Της Εύας Στάμου
Ο Αλμοδοβάρ δεν ανήκε ποτέ στους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. συνήθως οι υπερβολικά φλύαρες και μελοδραματικές ταινίες του μου δημιουργούν μιαν αίσθηση κόπωσης και συναισθηματικού κορεσμού, χωρίς να ικανοποιούν την βαθύτερη ανάγκη μου ως θεατή για στοχασμό. Θα έλεγα ότι αυτό που κυρίως θυμάμαι από τις ταινίες του είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών και κάποιες σκόρπιες σκέψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις και την σεξουαλική ταυτότητα που γρήγορα εξατμίζονται. Η τελευταία όμως ταινία του Αλμοδοβάρ, με τίτλο «Το δέρμα που κατοικώ», κατάφερε με την αυστηρή δομή του, τις σκηνές προκλητικού από ηθική άποψη χαρακτήρα και πάνω από όλα τα σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα που θέτει, να κρατήσει το ενδιαφέρον μου αμείωτο ως το τελευταίο λεπτό.
Η ταινία κινείται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Εκ πρώτης όψεως είναι ένα σκοτεινό, τολμηρό θρίλερ, με ένταση και εκπλήξεις που αρκετοί θεατές ίσως βρουν αισθητικά ενοχλητικό, το οποίο όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο δημιουργεί συνειρμούς που φέρνουν στο νου γοτθική ταινία τρόμου και πιο συγκεκριμένα το ποιητικό αριστούργημα της Μαίρης Σέλλευ, «Φράνκενσταιν». Την ίδια στιγμή δεν είναι εύκολο να αποφύγει ο θεατής τον στοχασμό περί των ορίων της επιστήμης αφού ο Robert Ledgard, o κεντρικός χαρακτήρας του φιλμ, είναι ένας πετυχημένος πλαστικός χειρουργός που ο άκρατος ναρκισσισμός και το κόμπλεξ ανωτερότητάς του, πυροδοτημένα από το πένθος, τον οδηγούν να παίζει τον Θεό παραβιάζοντας κάθε υπαρκτό κανόνα ιατρικής δεοντολογίας προκειμένου να πετύχει τους στόχους του.
Ο Αντόνιο Μπαντέρας στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κομψός, καλοντυμένος και με τα μαύρα μαλλιά του να γυαλίζουν από την μπριγιαντίνη, θυμίζει στους σινεφίλ τον εξαιρετικό Γκρέγκορι Πεκ στον ρόλο του ναζί δρ. Μένγκελε στην ταινία του ’78 «Τα παιδιά από τη Βραζιλία», αφού όπως και ο Μένγκελε, ο ήρωας του Αλμοδοβάρ έχει μετατρέψει τους ασθενείς του σε πειραματόζωα.
Ενδιαφέρον θέμα αναμφισβήτητα και πάντα επίκαιρο, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος ασχολείται με ζητήματα επιστημονικής ηθικής. Η πρωτοτυπία της ταινίας «Το δέρμα που κατοικώ» έγκειται στο ότι φτάνει ακόμα πιο μακριά, τοποθετώντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη φύση της προσωπικής ταυτότητας. Αποτελεί δηλαδή μια μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα όριά μας – το δέρμα που μας περικλείει, που μας προστατεύει και που ταυτόχρονα μας ορίζει.
Είναι αρκετή η μεταμόρφωση του σώματος και η ανάπλαση του δέρματός μας για να μεταβάλλει ριζικά αυτό που είμαστε σε κάτι άλλο; Είναι αρκετή η αλλαγή των σεξουαλικών οργάνων μας και των εξωτερικών χαρακτηριστικών του φύλου (κάποιου που δεν το επιθυμεί) για να αλλάξει η σεξουαλική του κατεύθυνση και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ερωτικό υποκείμενο; Τα ερωτήματα αυτά οδηγούν αναπόφευκτα σε πιο θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα: Πώς συγκροτείται ο εαυτός, αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος του οποίου αποτελεί η σεξουαλικότητα; Τι είναι αυτό που καθορίζει την ερωτική ταυτότητα, αν δεν είναι τα εξωτερικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά; Υπάρχουν τμήματα του εαυτού που –σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν κάποιες μετανεωτερικές θεωρίες– δεν μεταβάλλονται στο πέρασμα του χρόνου και παραμένουν σταθερά και ως ένα βαθμό αναλλοίωτα από τις νέες εμπειρίες; Τι είναι αυτό τελικά το οποίο κατοικεί το δέρμα, το σώμα, την φυσική μας ύπαρξη;
Η ταινία αποτελεί ένα δώρο του σκηνοθέτη προς τους φοιτητές των έμφυλων και καλλιτεχνικών σπουδών, που για τα επόμενα έτη θα βρουν μια ποικιλία θεμάτων από στιγμιότυπα του έργου για να ασχοληθούν στις εργασίες τους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίες οι ένθετες αναφορές της ταινίας στο έργο της βραβευμένης διηγηματογράφου Alice Munro ή στην πρωτοπόρα δουλειά της Louise Bourgeois. Πέρα όμως από την μόδα της πολιτιστικής βιομηχανίας, το έργο λειτουργεί αποτελεσματικά τόσο σε αισθητικό όσο και νοηματικό επίπεδο, θέτοντας το κοινό του έναντι ερωτημάτων που σε κάποιους μπορεί να φανούν ενοχλητικά ακριβώς επειδή απαιτούν τον προσωπικό στοχασμό του κάθε θεατή ξεχωριστά – κι αυτό είναι ένα καίριο επίτευγμα της τέχνης του κινηματογράφου. Όπως το έθεσε και η Louise Bourgeois: «Σύγχρονη τέχνη σημαίνει ότι θα πρέπει διαρκώς να αναζητάς νέους τρόπους να εκφράζεις τον εαυτό σου, να εκφράζεις τα προβλήματα, δεν υπάρχουν διευθετημένοι τρόποι, καμία εξασφαλισμένη προσέγγιση.»*
*Louise Bourgeois, Destruction of the Father, Reconstruction of the Father (Cambridge: MIT Press, 1998). σ. 166