
Για την ποιητική συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη «Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (Εκδόσεις των Φίλων).
Του Γιώργου Βέη
Είμαι ένα τίποτα – εγώ Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Το κάλλος και το τραύμα, 2012 * Ή μήπως πάλι / είμαι εγώ ένα τίποτα Κυριακή Αν. Λυμπέρη, Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι, 2017Πέμπτη δοκιμή. Γραφή πορείας. Λυρικές εξομολογήσεις, κατά κανόνα ευσύνοπτες, με διακριτές παραλλαγές σε μορφή και περιεχόμενο. Τυπικές ενός και μόνου αδικαίωτου πάθους. Βιωματικό κεκτημένο. Στον αντίποδα της πόζας, της δήθεν έκφανσης, της εμφανώς ποιητικίζουσας συμπεριφοράς. Το ποίημα κατατίθεται δηλαδή μόνον αν έχει να δείξει κάτι. Πειστικά τα περί απομονώσεως του ποιητικού υποκειμένου, του αυτοεγκλεισμού του, της επακόλουθης στέρησης, του δεδηλωμένου ψυχοπνευματικοσωματικού κενού.
Γραφή πορείας. Λυρικές εξομολογήσεις, κατά κανόνα ευσύνοπτες, με διακριτές παραλλαγές σε μορφή και περιεχόμενο. Τυπικές ενός και μόνου αδικαίωτου πάθους. Βιωματικό κεκτημένο. Στον αντίποδα της πόζας, της δήθεν έκφανσης, της εμφανώς ποιητικίζουσας συμπεριφοράς. Το ποίημα κατατίθεται δηλαδή μόνον αν έχει να δείξει κάτι. Πειστικά τα περί απομονώσεως του ποιητικού υποκειμένου, του αυτοεγκλεισμού του, της επακόλουθης στέρησης, του δεδηλωμένου ψυχοπνευματικοσωματικού κενού.
Αλλά εξίσου πειστικά και τα περί μιας κατά καιρούς θυσιαστικής, παθητικής, ήτοι μαζοχιστικής ομηρίας (βλ. κυρίως «Τα άγια τοις κυσί» σε συνδυασμό με την άκρως βασανιστική επίκληση: «Α, έρωτα, έρωτα / χαράδρα εαυτού / κοιλάδα άνω κάτω ανθοφόρας γης πατρίδα, / πάρε με έρωτα / τυράννησέ με ως το πρωί / να διαλυθώ / να σκορπιστώ / μες στο μηδέν να βρω το νόημά μου», από το ποίημα –τι άλλο;– « Έρωτας» της συλλογής Το κάλλος και το τραύμα, εκδ. Γαβριηλίδης). Αφομοιωμένες επιδράσεις επιφανών Ελλήνων και αλλοδαπών δημιουργών λόγου, κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου. Διαχείριση του ζέοντος υλικού σύμφωνα με τους κανόνες μιας μουσικής αγωγής, η οποία προστατεύει το τελικό προϊόν από τον ύστερο εκφυλισμό του σε πεζολογία. Κι επειδή πολλά ζητήματα δεν διερευνώνται πλήρως, η ποιήτρια επανέρχεται διαρκώς σε ορισμένα από αυτά, λόγω της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους. Όπως φερειπείν είναι: η διάψευση που ενυπάρχει στον έρωτα, η φύσει και θέσει ματαιότης του βίου, τα περιορισμένα όρια των γνωσιολογικών μας δυνατοτήτων, η μη διάρκεια της καταστατικής αγάπης, η έντονη παρουσία της μη Φύσης, η έλλειψη κοινού επικοινωνιακού παρονομαστή σε πλείστες όσες περιπτώσεις, ο εφιάλτης της ενδεχόμενης αδράνειας του εγώ, λειτουργώντας μέσα στο δεδομένο πλαίσιο μιας κατά κανόνα απρόσωπης ομήγυρης, η εγγενής δυσκολία της λέξης να αποτυπώσει τα μύχια στοιχεία των εννοιών, τα άφατα, τα πολυποίκιλα έρματα των ιδεών.
