
Για τον συλλογικό τόμο «Το ροκ πέθανε… Ζήτω το ροκ!» σε επιμέλεια Γιάννη Ν. Κολοβού και Νικόλα Χρηστάκη (εκδ. Απρόβλεπτες).
Του Νίκου Πουλάκη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η κοινωνιολογία εισάγει νέους τρόπους προσέγγισης της δημοφιλούς κουλτούρας και, ειδικότερα, συγκεκριμένων μουσικών ειδών τα οποία έως τότε δεν είχαν τύχει ιδιαίτερης προσοχής από την ακαδημαϊκή κοινότητα καθώς θεωρούνταν υποδεέστερα και επουσιώδη. Το 1978 ο κοινωνιομουσικολόγος Simon Frith δημοσιεύει το πασίγνωστο σύγγραμμά του The Sociology of Rock (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Constable, 1978), το οποίο εστιάζει στην πρόσληψη, την παραγωγή και την ιδεολογία του ροκ θεάματος τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο. Πρωτοποριακό για την εποχή του, το βιβλίο του Frith εισάγει στις σπουδές δημοφιλούς μουσικής την οπτική της κοινωνιολογίας της εποχής εκείνης, αναλύοντας ποικίλες διαστάσεις του ροκ από τη σκοπιά της ηλικίας, του φύλου, των μέσων και του νοήματος.
Ο Frith προχωρά σε μια ριζοσπαστική πολιτισμική ερμηνεία του φαινομένου, η οποία ξεπερνά τις μέχρι τότε κειμενοκεντρικές μελέτες, τονίζοντας ότι «[τ]ο κοινό του ροκ δεν είναι μια παθητική μάζα που καταναλώνει τους δίσκους σαν τα κορν φλέικς, αλλά μια ενεργή κοινότητα που μετατρέπει τη μουσική σε σύμβολο αλληλεγγύης και σε έμπνευση δράσης».
Ο Frith προχωρά σε μια ριζοσπαστική πολιτισμική ερμηνεία του φαινομένου, η οποία ξεπερνά τις μέχρι τότε κειμενοκεντρικές μελέτες, τονίζοντας ότι «[τ]ο κοινό του ροκ δεν είναι μια παθητική μάζα που καταναλώνει τους δίσκους σαν τα κορν φλέικς, αλλά μια ενεργή κοινότητα που μετατρέπει τη μουσική σε σύμβολο αλληλεγγύης και σε έμπνευση δράσης». Έτσι, στην προσπάθεια να αποφευχθεί ο μονοδιάστατος –και συχνά ελιτίστικος– προσανατολισμός της παλαιότερης Σχολής της Φρανκφούρτης που διαχώριζε την τέχνη σε «υψηλή» (high art) και «χαμηλή» (low art), η μελέτη του Frith δίνει έμφαση στο κοινό (τα ακροατήρια) και στους παραγωγούς (τους μουσικούς) του ροκ.
Στη χώρα μας, η επιστημονική προσέγγιση της δημοφιλούς μουσικής έχει κάνει σημαντικά βήματα τις τελευταίες δεκαετίες, προσπαθώντας να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία, πέρα από τις μεταφράσεις των αντίστοιχων αγγλικών εγχειριδίων και τις ιστοριοδιφικές αναζητήσεις με αντικείμενο το ελληνικό (κυρίως) ροκ. Στο πλαίσιο αυτό οι Εκδόσεις Απρόβλεπτες κυκλοφόρησαν ένα όχι ιδιαίτερα απρόβλεπτο βιβλίο με τίτλο Το ροκ πέθανε… Ζήτω το ροκ! – Κείμενα για τις σύγχρονες μουσικές τάσεις και υποκουλτούρες. Και λέω «όχι ιδιαίτερα απρόβλεπτο» γιατί όσοι εμπλέκονται με τις σπουδές δημοφιλούς μουσικής θα βρουν στον συλλογικό αυτό τόμο κείμενα από γνωστούς Έλληνες μελετητές που ασχολούνται με την έρευνα της σύγχρονης μουσικής παραγωγής και έχουν ήδη προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό τις πρώτες αξιόλογες συμβολές στο εν λόγω αντικείμενο, στη μορφή αυτοτελών εκδόσεων, άρθρων ή διατριβών. Ο διδάκτορας Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ιστορίας και εκπαιδευτικός Γιάννης Ν. Κολοβός, συγγραφέας του δοκιμίου «Κοινωνικά απόβλητα»; – Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα, 1979-2015 (Αθήνα: Εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2015), μαζί με τον καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας Νικόλα Χρηστάκη –σχεδόν 25 χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Μουσικές ταυτότητες – Αφηγήσεις ζωής μουσικών και συγκροτημάτων της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής ροκ (Αθήνα: Εκδόσεις Δελφίνι, 1994), εργασία η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ενσωμάτωση των ποιοτικών μεθόδων επιστημονικής ανάλυσης στην ακαδημαϊκή έρευνα για τη δημοφιλή μουσική στην Ελλάδα– επιμελούνται τη συλλογή δέκα κειμένων που αναφέρονται στο ροκ και σε άλλες σύγχρονες μουσικές υποκουλτούρες (πανκ, χιπ χοπ, τέκνο, ηλεκτρονική, μουσική για βιντεοπαιχνίδια κ.λπ.).
