνευσης του Ουίτμαν, που κλεισμένος σε μια καλύβα του δάσους ύμνησε τα δέντρα, τη φύση και το νέο κοινοτικό πνεύμα της Αμερικής, ή του Πεσόα, που μέσω του ετερωνύμου του Άλβαρο ντε Κάμπος σάρκασε την καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη.
Η χρήση ετερωνύμων είναι ένας από τους κώδικες που έχουν αγαπηθεί πολύ στη λογοτεχνία της ιβηρικής χερσονήσου (βλ. και πάλι την περίπτωση του Πεσόα, αλλά και τα ονόματα κλασικών συνθετών που επιστρατεύει ο ίδιος ο Βίλας στην Ορδέσα για να κοσμήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα), επιτρέποντας στην ευρύτερη ζώνη της φαντασίας να εισβάλει στη ζωή των λογοτεχνικών ηρώων και εξασφαλίζοντας μια «ζώνη ασφαλείας» για το εξιδανικευμένο συναίσθημα. Ο συγγραφέας εξακολουθεί να στηλιτεύει τη ματαιοδοξία και την απανθρωποποίηση των συγκαιρινών του, αποκαλώντας τους πολιτικούς ηγέτες «νάρκισσους» και θέτοντας στο στόχαστρο τον βασιλιά της Ισπανίας. Έτσι στήνει ένα βήμα διακωμώδησης της σύγχρονης Ισπανίας συνεχίζοντας τη γραμμή του Θερβάντες και του επίγονού του Μπουνιουέλ, ενώ επαναλαμβάνει το γνωστό μοτίβο του ανάμειξης της δημόσιας σφαίρας με την ιδιωτική.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Τους φτωχούς τους τρέφει μόνον η επιθυμία του έρωτα, του σεξ και τα χάδια. Στους πλούσιους αρέσουν οι χρηματιστηριακοί δείκτες, τα μεγάλα γραφεία στους ουρανοξύστες, οι διεθνείς τράπεζες, η βιομηχανία, τα ιδιωτικά τζετ, οι επαύλεις με εκατό δωμάτια και πενήντα μπάνια. Στους φτωχούς, λοιπόν, απομένει μόνο το σεξ και, με λίγη τύχη, η μυσταγωγική ένωση του σεξ με τον έρωτα. Αν υπάρχει τύχη.
(...) Οι ερωτευμένοι φτωχοί δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν να μισήσουν κάποιον, δεν έχουν χρόνο να ξεσηκωθούν, ν’ αποκτήσουν πολιτικές αρχές, να κάνουν σοσιαλιστική ή κομμουνιστική επανάσταση, ή φιλελεύθερη, ή ό,τι να ΄ναι· όχι επειδή είναι φτωχοί, αλλά επειδή είναι ερωτευμένοι.
(...) Κοίτα πόσο βαθιά αντιδραστική είναι η φύση. Το είδαμε με το AIDS πριν από μερικές δεκαετίες. Και τι τη νοιάζει αυτήν, τη Φύση, αν εμείς οι άνθρωποι πάμε κι ερχόμαστε; Αν αγαπιόμαστε ή μισούμαστε, αν μαζευόμαστε εκατομμύρια ή μένουμε μόνοι μας κάτω από μια πέτρα, σαν αράχνες; (...) Από πού κι ως πού να τη νοιάζει αυτήν αν μας αρέσουν τα εστιατόρια, τα μαγαζιά, τα θέατρα, οι πολυπληθείς συναυλίες, όπου χιλιάδες άνθρωποι μαζευόμαστε να γιορτάσουμε την καταραμένη τη ζωή.
(...) Κι από πάνω –πρόσεξε!– δεν είναι μόνον αντιδραστική, αλλά είναι και νεοφιλελεύθερη, ακραία καπιταλιστική. Διότι αυτές τις μέρες έχω βαλθεί να φανταστώ πώς είναι η καραντίνα για τους πολύ πλούσιους της Γης. Τους πολυεκατομμυριούχους, θέλω να πω. Αυτούς τους ανθρώπους που έχουν επαύλεις με κήπους, με οικόπεδα, με ιδιωτικές παραλίες. Η ιδιωτική παραλία είναι το άκρον άωτον της φαντασίας μου, διότι τα αεροπλάνα και τα γιοτ είναι πια πολύ συνηθισμένα (...) Εγώ πιστεύω πως πρόκειται για μυστήριο, πως δεν μαθαίνουμε τι μπορεί να αποκτήσει κανείς, επειδή αυτοί που τα έχουν δεν τολμούν να τα ομολογήσουν, να τα δείξουν, κι έτσι εμείς δεν παίρνουμε χαμπάρι. Μπορεί ν’ αγοράζουν νησιά, ή φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, ή πλανήτες, ή διαστημόπλοια. Εγώ δεν ξέρω τι θ’ αγόραζα. Μπορεί ν’ αγόραζα κυβερνήσεις, χωρίς αυτές οι κυβερνήσεις να ξέρουν ότι έχουν αγοραστεί. (...)
Οι υπηρέτες, όμως; Ε, λοιπόν, τώρα η φύση δεν είναι πια ακραία καπιταλιστική, τώρα είναι τρελή κομμουνίστρια. Διότι οι υπηρέτες έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μπορεί να έχεις δισεκατομμύρια δολάρια ή ευρώ, αλλά θα πρέπει να στρώσεις μόνος σου το κρεβάτι σου, να φτιάξεις τον καφέ σου ή αυγά με μπέικον. Απ’ αυτό φαίνεται ότι τον ιό τον έριξε εδώ η φύση και όχι οι πλούσιοι. Όλοι αναγκάστηκαν τώρα να παραιτηθούν από τους υπηρέτες τους. Κανείς δεν θα τους στρώσει το κρεβάτι αυτή την εποχή, όσο πλούσιοι και να ’ναι. Κανείς δεν θα τους καθαρίσει το μπάνιο».