Κοντολογίς, η επαναφορά στη σταθερή αυτή θεματολογία κρίνεται περισσότερο ως περαιτέρω εμβάθυνση στα θέματα τα οποία φαίνεται να απασχολούν διαχρονικά την Κυριακή Αν. Λυμπέρη παρά ως εμμονή στη μη ανανέωση, στην άγονη και στείρα επανάληψη των όρων και των δεικτών του ποιητικού παιγνίου. Άλλωστε «η ποιητική γλώσσα βυθίζεται εκεί όπου ο κόσμος σκοτεινιάζει και η σημασία χάνεται» (βλ. ειδικότερα: Νάνος Βαλαωρίτης, Για μια θεωρία της Γραφής Γ΄, εκδ, Ψυχογιός). Εξού και το πεπρωμένο των επαναφορών στο χαοτικό γίγνεσθαι. Κατά τα άλλα, χαρακτηριστικό δείγμα των αλλεπάλληλων μεταπτώσεων του εγώ στη διακεκαυμένη ζώνη αυταπατών, παθημάτων και ηρωικών αναδιπλώσεων συνιστά, φρονώ, το διεσταλμένο εκείνο επίγραμμα, το οποίο τιτλοφορείται «Αν είμαι». Κατά λέξη έχει ως εξής: «Αν είμαι κόκαλο ποτισμένο με οξύ και δάκρυα / σταματημένους ήλιους αν έχω στα βλέφαρά μου / αν είμαι συκώτι μεθυσμένο που πρήζεται / και δεν αντέχει την οδύνη του / αν είμαι δέρμα που βαραίνει και πιέζει το κρέας / αν είμαι σώμα που υποφέρει / μπορώ να είμαι και φτερό, πουλί, αερόστατο / μπορώ να είμαι ρίζα που ανεβαίνει / βεγγαλικό που σκάει / την ουσία μου ν’ αναλίσκω μπορώ / με κρότο τα μυρμήγκια να εντυπωσιάζω». Ασφαλώς, ασύνειδα στο βάθος ακούγεται παραποιημένο το διάσημο «Αν» του νομπελίστα Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936), ενώ απηχείται και ο εμφανώς φιλοσοφών επίλογος του προηγηθέντος ιδεαλιστικού οιονεί credo με τίτλο «Τα δέντρα (ή περί του είναι)» από την προαναφερόμενη συλλογή Το κάλλος και το τραύμα. Ήτοι: «Αναρωτιέμαι αν τα δέντρα υπάρχουν τελικά / ή μόνο οι σκέψεις τους· / αν είμαι τέκτων εγώ / σχεδιαστής, κατασκευαστής / συντηρητής, ισορροπιστής / παραλλαγή θεού σε μέγεθος μικρό / απορροφητήρας δέντρων· / αν είμαι το ίδιο το δέντρο ε γ ώ / μ΄ ένα φλιτζάνι του καφέ στο χέρι / αν είμαι ε γ ώ / αν ε ί μ α ι » (σημειώνω ότι τα κενά ανάμεσα στα γράμματα συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση της ποιήτριας).
Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη μοιάζει να είναι ένα κομμάτι φυσικού κόσμου, σαν να βλάστησε όπως το δέντρο, να αναζητά την τροφή με το ένστικτο του ζώου, να καθοδηγεί τα βήματά της στο δάσος με την άνεση του θηρίου.
Η κριτική έχει ήδη επισημάνει τις χαρακτηριστικότερες πλευρές αυτής της κατανοητής, εξόφθαλμα ερωτικής και συχνά πυκνά αυτοαναφορικής γραφής. Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής: «Η υπερρεαλιστική της γραφή θα της δώσει την ελευθερία να πει τα ανείπωτα. Στην αλληγορία θα χτίσει το ποιητικό οικοδόμημα για να μην εκπέσει σε μελό ρεαλιστικές διατυπώσεις. Έτσι, καθόλου παράταιρος δεν φαίνεται “ένας ελέφαντας” που “ξαφνικά πετά”. Μάλιστα, θα λέγαμε πως είναι η καλύτερη μεταφορά εκείνου που χονδροειδώς οφείλει να καταπιεί [...] Των παλιών ρομαντικών τα σύνεργα –“βράδια” και “φεγγάρια”– δεν επαρκούν για να βαστάξουν το βάρος της ψυχής. Και όσο πιο ψηλά κοιτάζει κανείς τόσο πιο βαρύς γίνεται ο κόσμος. Βράχος ασήκωτος ο καημός που το πάσχον εγώ πρέπει να άρει. Απέλπιδες είναι οι προσπάθειες να σκαλώσει σε κάτι, να υψωθεί πάνω από τις συμβάσεις, να κρατηθεί στην επιφάνεια και να μη βουλιάζει στων παραισθήσεων το τέλμα, όπου τη σέρνουν οι παλιές ευτυχισμένες σκηνές [...] Εντέλει μας υπενθυμίζει πως τα ανθρώπινα δεινά είναι κοινά κι εμείς είμαστε εκεί για να υπομένουμε, συμπάσχοντας μαζί της, έστω κι αν καθένας “μοναχός ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά του άλλου”, όπως έλεγε ο Σεφέρης» (βλ. Ανθούλα Δανιήλ, στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Διάστιχο», 19 Οκτωβρίου 2016, κρίνοντας την αμέσως προηγούμενη συλλογή της, τα Ζητήματα ύψους, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τυπωθήτω το 2015).
