Με αφορμή το έργο του Περί ελευθερίας και ελευθεριών του Γάλλου φιλοσόφου Benjamin Constant.
Της Σώτης Τριανταφύλλου
H πολιτική συμπεριφορά, η “ελευθερία” και οι “ελευθερίες” –τόσο των εκλεγμένων πολιτικών, όσο και των πολιτών– όπως διαμορφώθηκαν από την κοινωνική σταθερότητα στις προηγμένες χώρες είναι ένα φαινόμενο που ανέλυσε ο Benjamin Constant ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Σήμερα, οι πολιτικοί έχουν υπευθυνότητες όχι μόνον ως προς τους πολίτες τους αλλά επίσης ως προς το Σύνταγμα, τη διεθνή νομοθεσία και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Όλα αυτά τους επιβάλλουν περιορισμούς που, ωστόσο, πολύ συχνά αγνοούν βάζοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους πολίτες. Δεν πρόκειται για ζήτημα συνείδησης: οι πολιτικοί δεν δίνουν λόγο μόνο σε αντιστοιχία με το τι είναι Καλό ή Κακό – το να νιώθει κάποιος άσχημα, λόγου χάρη, για την κατάχρηση κρατικής βίας ή για τον βομβαρδισμό αμάχων δεν αλλάζει τίποτα. Σε ό,τι αφορά τους πολίτες, τα ζητήματα της πολιτικής ηθικής –συμμετοχή, δικαιώματα, υποχρεώσεις– είναι ακόμα πιο περίπλοκα.
Η σταθερή πολιτική εγείρει μια ηθική πρόκληση για τους πολίτες και τους πολιτικούς. Eμείς οι πολίτες μπορούμε να αδιαφορήσουμε για τις καταχρήσεις εξουσίας εφόσον κάποιος έχει αναλάβει την άσκηση της εξουσίας και, κατά κάποιον τρόπο, κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης, κρατικής βίας. Μπορούμε να επικεντρωθούμε στη ζωή μας και στις υλικές μας ανέσεις αποστρέφοντας το βλέμμα από τα δυσάρεστα πράγματα – αλλά, θα συμφωνήσουμε όλοι ότι όταν αυτό το βλέμμα γίνεται εντελώς απλανές, οι πολιτικοί εκμεταλλεύονται την ελευθερία που τους παραχωρούμε για να κάνουν ό,τι τους βολεύει.
Ο κίνδυνος της σύγχρονης πολιτικής είναι ότι προκαλεί απολιτικοποίηση.
Ο κίνδυνος της σύγχρονης πολιτικής είναι ότι προκαλεί απολιτικοποίηση. Οι πολίτες που προστατεύονται από τις πιο αποσταθεροποιητικές απειλές βίας χάνουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική: η πολιτική γίνεται ένας μακρινός θόρυβος για τη ζωή τους. Η βία όμως δεν λείπει ποτέ εντελώς. Αντιθέτως, οι κρατικοί φορείς επωφελούνται από την απροσεξία μας και καταχρώνται την εξουσία τους. Το κάνουν επειδή μπορούν: δεν χρειάζεται να είναι κανείς «μακιαβελικός» ή η λαίδη Μακμπέθ για να επιδείξει αήθη δίψα για εξουσία και χρήμα: οποιοσδήποτε μπορεί να το κάνει αν του δοθεί η ευκαιρία. Έτσι, η ακούσια συνέπεια του ελέγχου της βίας είναι ότι επιτρέπει στη βία για να ξεφύγει από τον έλεγχό μας: αυτό το παράδοξο χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής ζωής περιγράφει, μεταξύ άλλων, ο Μπενζαμέν Κονστάν.
