Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για τα βιβλία των Λουίζ Γκλικ [Louise Glück] «Αποδείξεις και θεωρίες» (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Στερέωμα») και Άνν Κάρσον [Anne Carson] «Wrong Norma» (εκδ. Jonathan Cape). Κεντρική εικόνα: η Λουίζ Γκλικ.
Γράφει ο Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ναι, ανέκαθεν με θέλγουν τα βιβλία που κινούνται στο τρίστρατο όπου συναντώνται η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, και η αυτοβιολογία (η καταγραφή στιγμών που επηρεάζουν όχι μόνο την ψυχονοητική μας κατάσταση αλλά και τους μυς, τους ιστούς, τα οστά, τα σπλάχνα, και τα κύτταρά μας). Ξέρουμε ότι πολλοί δημιουργοί εστιάζουν στο έργο και είναι φειδωλοί στο να φανερώνουν προσωπικές διαθέσεις, ή, κυρίως, τις μεταμφιέζουν σε διαθέσεις άλλων, των ηρώων στα λογοτεχνήματά τους.
Κάποιοι, ωστόσο, εμμένουν στην αυτοέκφραση που συνεπάγεται, και απαιτεί, θητεία σε φιλοσοφικά και θεολογικά πονήματα, εξόχως συγκροτημένο λόγο, καλώς προμελετημένη διάταξη του υλικού. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι, και τούτο το θέρος, φορτωμένος με τέτοια κείμενα.
Σύστησα ήδη αυτά του Θάνου Σταθόπουλου (Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30, εκδ. Ίκαρος), και του Δημήτρη Αγγελή (Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας, εκδ. Πόλις). Σε αυτό το τεύχος θα μιλήσω για τον τόμο Αποδείξεις και Θεωρίες και για το μεταβιβλίο Wrong Norma. Και έπεται συνέχεια.
Λουίζ Γκλικ
«Τον Απρίλιο του 1980 το σπίτι μου κάηκε ολοσχερώς. Το καμένο σπίτι: μια μομφή προς τον συλλέκτη», γράφει η Λουίζ Γκλικ [Louise Glück, 22 Απριλίου 1943 - 13 Οκτωβρίου 2023]. Και ξεδιπλώνει εξόχως συγκερασμένες σκέψεις σχετικά με τη διαλεκτική δεινών/δημιουργικότητας, δεικνύοντας πόσο και πώς ο όλεθρος δύναται να λειτουργήσει ως λυτρωτικός καταλύτης, ως εφαλτήριο σύνθεσης ποιημάτων.
Συμπλέκει έτσι, όπως και σε άλλα κείμενά της, το αυτοβιογραφικό φάσμα με τους τρόπους έκφρασης και με την ομιλία σχετικά με τους τρόπους έκφρασης· το βίωμα, έστω και οδυνηρό, με τη διαδικασία της δημιουργίας, με τις εξελίξεις αυτής της διαδικασίας, με τα περάσματα από ένα είδος φόρμας και τόνου σε ένα άλλο, με την ωρίμανση.
Η Γκλικ έγραψε κινώντας τεράστιους όγκους φιλολογικού υλικού, αποδομώντας τους και αναδομώντας τους, εμπλεκόμενη σταδιακά με τεχνικές του μοντάζ που τις διακόνησε με γενναιότητα, έχοντας πάντοτε κατά νου σπαράγματα στιγμών που την σπάραξαν, μαχόμενη με ψυχογενείς νόσους, όπως η ανορεξία, και συγκρουόμενη (ευτυχώς τελεσφόρα) με ό,τι την ταλάνιζε.
Μπορείς να πεις ότι ισχύει για τη βραβευμένη με Νόμπελ ποιήτρια αυτό που είπε για το έργο του ο Στεφάν Μαλαρμέ (και επανέλαβε ο Γκι Ντεμπόρ): “La destruction fut ma Béatrice’’, « Η καταστροφή ήταν η Βεατρίκη μου». Η αφομοίωση αρχαιοελληνικών μύθων, κορυφαίων λογοτεχνικών έργων, μοντερνιστικών επιτευγμάτων, και εν συνεχεία η αποδιάρθρωση και η ανασυγκρότηση τους αποτέλεσε τη μέθοδο και την στρατηγική μιας ποιήτριας που έφτασε στην κορυφή συνδυάζοντας το τραγικό με το κωμικό, το (ενίοτε ψυχρά) ακαδημαϊκό με το χύδην και το αγοραίο, ακόμα και με το αποδιοπομπαίο μικροαστικό.