Επίσης, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, απομονώνω και τα εξής ενδεικτικά: «Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη μοιάζει να είναι ένα κομμάτι φυσικού κόσμου, σαν να βλάστησε όπως το δέντρο, να αναζητά την τροφή με το ένστικτο του ζώου, να καθοδηγεί τα βήματά της στο δάσος με την άνεση του θηρίου [...] Μόνο που δεν έχει αυταπάτες. Στην περίπτωση της ποίησης, ο ποιητής δεν είναι ο Ιωνάς και το κήτος το έχει μέσα του, έναν δράκο-άγγελο [....] Έτσι λειτουργεί και το “φαρμακείο” των λέξεων, πάντα στα διανυκτερεύοντα, έτοιμο να δώσει τα δικά του γιατρικά στον πόνο των ανθρώπων. Μόνο που τα φάρμακα του ποιητή πρέπει να περάσουν από πολλές παγίδες των δρόμων για να φτάσουν να αποβούν ιαματικά [....] Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του “όλου”, όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα» (βλ. Διώνη Δημητριάδου, γράφοντας επίσης για τα προαναφερόμενα Ζητήματα ύψους στο ηλεκτρονικό περιοδικό «fractal», 13 Ιανουαρίου 2016).
Το ερώτημα ως ρητορικό ξεπέρασμα του κενού. Ως διαφυγή μέσα από τη νεφέλη των πολλαπλών σημασιών. Το ερώτημα ως εξορκισμός της αμφιβολίας της ύπαρξης για τον ίδιο τον εαυτό της.
Σ’ αυτή τη συλλογή μέτρησα τριάντα επτά (37) ακριβώς ερωτήματα, όπως διατυπώνονται διαδοχικά στα τριάντα τρία (33) ποιήματα του έργου. Αναπάντητα στην πλειονότητά τους. Τα καταθέτω όλα ανεξαιρέτως. Με τη σειρά μάλιστα της εμφάνισής τους, λίγο πολύ από σελίδα σε σελίδα, προκειμένου να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα των διαλαμβανομένων: «Και πώς ακόμα επιμένει η μοναξιά / –άλλη τρόμου αγαπητικιά κι αυτή!– / πίστη στο μαξιλάρι μου να ορκίζεται;», «Μήλο μου στρογγυλό / δύο μισά που έγιναν ένα / άμα σπάσει το ένα, τι γίνονται;», «Κι άμα στο πουθενά βρεθείς / πώς να γυρίσεις στην αρχή;», «– Είναι μικρός ο κόσμος ή μεγάλος; / – Λυγμός λέγεται αυτό που ανεβαίνει / την ίδια ώρα κάθε βράδυ στα στήθη μου / ή καμπανούλα της απόστασης; / – Ένα παγόνι θα ‘ρθει –αν έρθει– κατά δω / ή τ’ αηδονάκι του ποτέ; / – Η όραση μήπως είναι άχρηστη για τους ερωτευμένους; / – Η γλώσσα λέει όσα χωράει η καρδιά / ή μόνο ξέρει τη φτώχεια της να επιδεικνύει;», «Ολόσωμο, επί τέλους, πότε θα σε δω; / Πότε τα σύμφωνα θα γίνουνε αλήθειες;», «σχολαστικά – πώς όχι;», «θ’ αγαπηθούμε;» «Πλήρωση δεν το είπες;», «“Μη δότε τα άγια τοις κυσί” / έτσι δε λένε;», «Γιατί όταν έχεις τον έρωτα το ποίημα τι να το κάνεις;», «Και τώρα εγώ πώς θα τραβήξω / από το αυτάκι τη δικαίωσή μου;», «Μα πού είσαι;», «γλιτώνει κανείς από το ψέμα;», «Μα ήταν όλα για το ποίημα;», «ποιος στα παθήματα / γελούσε κάτω απ΄ τα μουστάκια του;», «Κι αφού το όλο “σκηνικό είναι από χαρτόνι” / γιατί τον νιώθω τόσο αληθινό / τον πόνο αυτό που με καρφώνει;», «Έμοιαζαν κούκλες τσαλακωμένες – γιατί;», «Αναρωτιέμαι το τίποτα τι είναι; / Νόημα, λέξη απλώς / ή το δοχείο του παντός; / Μετά από πόσες προκύπτει αφαιρέσεις; / Από το τι το αφαιρείς; / Τι για να προκύψει πολλαπλασιάζεις; / Όμως, μήπως το περιτύλιγμα είναι το τίποτα; / Ή μήπως πάλι / είμαι εγώ ένα τίποτα / που κάθε τόσο γλείφω καραμέλες που μου δίνουν; / Α, τίποτα / είσαι καλό ή κακό / να σε φοβάμαι πρέπει ή να σε ποθώ; / Μα τι να φοβηθώ λοιπόν; / Σαν είμαι εγώ εδώ, εσύ δεν είναι / κι αν έρθεις πώς θα σε γνωρίσω;», «Η τέχνη λοιπόν όλα τα επιτρέπει;», «θα το επιτρέψεις τέχνη μου / τόσο γελοία να υπάρχω;», «Πώς μπορεί η σελίδα του κόσμου / να μην έχει και σήμερα κάτι να πει / τόση νέκρα στην καρδιά αντέχεται;», «τι σήμαινε λοιπόν αυτό / το σώμα ζητούσε τις δεσμεύσεις του;», «Μα είχα ήδη βαθιά τον αρραβώνα με τ’ αστέρια / πώς να δοθώ αλλού χωρίς / να παραδώσω την αθωότητα στα σκυλιά;» και εντέλει «Ναι, δε θέλω πια να είμαι τόσο δική σου· / μα είδες;»: Το ερώτημα ως ρητορικό ξεπέρασμα του κενού. Ως διαφυγή μέσα από τη νεφέλη των πολλαπλών σημασιών. Το ερώτημα ως εξορκισμός της αμφιβολίας της ύπαρξης για τον ίδιο τον εαυτό της. Ό,τι δηλαδή συναντά κανείς και αλλού. Φερειπείν: «Ως το δέντρο. Μ’ αγαπάς; / Ως το βουνό. Μ’ αγαπάς; / Ως τον ουρανό. Μ’ αγαπάς; / Πάντα κάτι εμποδίζει την αγάπη / όταν δεν υψώνεται κατακόρυφα / να εκτείνεται σε θαλάσσιο πλάτος» (βλ. το ποίημα της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου με τίτλο «Απλωτές», από τη συλλογή της Δανεικά αγύριστα, εκδ. Κίχλη, που κυκλοφορήθηκε προσφάτως).
Η προσέγγιση, η πολιορκία της ετερότητας, η κατάκτηση και η ενδεχόμενη κατανόησή της σε ικανό βάθος, μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια, τελείται μέσα σε μιαν ομίχλη, σ’ ένα ημίφως θεάτρου σκιών.