Ο Κονστάν έζησε στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και της Τρομοκρατίας (αν και, όπως ο Hobbes στη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου πολέμου, απέφυγε τις κακοτοπιές: προτίμησε να πάει στη Γερμανία) και έγινε μάρτυρας της ανόδου και της πτώσης του Ναπολέοντα καθώς και της παλινόρθωσης της γαλλικής μοναρχίας. Είδε δηλαδή τα δυσάρεστα επακόλουθα της πρώιμης σύγχρονης πολιτικής: τη δυνατότητά της να σπέρνει τον όλεθρο όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά. Πίστευε, κι αυτό τον έκανε μάλλον ασυνήθιστο για την εποχή του, πως οι χαρές της νεωτερικότητας ενείχαν κινδύνους. Οι άνθρωποι που επικεντρώνονται στην ιδιωτική τους ευημερία γίνονται ευάλωτοι σε σπασμωδικές εκρήξεις ανεξέλεγκτης βίας: αν ο καθένας από μας είναι απασχολημένος να ικανοποιεί τις δικές του συναισθηματικές ανάγκες, κανείς δεν παρακολουθεί όσα κάνουν οι πολιτικοί.
Το 1819, ο Κονστάντ έδωσε μια περίφημη διάλεξη όπου συνέκρινε την αρχαία με τη σύγχρονη πολιτική ελευθερία. Στον αρχαίο κόσμο οι πολίτες καλούνταν να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή κι αυτή η συμμετοχή ήταν κεντρικό σημείο της ύπαρξής τους και θεμέλιο της ελευθερίας τους. Δύσκολα μπορούσαν να αγνοήσουν την απειλή της βίας: η βία βρισκόταν παντού – οι κοινωνίες είχαν κτιστεί πάνω στη δουλεία και είχαν οργανωθεί έτσι ώστε να κάνουν αδιάκοπα πολέμους. Η ειρήνη ήταν η σπάνια εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Οι σύγχρονοι πολίτες, αν είναι τυχεροί, μπορούν να ξεχάσουν τη βία και να υποβαθμίσουν τη σημασία της πολιτικής. Ο Κονστάν αναγνώρισε ότι η ιδέα του Hobbes περί αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης βρίσκεται στη ρίζα αυτής της μετάβασης. Αλλά πίστευε ότι ο Hobbes είχε δίκιο μόνο κατά το ήμισυ. Ο Hobbes είχε κατανοήσει την ανάγκη της ανάθεσης της λήψης πολιτικών αποφάσεων, αλλά είχε παραμελήσει τους κινδύνους αυτής της εξουσίας στα χέρια μιας και μοναδικής αρχής. O Κονστάν πίστευε στη συνταγματική διάκριση των εξουσιών. Το κλειδί για σταθερή πολιτική ήταν να παραχωρείται στους διαφορετικούς κλάδους της κυβέρνησης – εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής– το δικαίωμα να εκπροσωπούν το κράτος μέσω των ιδιοτήτων τους. Με τον τρόπο αυτό οι πολιτικοί θα μπορούσαν να ελέγχουν ο ένας τον άλλον. Αυτή ήταν η ιδέα που βρίσκεται στη βάση της νεαρής αμερικανικής δημοκρατίας που είχε μόλις γεννηθεί, στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Κονστάν επιθυμούσε κάτι παρόμοιο για τη Γαλλία: εκείνη την εποχή το αμερικανικό πείραμα προκαλούσε έντονο ενδιαφέρον.[1]
Οι άνθρωποι που χάνουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική δεν παραιτούνται οριστικά από αυτή. Αντιθέτως, εξοργίζονται, τρέφουν φαντασιώσεις εκδίκησης και γίνονται λεία δημαγωγών και προβοκατόρων που πουλάνε ιστορίες πολιτικών μετασχηματισμών, επαναστάσεων, αναγεννήσεων.