
Για την ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου «Ευγενής ναυσιπλοΐα» (εκδ. Μελάνι). Κεντρική εικόνα ο πίνακας του Marc Chagall «Επάνω από την πόλη» (1914-1918).
Του Κώστα Λογαρά
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα ποιήματα τής Δήμητρας Χριστοδούλου με τον τίτλο Ευγενής ναυσιπλοΐα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις καλαίσθητες εκδόσεις Μελάνι. Η αρτιότητα του στίχου, η απαιτητική εικοσιτετράστιχη σύνθεση – απαιτητική, γιατί χρειάζεται πειθαρχία, εσωτερικό μέτρο (και μέτρημα) για να ολοκληρώσει η ποιήτρια τον συγκεκριμένο αριθμό στίχων. Και η Δήμητρα Χριστοδούλου το πετυχαίνει σαν να έχει ένα σύμφυτο, ένα εγγενές γλωσσικό ρολόι εντός της που την ειδοποιεί μέχρι ποιο σημείο πρέπει να αναπτύξει το θέμα ως την κορύφωση, και μετά ν’ αρχίσει η αποκλιμάκωση ως τον 21ο-22ο στίχο, οπότε στους δυο τρεις τελευταίους, να συμβεί η ανατροπή ή το θυμοσοφικό επιστέγασμα. Και αυτήν την ιδιότυπη, προσωπική τεχνική, χρησιμοποίησε η ποιήτρια και στις δυο τελευταίες της συλλογές. Τόσο στα πενήντα οκτώ ποιήματα της συλλογής «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» (εκδ. Μελάνι, 2019) όσο και στις πενήντα έξι ποιητικές συνθέσεις της πρόσφατης έκδοσης.
Πέραν όμως αυτής της τεχνικής των είκοσι τεσσάρων στίχων (που φαίνεται να «συνδέει τον ποιητικό με τον φυσικό χρόνο»), μεγαλύτερη ακόμα είναι η εντύπωση που προκύπτει από τη ζοφερή ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Ατμόσφαιρα που κατακλύζει όλες τις συνθέσεις τής συλλογής – ένας βαθύς μέσα σαρκασμός. Ο οποίος μοιάζει να πληγώνει τελικά αυτόν που τον διατυπώνει (δηλαδή τον αφηγητή, το ποιητικό υποκείμενο), παρά εκείνους τους οποίους αφορά (τους χωρίς συνείδηση των πραγμάτων). Αυτό διαφαίνεται λ.χ. στο ποίημα «Σύντροφοι Ύπνου» (σελ. 11), «Το φύλο των Αγγέλων» (σελ. 23), στον «Ίκαρο» (σελ. 28) και αλλού. Κάποιες φορές ο σαρκασμός γίνεται κάτι λιγότερο, μια ειρωνεία ας πούμε, που όμως χαράζει κι αυτή σαν κοφτερό μαχαίρι π.χ. «Για ένα σπάνιο όνομα»:
«Την διαβεβαίωνε πως δεν θα είναι μόνη.
Ούτε όσο ήταν πάνω από τη γαμήλια τούρτα της
Ούτε βέβαια όσο μόνη ήταν
Το βράδυ που άρχισε να γερνά
[..]
Πείσθηκε. Έβαλε τη θηλιά στον λαιμό της
Κι έφυγε βιαστικά, για να γίνει
Άλλη μια Μαίρη στον Παράδεισο». (σελ. 30)
Η ποιήτρια εισάγει τον αναγνώστη σταδιακά σ’ ένα λαβύρινθο, σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον όπου τα αντικείμενα, οι εικόνες της, η αίσθηση που αποπνέουν –ή μήπως η δίνη τους;– γίνεται συνεχώς και πιο απειλητική. Και μ’ έναν παράδοξο τρόπο μεταφέρεται ο αναγνώστης στην πραγματικότητα που (εξακολουθούμε να την) ζούμε. Στην αρρωστημένη κατάσταση που (ακόμα) βιώνουμε.
Με νοηματικές συνάψεις που μοιάζουν περισσότερο με παραλλαγές αγωνίας (σαν τις πινελιές στις διάφορες εκδοχές της «Κραυγής» του Μουνκ), η Δήμητρα Χριστοδούλου συνθέτει τους δικούς της ποιητικούς πίνακες. Και δίνει, παραστατικά, ζοφερά ψυχικά τοπία.
![]() |
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Εργάζεται στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Έχει εκδώσει δεκατρία βιβλία ποίησης, ένα βιβλίο µε πεζά κείμενα και ένα με μεταφρασμένη αρχαία ελληνική λυρική ποίηση. Ποίησή της έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το 2008 της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο της Λιμός, ενώ το 2014 πήρε το Βραβείο Ποίησης του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Αναγνώστης για το βιβλίο της Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης. |
Δυσπρόσιτη, στ’ αλήθεια, ποίηση που αποδίδει όμως ενεργά, εύγλωττα τη σύγχυση των καιρών. Με τρόπο αναγνωρίσιμο. Ποίηση όπου κυριαρχεί η απογοήτευση, η αίσθηση μιας ματαιότητας –αλλά πιο ισχυρή από ποτέ– ακόμα και για την αποτελεσματικότητα τής (ποιητικής) τέχνης:
«Εδώ δεμένος στην τυφλή του αιωνιότητα
Νιώθει τουλάχιστον το βάρος των ποδιών του:
Μόνος του δια παντός και στην πέτρα».
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να μοιραστώ μαζί σας το ποίημα «Ίκαρος» (σελ. 28) της συλλογή. Απηχεί με τον πιο λεπτό και υπαινικτικό τρόπο το μέγεθος μιας οδύνης.
ΙΚΑΡΟΣ
«Θλιμμένος, νευρικός, σχεδόν αγράμματος,
Μετά το Λύκειο ευτυχώς σερβιτόρος,
Φοράει το φούτερ του το εμμονικό το κατάμαυρο
Και ρίχνεται στο κοσμικό μυστήριο,
Σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο των άστρων.
Ακούω τα μπερδεμένα του βήματα.
Όσο βαθαίνει η νύχτα τόσο μοιάζουνε
Με το μπουσούλημα του μωρού που ανάθρεψα
Μέσα σε τόσα φτεροκοπήματα δαίμονα,
Μέσα σε τέτοιον πανικό αγάπης.
Κι ύστερα, άντρας πια, στράφηκε και είδε
Όσα βλέπουν σαλτάροντας στο χάος
Κομήτες σε τυφλή διαδρομή.
Τη μοναξιά μου, την οργή, τη βλακεία μου,
Να λυπηθούν δεν θέλω απόψε οι στίχοι
Μα σιγανά, ένα ένα, να ανάψουνε
Τα φώτα της σαββατιάτικης πόλης.
Οι φίλοι του ν’ ανεβούν στις ταράτσες
Να του κουνούν το χέρια, να σφυρίζουνε,
«Πέτα, πέτα!» να του λεν’ στοιχηματίζοντας,
«Καλός θεός υπάρχει, σπινθηρίζουν
Ολόχαρες οι φωλιές της σελήνης.
Ποιος μπορεί να μη σε πάρει αγκαλιά,
Ποιος θα μπορέσει να σου αρνηθεί μια θέση …»
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα «Όταν βγήκε απ' τη σκιά» (εκδ. Καστανιώτη).