![]() |
Ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Γιώργος Καρράς το 1983 σχημάτισαν τις Τρύπες και καθόρισαν την ελληνική πανκ ροκ σκηνή της δεκαετίας του '80 και του '90. Διαλύθηκαν το 2001. |
Αυτό που καταρχάς έχει σημασία να τονίσουμε είναι η ιδιαιτερότητα της ματιάς των συντελεστών του τόμου αναφορικά με το τι προσδιορίζεται ως «μουσική», μια αντίληψη η οποία φαντάζει κοινή μεταξύ τους και υπογραμμίζεται στην εισαγωγή του βιβλίου μέσα από τις επισημάνσεις των επιμελητών της έκδοσης. Περιγράφοντας τις πολιτισμικές πτυχές της μουσικής ως καίριου παράγοντα διάπλασης των κοινωνικών, αναπαραστασιακών, αισθητικών, συμβολικών και φαντασιακών ταυτοτήτων διαφόρων προσώπων και ομάδων, οι Κολοβός και Χρηστάκης τεκμηριώνουν θεωρητικά τη μουσική (εν γένει) ως έκφραση και επικοινωνία όχι μονάχα στη βάση μιας (απλούστερης ή συνθετότερης) μορφής τέχνης, αλλά ως μια επιτελεστική πρακτική που κινείται στα όρια μεταξύ της βιωμένης συλλογικής και ατομικής ανθρώπινης εμπειρίας. Με άλλα λόγια, μιλούν για μια πολιτισμική τελετουργία –και όχι απλά για μια καλλιτεχνική πράξη– που αναδεικνύει την ξεχωριστή κουλτούρα και τον τρόπο ζωής κάθε κοινωνικής ομάδας σε συγκεκριμένο τόπο και ιστορική εποχή.
Ως υποκουλτούρα δεν νοείται ένα αξιολογικά υποτελές ή ευτελές μόρφωμα αλλά ένα διακριτό τμήμα της ευρύτερης κουλτούρας αναφοράς που την προσδιορίζει και που προσδιορίζεται από αυτή, κινούμενη κατά κανόνα στις παρυφές της «μεγάλης εικόνας» ενός καθολικά ομοιόμορφου και θεσμοποιημένου πολιτισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «υποκουλτούρα» (όπως αναδύεται και από τον τίτλο του βιβλίου) συνεπάγεται ένα διττό επιστημολογικό εργαλείο: ως υποκουλτούρα δεν νοείται ένα αξιολογικά υποτελές ή ευτελές μόρφωμα αλλά ένα διακριτό τμήμα της ευρύτερης κουλτούρας αναφοράς που την προσδιορίζει και που προσδιορίζεται από αυτή, κινούμενη κατά κανόνα στις παρυφές της «μεγάλης εικόνας» ενός καθολικά ομοιόμορφου και θεσμοποιημένου πολιτισμού. Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια εναλλακτική, μεθοριακή, αντιδραστική ή και σαρκαστική θεώρηση του πολιτισμού σε έναν καμβά αέναων διαπραγματεύσεων, άλλοτε αρμονικών και άλλοτε συγκρουσιακών, για να παραπέμψουμε στον κοινωνιολόγο Dick Hebdige και στην πραγματεία του Subculture: The Meaning of Style (Λονδίνο: Routledge, 1979)1. Θα μπορούσαμε, ως εκ τούτου, να ισχυριστούμε ότι στην άποψη των επιμελητών πως «[η] σύλληψη της μουσικής ισοδυναμεί με την κατανόηση του κόσμου» αποτυπώνεται εν μέρει η θέση του οικονομολόγου Jacques Attali από βιβλίο του Bruits: essai sur l'economie politique de la musique (Παρίσι: Presses Universitaires de France, 1977)2 ότι η μουσική μπορεί να γίνει αντιληπτή ως «άκουσμα» (ή, ενίοτε, ως «θόρυβος») της κοινωνίας, ως ηχοτοπίο του πολιτισμικού πλαισίου που όχι μόνο αντανακλά αλλά προμηνύει κιόλας τις πολιτισμικές αλλαγές του εγγύτερου μέλλοντος. «Τον κόσμο δεν τον βλέπεις, τον ακούς. Δεν τον διαβάζεις, τον ακροάσαι». Άραγε, ισχύουν τα ανωτέρω για την περίπτωση του ροκ και των λοιπών τάσεων της σύγχρονης δημοφιλούς μουσικής και πώς καθίστανται αυτά αντιληπτά μέσα από τα επιμέρους κείμενα των συγγραφέων;
![]() |