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσε να είναι αυτή ολόκληρη η απάντηση. Αν οι πολιτικοί επιτηρούσαν ο ένας τον άλλον, ποιος θα επιτηρούσε τους πολιτικούς; Ένα μετριασμένο κράτος κατά Hobbes, οργανωμένο γύρω από ένα καλοσχεδιασμένο Σύνταγμα, ήταν επικίνδυνο διότι επέτρεπε στους ανθρώπους να ξεχνούν τι υπονομεύει την ασφάλειά τους. (Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Hobbes θα ήταν δύσπιστος, νομίζω, έναντι ενός τέτοιου κράτους). Όταν η ειρήνη γίνεται ο κανόνας και ο πόλεμος η σπάνια εξαίρεση, είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς στην ιδέα ότι η πολιτική δεν έχει βαρύτητα στην καθημερινή ζωή. Ο Κονστάν προέβλεψε δύο κινδύνους – ο πρώτος ήταν ότι οι πολιτικοί θα δημιουργούσαν μυστικά δίκτυα δυνάμεων καταστολής που θα χρησιμοποιούσαν για τους δικούς τους σκοπούς. Το ατομικό τους συμφέρον να ελέγχουν ο ένας τον άλλον θα υποχωρούσε μπροστά στο κοινό τους συμφέρον να κρατούν τον λαό στο σκοτάδι. Έτσι θα εμφανίζονταν ξεχωριστά κράτη μέσα στα κράτη: θύλακες πλούτου και προνομίων – και το καθένα από αυτά θα ενίσχυε το άλλο. Ο δεύτερος κίνδυνος ήταν ότι το κοινό μπορούσε αίφνης να ξυπνήσει και να αποχαλινωθεί. Οι άνθρωποι που χάνουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική δεν παραιτούνται οριστικά από αυτή. Αντιθέτως, εξοργίζονται, τρέφουν φαντασιώσεις εκδίκησης και γίνονται λεία δημαγωγών και προβοκατόρων που πουλάνε ιστορίες πολιτικών μετασχηματισμών, επαναστάσεων, αναγεννήσεων. Ο Κονστάν πίστευε ότι πριν από τη γαλλική επανάσταση είχε επικρατήσει μια τέτοια φαντασιωτική αφήγηση: το ιδεώδες της αρχαίας πολιτικής όπου οι πολίτες μπορούσαν, δήθεν, να ελέγχουν την τύχη τους. Υπό τον όρο φυσικά να μην είναι δούλοι, γυναίκες ή ρηξικέλευθοι φιλόσοφοι. Οι φαντασιώσεις αναγέννησης μιας αγνής πολιτικής ελευθερίας οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη βία της επανάστασης, στο χάος.
Η σύγχρονη πολιτική ήταν μια πράξη εξισορρόπησης. Η προσδοκία υπερβολικής συμμετοχής δεν ήταν τελικά βιώσιμη σε ευρείες, ποικίλες, εμπορικές κοινωνίες όπως η Γαλλία του 19ου αιώνα (πόσο μάλλον σήμερα). Απλούστατα, οι άνθρωποι δεν είχαν τον χρόνο, την ενέργεια και τη διάθεση για να εμπλακούν, πράγμα που σήμαινε ότι αν δεν ήθελαν να συμμετάσχουν έπρεπε να εξαναγκαστούν με την απειλή της βίας. Οι λαιμητόμοι όμως και οι κρεμάλες δεν κάνουν καλούς πολίτες: κάνουν τρομαγμένους και νεκρούς πολίτες. Aπό την άλλη πλευρά, η υπερβολικά μικρή συμμετοχή ανοίγει ένα επικίνδυνο χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και τις κυβερνήσεις τους. Η κακή διακυβέρνηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της έλλειψης προσοχής του κοινού. Η απάντηση του Κονστάν ήταν η επαγρύπνηση χωρίς ολοκληρωτική απορρόφηση στην πολιτική. Πρότεινε να πληροφορούνται οι πολίτες για την πολιτική, να διαβάζουν φερ’ ειπείν εφημερίδες και να συζητούν τα διάφορα προβλήματα, να γίνονται μέλη σε λέσχες και πολιτικά κόμματα, να απευθύνονται στους εκπροσώπους τους ελέγχοντας την πολιτεία τους. Κι όλα αυτά χωρίς να καταναλώνουν πολύ χρόνο, χωρίς να κλέβουν από τον χρόνο των προσωπικών απολαύσεων: ίσως δηλαδή μια «μερική» πολιτική ζωή να λύνει το πρόβλημα. H αποφυγή της πολιτικής κάνει τους πάντες ευάλωτους στο να τους καταπιεί η πολιτική και μάλιστα απροειδοποίητα. Υπάρχει και τρίτο ενδεχόμενο: η κουλτούρα των επαγγελματικών στελεχών που διαχέεται σε ευρύτερο αριθμό κομματικών μελών στα δογματικά κόμματα, όπως τα φασιστικά και τα κομμουνιστικά. Αυτά τα κόμματα είναι, εκ φύσεως, κατασταλτικοί μηχανισμοί οι οποίοι κατατρώγουν την ιδιωτική ζωή των στελεχών τους με αποτέλεσμα νευρωτικά και ιδρυματοποιημένα άτομα, αποκομμένα από τις ανθρώπινες απολαύσεις.