Στον τόμο Αποδείξεις και Θεωρίες στεγάζονται δεκαέξι υβριδικά κείμενα, κυμαινόμενα όλα ανάμεσα στο ένθερμα αυτοβιολογικό και στο αποστασιοποιημένα δοκιμιακό πεδίο.
Στον τόμο Αποδείξεις και Θεωρίες (μεταφράζει ανεπίληπτα ο χαλκέντερος Γιώργος Λαμπράκος, εκδίδει κομψότατα το Στερέωμα) στεγάζονται δεκαέξι υβριδικά κείμενα, κυμαινόμενα όλα ανάμεσα στο ένθερμα αυτοβιολογικό και στο αποστασιοποιημένα δοκιμιακό πεδίο. Εκφέρει strong opinions (όπως είναι και ο τίτλος ενός τόμου δοκιμίων/κειμένων του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ) είτε όταν το θέμα είναι η ανθρώπινη φύση —η πεισματική, όπως τη χαρακτηρίζει— είτε όταν αναλύει και παρουσιάζει το έργο λαμπρών ομοτέχνων της (Τζορτζ Όπεν, Στάνλεϊ Κούνιτς, Χιού Σάιντμαν, Ρόμπερτ Χας, Κέι Ράιαν, κ.ά.) που, ας πω παρεμπιπτόντως, θα ήταν ευχής έργον να μεταφραστούν στη γλώσσα μας.
«Μπορεί κανείς να γράφει όπως μιλούν οι εραστές, να χρησιμοποιεί απλή γλώσσα για ό,τι είναι ζωτικής σημασίας», επιμένει η Γκλικ· προσυπογράφουμε εμείς.
Ανν Κάρσον
Καίτοι έχουν εκδοθεί μόλις τρία έργα της στη χώρα μας, η Ανν Κάρσον [Anne Carson, 21 Ιουνίου 1950], είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους ποιητικούς μας κύκλους, και τα όσα κομίζει συζητούνται περιπαθώς.
Κάθε της βιβλίο είναι ένα συμβάν, μια πρωτότυπη πρόταση, ένα κοκτέιλ τρόπων. Όπως και η Γκλικ, η Κάρσον είναι άσσος του μοντάζ. Κόβει, ράβει, οικειοποιείται, συρράπτει, συνθέτει. Οι γνώσεις της είναι ευρέως φάσματος, κινούνται από την αρχαιοελληνική γραμματεία μέχρι το cool μεταμοντέρνο και το ιερόσυλο πανκ. Θαρρείς και θητεύει σε έναν διαρκή ασύρματο συντονισμό με τα στρατηγήματα της Λόρι Άντερσον, καθώς προχωρεί σε μιαν ασύστολη (αλλά στρατηγικά μεθοδευμένη) υπονόμευση και διάβρωση των καθιερωμένων, ερωτροπώντας με το Υψηλό, το sublime, υπό τους ήχους των Ramones και της Γιόκο Όνο, κι έχοντας αδιάκοπα στον παλλόμενο νου της το Fluxus, το Νταντά, τους καταστασιακούς, τον Γιόζεφ Μπόις, και τους μπητνίκους.
Και, το δίχως άλλο, τον μέγιστο ανατροπέα και ανανεωτή της μυθιστοριογραφίας, τον μειλίχιο Ντέιβιντ Μάρκσον [David Markson, 1927 – 2010], που είναι αναντίρρητα ο κρυφός εμπνευστής σημαντικότατων καινοτομιών στους τρόπους του εκφράζεσθαι.