Οι Γενιά του Χάους, στα σκαλάκια της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Από αριστερά: Άκης Αμπράζης (μπάσο), Θοδωρής Ηλιακόπουλος (τραγούδι), Άρης Λαμπρίδης (ντραμς) και Κωστας Χατζόπουλος (κιθάρα). Φωτογραφία © Γ. Τουρκοβασίλης (2 Απριλίου 1984) |
Ο συνδυασμός κριτικών τοποθετήσεων και αυτοαναφορικών συσχετίσεων κάνει τα κεφάλαια του τόμου αυτού εξαιρετικά επίκαιρα και ενδιαφέροντα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι εκ των συντελεστών του βιβλίου ασχολούνται οι ίδιοι με τη μουσική πράξη όχι μόνο ερευνητικά αλλά και δημιουργικά-καλλιτεχνικά. Επιπλέον, η ισορροπία ανάμεσα στο θεωρητικό και το εθνογραφικό υλικό διατρέχει τα πιο πολλά κείμενα, καθώς είναι παραπάνω από προφανείς οι άμεσες (έντυπες ή προφορικές) αναφορές μέσα από συνεντεύξεις, μαρτυρίες των εμπλεκόμενων προσώπων και σχετικές γραπτές πηγές. Το εν λόγω στοιχείο βοηθά ως επί το πλείστον στην πρόσληψη των κειμένων από το αναγνωστικό κοινό, είτε πρόκειται για ειδικούς επιστήμονες είτε απλούστερα για λάτρεις των συγκεκριμένων μουσικών ειδών. Εκτός της αναλυτικής εισαγωγής, οι υπόλοιπες ενότητες διαρθρώνονται σε τέσσερις άξονες που αφορούν στην ηλικία και την ιστορία του ροκ, στις συνέχειες και τις ασυνέχειες της πορείας του, καθώς και σε ζητήματα τεχνολογίας και πολιτικής στην παγκόσμια μουσική αρένα. Κάθε μελέτη περίπτωσης που παρουσιάζεται δεν εντάσσεται αποκλειστικά σε έναν από τους παραπάνω άξονες αλλά οι πτυχές αυτές διαπερνούν –λίγο έως πολύ– όλα σχεδόν τα κείμενα, διαμορφώνοντας κοινούς τόπους αναφοράς και υπερβαίνοντας την ποικιλομορφία των αρχικών επιστημονικών πεδίων εκκίνησης των ερευνητών.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου, ο Κώστας Κατσάπης εξετάζει το φαινόμενο της μπητλομανίας στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, ο Γιάννης Ν. Κολοβός ξεδιπλώνει ιστορίες από διαφορετικές γενιές της ροκ και πανκ σκηνής στην Αθήνα και η Μαρία Πακτίτη παρατηρεί τη συγκρότηση μουσικών ταυτοτήτων στη σύγχρονη ελληνική ανεξάρτητη ροκ κουλτούρα της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια, η σκυτάλη περνά στη Ναταλία Κουτσούγερα που αναλύει τις έμφυλες διαγωνιστικές χορευτικές επιτελέσεις του χιπ χοπ στις πόλεις, καθώς και στους Μυρσίνη Βασιλοπούλου και Νικόλα Χρηστάκη που πραγματεύονται θέματα σχετικά με την αυθεντικότητα, τη χρονικότητα και την οπτικοακουστική ταυτότητα του δίσκου των Foxygen με τίτλο …And Star Power υπό το πρίσμα της υπερνεωτερικότητας. Στα επόμενα κεφάλαια, η Βασιλική Λαλιώτη, στο πλαίσιο των συναυλιών ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής ανιχνεύει όψεις των εννοιών «ενσώματη» και «ζωντανή» επιτέλεση, όπως αυτές πραγματώνονται μέσω της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας, ενώ η Πατρίτσια Γερακοπούλου αναπτύσσει διεξοδικά τις κοινοτιστικές διαστάσεις της DJ κουλτούρας. Ο Πέτρος Πετρίδης περιγράφει τη σχέση του ροκ με το αναδυόμενο μουσικό είδος nintendocore των βιντεοπαιχνιδιών και, τέλος, ο Νίκος Σούζας προχωρά σε μία διερεύνηση των μετέωρων, εναλλασσόμενων και ανισόρροπων σχέσεων μεταξύ ιδεολογίας και βιομηχανίας στη σύγχρονη πανκ-ροκ σκηνή μέσα από μία σύζευξη Πολιτικής Οικονομίας και Σπουδών Φύλου με αφορμή το αντισυμβατικό συγκρότημα Against Me! και τις επιλογές της διαφυλικής τραγουδίστριάς του.