Σε μιαν άλλη αποστροφή εμπεριέχεται η συναφής διαφωτιστική δήλωση της Κυριακής Αν. Λυμπέρη: «Με τη μέθοδο των υπαινιγμών / αν δοκιμάσεις να μιλήσεις / περισσότερο χρόνο / τα ερωτήματα θα σέρνονται. / Έχει κι αυτό φυσικά τη γοητεία του. / Παρακινεί σε διαδρομές τη φαντασία». Ή με τον τρόπο της Μαρίας Ευσταθιάδη: «Η γλώσσα χωρίζει· δεν ενώνει. Στόχος της λογοτεχνίας είναι το αίνιγμα, το κρυμμένο νόημα, που το μαντεύεις σιγά σιγά, που αναδύεται μέσα από έναν πολυπρισματικό ιστό. Ο υπαινιγμός. Το παιχνίδι. Η πολυσημία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της γλώσσας. Η λέξη δεν αναφέρεται, δεν παραπέμπει, η γραφή δεν αναπαριστά, χώρος της είναι η απουσία. Το ποίημα υφαίνεται [....] Οι λέξεις κρύβονται σε κλωστές, σε υφάσματα σε πτυχώσεις. Στην πραγματικότητα μόνο οι λέξεις υπάρχουν, ξεκάθαρες και συγχρόνως μυστηριώδεις. Σαν αστερισμοί. Μαύρο μελάνι πάνω στο λευκό. Δεν γράφεις με φως σε σκοτεινό πεδίο, μόνο το αλφάβητο των άστρων φανερώνεται με αυτόν τον τρόπο» (βλ. το επίμετρο στο Stéphane Mallarmé, Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελμπενόν - Μια ζαριά δεν θα καταργήσει το τυχαίο, εκδ. Γαβριηλίδης).
Ισχυρίζομαι ότι η Κυριακή Αν. Λυμπέρη αντιλαμβάνεται κι αυτή ότι το πεπερασμένο της έκφρασής της, εν είδει και εν γένει, είθισται να απομακρύνει εντέλει το πράγμα από το πρόσωπο, να θολώνει το ίδιο το πρόσωπο καθώς σπεύδει να καθρεφτιστεί στο άλλο πρόσωπο, να καθιστά εντέλει τη διαβίβαση του μηνύματος προβληματική. Η προσέγγιση, η πολιορκία της ετερότητας, η κατάκτηση και η ενδεχόμενη κατανόησή της σε ικανό βάθος, μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια, τελείται μέσα σε μιαν ομίχλη, σ’ ένα ημίφως θεάτρου σκιών. Τα ανδρείκελα-ανθρωπάρια του Πλάτωνα φθέγγονται ως αυτοσχέδιοι, συνεχώς πειραματιζόμενοι εγγαστρίμυθοι. Το ερώτημα υπονομεύει την οποιαδήποτε δογματική απόκλιση του ποιητικού υποκειμένου. Το έδαφος θα παραμένει ολισθηρό, υπαινίσσεται η αλυσίδα των τριάντα επτά (37) ερωτημάτων: γλιστράει η γλώσσα πάνω σε ό,τι την απειλεί με άμεση ακύρωσή της. Είναι το έδαφος της –έστω– Αλήθειας. Ο αναστοχασμός της ποιήτριας έχει οδηγηθεί και στο παρελθόν μαθηματικά στο ίδιο κατά βάση βασανιστικό ερώτημα, στην καταιγιστική αμφιβολία, στο πιθανολογούμενο μετά βεβαιότητος μηδέν. Είναι το βήμα της τελεσίδικης διάψευσης. Η αμφιβολία, όπως το γράμμα, το οποίο κατ’ ανάγκην την αρθρώνει, έτσι σκοτώνει κι αυτή. Κατά συνέπεια, το διάβημα που μας απασχολεί στην προκειμένη περίπτωση τελείται στην ενδοχώρα της καρυωτακικής απαισιοδοξίας. Να απομονώσω εδώ και το θυμοειδές, λαϊκότροπο δίστιχο «Μήπως το τίποτα / μας ρουφάει ξετσίπωτα;», από Το κάλλος και το τραύμα, σε αντιστοιχία με την ομολογία «Εγώ θα είναι τίποτα» του Καταλανού ποιητή Κάρλες Καμπς Μουντό (1948-) και το ποίημα με τίτλο «Ένας λόγος για το τίποτα» από το παρόν Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι.
Κατέδειξα μερικές από τις δυνατές αναγνώσεις και ό,τι αυτές πιθανώς συνεγείρουν, μένοντας ενσυνειδήτως κοντά στο πνεύμα των όσων αποτυπώνονται στην εν λόγω συλλογή.
* Στην κεντρική φωτογραφία ο πίνακας του Claude Monet, Springtime (1872).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