Μόλις πριν από μερικούς μήνες, τον Φεβρουάριο του 2024, κυκλοφόρησε το Wrong Norma (εκδ. Jonathan Cape), ένα επίτευγμα, προορισμένο τόσο για δύσκολους λύτες όσο και για αισθαντικούς και ευφυείς αρχάριους. Η Κάρσον φροντίζει επιμελώς να είναι εμφανής η σκιά του Μάρκσον, καθώς συνθέτει ένα μεταβιβλίο από θραύσματα μπολιασμένα με περίτεχνα κατασκευασμένες «αυθάδειες» (όπως έκανε ο Μπάροουζ με τις «ρουτίνες»), ένα έργο που βασικό του ερώτημα είναι το περιβόητο «πώς κάνουμε τέχνη μετά το θάνατο της τέχνης», πώς δημιουργούμε, όντας καλλιτέχνες, μετά το πέρασμα του Ντυσάν και του Ντεμπόρ. Το Wrong Norma είναι ποιητική συλλογή, συναρμολογούμενο δοκίμιο, φιλοσοφική πραγματεία, πανκ προσβολή, καταστασιακό μανιφέστο, φορητό μουσείο, επιτέλεση (performance), εγκατάσταση (installation), και καλειδοσκοπικός ίλιγγος, όλα αυτά και μερικά άλλα στη συσκευασία ενός.
Οι αναφορές και τα κλεισίματα ματιού της Κάρσον είναι η χαρά του δύσκολου λύτη, ενώ τα λογικά της άλματα, που είναι εξωφρενικά, θα ενθουσιάσουν τον αισθαντικό αρχάριο.
Οι αναφορές και τα κλεισίματα ματιού της Κάρσον είναι η χαρά του δύσκολου λύτη, ενώ τα λογικά της άλματα, που είναι εξωφρενικά, θα ενθουσιάσουν τον αισθαντικό αρχάριο. Συναντούμε, σε κόγχες και σηκούς του Wrong Norma (όπως ακριβώς στην περιώνυμη Στήλη του ντανταϊστή Κουρτ Σβίτερς), τον Ίγκι Ποπ να παρεμβαίνει στην Απολογία του Σωκράτη, παρέα με τον Μπομπ Ντίλαν μάλιστα· τη Γιόκο Όνο να συνομιλεί με τον Θεό και Πλάστη· τον Μπαρτ Λανκάστερ βγαλμένο από την απίθανη ταινία o «Κολυμβητής» του Φράνκ Πέρι (βασισμένη στο εξίσου απίθανο διήγημα του Τζον Τσίβερ)· «μαθαίνουμε» το μικρό όνομα του Γκοντό, του ανθρώπου που όλος ο πλανήτης περιμένει από το 1953· φευγαλέα παίρνει το μάτι μας τον πυραυλοκίνητο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και τον χεγκελιανό χαλυβουργό Ρομπέρτο Μπολάνιο, ενώ μας καθηλώνει με μια διασκευή/επισκευή της καθηλωτικής θρίλερ ατμόσφαιρας που δημιούργησε ο μέγας παθολογοανατόμος της μεταβιομηχανικής εποχής, ο Μίχαελ Χάνεκε με τις δύο εκδοχές (από τον ίδιο αμφότερες, η αυστριακή του 1997 και η αμερικανική του 2007) του Funny Games. Δεν λείπει —πώς άλλωστε;— το δράμα του Πάουλ Τσέλαν και η συνάντησή του με τον πασίγνωστο ορεσίβιο βουκόλο της φιλοσοφίας.
Δράττομαι της ευκαιρίας, να επαναλάβω εδώ δημοσίως αυτό που δεν παύω να διακηρύσσω στις συνάξεις και τις κραιπάλες μας: Θα πανηγυρίσω αλλόφρων το διπλό Νόμπελ Ανν Κάρσον & Λάσλο Κρασναχορκάι, όπως ακριβώς πανηγύρισα αυτό των Όλγκα Τορκάτσουκ & Πέτερ Χάντκε!
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Αποσπάσματα από τα βιβλία:
Λουίζ Γκλικ, Αποδείξεις και Θεωρίες:
«Όταν λείπουν η ισχύς και η δυστυχία του ψυχαναγκασμού, όταν λείπει η ουλή, η αμφιθυμία που αναζητά στον εαυτό της την ευθύνη —η κρυφή, εναρκτήρια επιθυμία που θα πρέπει να ήταν παρούσα ώστε να έχει επέλθει η τιμωρία, η αίσθηση πως, κατά έναν τρόπο, καλύτερα να φταίει ο εαυτός παρά να είναι κακός ο κόσμος— όταν λείπει η αμφιθυμία προς τον εαυτό, τότε η γραπτή αναπαράσταση, όσο δεξιοτεχνική κι αν είναι χάνει τη συναισθηματική της αυθεντικότητα» (σ. 91)
Anne Carson, Wrong Norma:
«Memory is a novelist, it saturates the data with its own toxins» (p. 85)