[Το βιβλίο πέτυχε] να φέρει στο προσκήνιο νέους Έλληνες ερευνητές από τον χώρο των σπουδών δημοφιλούς μουσικής συνεργαζόμενων με ήδη καταξιωμένους επιστήμονες στο αντικείμενο.
Σε συνάρτηση με ό,τι κανείς μπορεί να αντιληφθεί ξεφυλλίζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου, δεν προκύπτει ως πρόθεση των συντελεστών αυτού του εγχειρήματος μια ενδελεχής ιστορική, ιδεολογική ή μουσικολογική προσέγγιση της ροκ ή άλλης δημοφιλούς μουσικής, γεγονός το οποίο, άλλωστε, θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε περιορισμό των δυνητικών αναγνωστών του πονήματος. Στρέφοντας το ενδιαφέρον προφανώς όχι στη μουσική αλλά πρωτίστως στους ανθρώπους που κάνουν μουσική ή που μετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο μίας σύγχρονης δημοφιλούς μουσικής (υπο)κουλτούρας όπως το ροκ, δηλαδή στους μουσικούς, τους παραγωγούς, τους οπαδούς ή ακόμα και τους επικριτές της, ο συλλογικός τόμος Το ροκ πέθανε… Ζήτω το ροκ! φαίνεται να πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον σε δύο καίριες στοχεύσεις: να φέρει στο προσκήνιο νέους Έλληνες ερευνητές από τον χώρο των σπουδών δημοφιλούς μουσικής συνεργαζόμενων με ήδη καταξιωμένους επιστήμονες στο αντικείμενο και, παράλληλα, να αναδείξει μικρές –κάποιες αθέατες ή ανεξερεύνητες– ιστορίες από τα (συχνά θεωρούμενα) «φτηνά» μουσικά είδη, οι οποίες έχουν ωστόσο τη δυνατότητα να φωτίσουν αποτελεσματικά όχι μόνο τη μουσική αλλά την ευρύτερη μεταμοντέρνα, παγκοσμιοτοπική και διαμεσολαβούμενη δημοφιλή κουλτούρα.
* O ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΚΗΣ είναι (εθνο)μουσικολόγος, διδάκτορας Ανθρωπολογίας της Μουσικής, και μέλος ΕΔΙΠ στο ΕΚΠΑ.
Έχει γράψει τη μελέτη «Μουσικολογία και κνηματογράφος» (εκδ. Ορφέως).
1. Βλ. την ελληνική έκδοση του βιβλίου σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη, Υπο-κουλτούρα: Το νόημα του στυλ (Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση, 1988).
2. Βλ. την ελληνική έκδοση του βιβλίου σε μετάφραση Ντενίζ Ανδριτσάνου και επιμέλεια Γιάννη Κρητικού, Θόρυβοι: Δοκίμιο πολιτικής οικονομίας της μουσικής (Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος - Ράππα, 1991).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«“Rock is dead, long live rock” τραγούδαγαν οι Who το 1972, κάνοντας μια από τις πρώτες αναστοχαστικές τομές στην πορεία αυτής της σημαντικής πτυχής της μαζικής κουλτούρας του 20ού αιώνα. Το ροκ εξάλλου έμελλε να πεθάνει και να ξαναπεθάνει έκτοτε αρκετές φορές: “Rock and roll is dead” τραγούδαγε παθιασμένα ο Λένι Κράβιτζ το 1995, “rock is deader than dead” συμπλήρωνε ο Μέριλιν Μάνσον το 1998, με την ίδια έμφαση αλλά φυσικά για άλλους λόγους. Όπως κι αν έχει, το ροκ εξακολουθεί να ιζηματοποιεί πάμπολλες –λιγότερο ή περισσότερο νεανικές (ηλικιακά ή ψυχολογικά)– συγκινήσεις, συμμετοχές και προβληματικές, ανοιγόμενο ώριμα ή ανώριμα, αφιλοκερδώς ή υστερόβουλα, στις (μετά- ή υπέρ-) νεωτερικές ιστορικοκοινωνικές δυναμικές».
Το ροκ πέθανε... Ζήτω το ροκ!
Κείμενα για τις σύγχρονες μουσικές τάσεις και υποκουλτούρες
Συλλογικό
Επιμέλεια: Γιάννης Ν. Κολοβός & Νικόλας Χρηστάκης
Εκδόσεις Απρόβλεπτες 2018
Σελ. 300, τιμή εκδότη €13,80