Μια ισορροπημένη, «μερική» πολιτική ζωή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Υπάρχουν πολλοί περισπασμοί: οι εφημερίδες δεν αναφέρουν απλώς τι κάνουν οι πολιτικοί· σχολιάζουν τον αθλητισμό, την τέχνη, το χρήμα, τα ταξίδια, τις διασημότητες, το σεξ. Το Διαδίκτυο χειροτερεύει τα πράγματα: ακόμα κι αν δεν θέλεις να μάθεις τίποτα για την πολιτική, σίγουρα πέφτεις πάνω σε πληροφορίες και ίσως δεν μπορείς να σταματήσεις. Υπάρχει υπερβολικός αριθμός πληροφοριών –πολλές από τις οποίες είναι άχρηστες– και πολύ λίγος χρόνος. Ο Κονστάν είχε συλλάβει το πρόβλημα. Τα πολιτικά κόμματα πεθαίνουν, οι εφημερίδες εξαφανίζονται και η προσοχή μας στην πολιτική είναι σπασμωδική και τυχάρπαστη. Επιτρέπουμε στις κυβερνήσεις να απομακρυνθούν από μας κι όταν ανακαλύπτουμε ανεξέλεγκτους θύλακες πλούτου, εξουσίας και προνομίων γινόμαστε έξαλλοι. Βγαίνουμε στον δρόμο και καίμε ό,τι μπορεί να καεί.
Η φαντασίωση της αρχαίας πολιτικής δεν είναι πια τόσο ελκυστική. Την έχουν αντικαταστήσει καινούργιες φαντασιώσεις, όπως ήταν ο χιππισμός στη δεκαετία του 1960, οι αναρχικές της Occupy Wall Street ή οι φαντασιώσεις του κινήματος Tea Party[2] περί αυθεντικής, «καταγωγικής» (originalist) ερμηνείας του αμερικανικού Συντάγματος. Η προοπτική μιας επανάστασης οποιουδήποτε τύπου είναι πολύ μακρινή αλλά, κατά καιρούς, σημειώνονται εκρήξεις βίας με την αυταπάτη των μειοψηφιών ότι εκπροσωπούν μεγάλες πλειοψηφίες, τον «λαό». Οι ταραχές του καλοκαιριού 2011 στη Βρετανία δεν ήταν ένδειξη μιας διαλυμένης κοινωνίας όπως έσπευσαν να δηλώσουν οι καταστροφολόγοι. Ήταν ένδειξη μιας απρόσεκτης κοινωνίας: δίπλα στους θύλακες προνομίων υπήρχαν θύλακες στέρησης και μεταξύ των δύο υπήρχαν πλήθη ανθρώπων που δεν είχαν δώσει προσοχή ούτε στους μεν ούτε στους δε. Ο τυχαίος χαρακτήρας της βίας, η έλλειψη συγκεκριμένων αιτημάτων και η ταχύτητα με την οποία πήρε διαστάσεις (και στη συνέχεια έσβησε) είναι ενδεικτικός μιας κοινωνίας όπου οι περισσότεροι άνθρωποι αποτυγχάνουν να ζήσουν ακόμα και μια «μερική» πολιτική ζωή. Η πολιτική δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα για μεγάλα χρονικά διαστήματα (δεν βλέπουμε, δεν ακούμε) και ύστερα, σε μια στιγμή, σημαίνει ξαφνικά πάρα πολλά. Μακρές περίοδοι αδιαφορίας που διακόπτονται από σύντομα ξεσπάσματα οργής δεν είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος να συμμετέχουμε στην πολιτική: για να ζούμε ως σύγχρονοι πολίτες στο εσωτερικό σύγχρονων κρατών είναι απαραίτητο να λαμβάνουμε υπόψη το δίλημμα των βρόμικων χεριών – όταν οι πολιτικοί λερώνουν τα χέρια τους σημαίνει ότι, κατά κάποιον τρόπο, τους το επιτρέψαμε.
* Η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ είναι ιστορικός και συγγραφέας.