Για το βιβλίο του Αριστείδη Χατζή «Ο ενδοξότερος αγώνας – Η ελληνική επανάσταση του 1821» (μτφρ. Νίκος Ρούσσος, εκδ. Παπαδόπουλος). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878): «Η υποδοχή του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», 1861, Αθήνα © Εθνική Πινακοθήκη. Με το μαύρο παλτό απεικονίζεται ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Μέσα στο 2021 κυκλοφόρησαν πολλές και εξαιρετικές –οι περισσότερες– εργασίες για την ελληνική επανάσταση του 1821. Αυτό δεν σημαίνει πως γράφηκαν τα πάντα. Αυτό το αποδεικνύει η παρούσα μελέτη του Αριστείδη Ν. Χατζή, καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο ΕΚΠΑ. Ούτως ή άλλως ποτέ οι επιστημονικές οπτικές πάνω στα αίτια, τον χαρακτήρα και τους παράγοντες που συνέβαλαν στην ελληνική παλιγγενεσία δεν είναι αρκετές. Αυτή όμως εδώ η μελέτη κανοναρχείται από δύο επιπλέον στοιχεία. Το πρώτο αφορά το πώς η ιστορία των προσώπων και οι διαδρομές τους δένουν γερά με την ιστορία της επανάστασης και δεν είναι απλές «λεπτομέρειες» που κάνουν πιο γλαφυρή την αφήγηση. Το δεύτερο είναι η ευδιάκριτη παντού αγάπη του συγγραφέα για το αντικείμενό του. Και αυτή η αγάπη φαίνεται στη γλώσσα. Το να γράφεις καλά είναι βεβαίως θέμα γνώσης της γλώσσας και ύφους, είναι όμως και θέμα τού ν’ αγαπάς αυτό που γράφεις. Ο Χατζής αγαπά αυτό που γράφει και έτσι του «βγαίνει» μια τόσο συναρπαστική αφήγηση.
Μια όχι μόνο φιλελεύθερη αφήγηση
Θα περίμενε κανείς από ένα γνωστό και πραγματικό φιλελεύθερο όπως ο συγγραφέας να γράψει μια φιλελεύθερη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, μέσα από το πρίσμα των φιλελεύθερων διανοούμενων και να έδινε έμφαση στα συντάγματα, στην πολιτική ιστορία και στη σύγκρουση «εκσυγχρονιστών»/παραδοσιακών, όπως δηλώνει και ο ίδιος. Oμως, πέραν του να είναι φιλελεύθερος, είναι και επιστήμονας που καθοδηγείται από τα ευρήματα της μελέτης του και δεν τα καθοδηγεί. Εξάγει έτσι πολύ πλούσια συμπεράσματα που υπερβαίνουν τα όρια μιας μονομερούς φιλελεύθερης οπτικής. Ο καθηγητής Χατζής βουτά κυριολεκτικά στη δευτερογενή έρευνα και βιβλιογραφία αλλά και στα πρωτογενή στοιχεία που υπάρχουν άφθονα στα αρχεία της επανάστασης (επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία, απομνημονεύματα). Μάλιστα προχωρά και σε μια ευφυή κίνηση. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου του υπάρχει ένα παράρτημα που το ονομάζει «Ιντερλούδιο» και στο οποίο παρατίθενται γραπτά αποσπάσματα παραγόντων της επανάστασης και συγγραφέων της ιστορίας της με τη μορφή σχολίων. Δυο Βρετανοί, ο στρατιωτικός Τόμας Γκόρντον που συμμετείχε ως εθελοντής στην επανάσταση και ο ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ, και δυο Έλληνες, ο Σπυρίδων Τρικούπης, συνεργάτης του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και μετέπειτα ιστορικός της επανάστασης, και ο Φωτάκος, υπασπιστής και γραφιάς του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, συνθέτουν την τετράδα την οποία περισσότερο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Όμως πέραν του να είναι φιλελεύθερος, είναι και επιστήμονας που καθοδηγείται από τα ευρήματα της μελέτης του και δεν τα καθοδηγεί. Εξάγει έτσι πολύ πλούσια συμπεράσματα που υπερβαίνουν τα όρια μιας μονομερούς φιλελεύθερης οπτικής. Ο καθηγητής Χατζής βουτά κυριολεκτικά στη δευτερογενή έρευνα...
Η ατμόσφαιρα της Πίζας
Η ιστορία ξεκινά τον Μάρτιο του 1821 στην ειδυλλιακή Πίζα, σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει πνευματική επανάσταση. Εκεί συναντώνται οι τύχες ενός Έλληνα τριαντάρη διανοούμενου, ενός μεγάλου Άγγλου ποιητή και μιας εξίσου μεγάλης συγγραφέως, ποιήτριας και ριζοσπάστριας Αγγλίδας. Ο Έλληνας είναι ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γραμματέας του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, τον οποίο έχει ακολουθήσει εκεί μετά την απομάκρυνσή του από τον σουλτάνο, αλλά και για να γίνει τμήμα του δικτύου που είχε στήσει ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Και οι δυο βρίσκονταν σε άμεση συνεννόηση με τον υπουργό Εξωτερικών του τσάρου, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι δυο Βρετανοί είναι ο Πέρσι Σέλεϊ και η σύζυγός του Μαίρη Σέλεϊ, μητέρα της οποίας ήταν η θρυλική φεμινίστρια και άνθρωπος του Διαφωτισμού Μαίρη Γούλστονκραφτ. Ο Πέρσι μιλά τα ερασμιακά ελληνικά και ο Μαυροκορδάτος μαθαίνει στη Μαίρη τα σύγχρονα ελληνικά. Όλα δείχνουν πως ο Έλληνας και η Αγγλίδα είναι ερωτευμένοι.
Οι Ευρωπαίοι αν και απεχθάνονταν την Οθωμανική Αυτοκρατορία φοβόνταν μήπως η διάλυσή της ενίσχυε τη Ρωσία. Ενώ η Ιερά Συμμαχία με επικεφαλής τον Μέτερνιχ φοβόταν μήπως μια επανάσταση στην Ελλάδα άνοιγε τον ασκό του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη.
Οι δυο Βρετανοί όμως είναι κυριολεκτικά απορροφημένοι από το όραμα της ελληνικής απελευθέρωσης όπως τους το μεταφέρει ο Μαυροκορδάτος. Οι Σέλεϊ είναι αυτοί που μύησαν τον λόρδο Βύρωνα, ο οποίος αρχικά αντιμετώπιζε με κυνισμό τον ελληνικό αγώνα. Δεν τους μεταφέρει όμως απλώς τη λαχτάρα κάποιων που σταδιακά από Ρωμιοί ή Γραικοί είχαν αρχίσει να γίνονται Έλληνες, αλλά και το δικό του φιλόδοξο γεωπολιτικό σχέδιο. Οι Σέλεϊ, όπως γράφει ο συγγραφέας, επικαλούμενος τον Ρόντρικ Μπίτον, έγιναν φορείς μετάδοσης του πνεύματος Μαυροκορδάτου στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι αν και απεχθάνονταν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, φοβόνταν μήπως η διάλυσή της ενίσχυε τη Ρωσία. Ενώ η Ιερά Συμμαχία με επικεφαλής τον Μέτερνιχ φοβόταν μήπως μια επανάσταση στην Ελλάδα άνοιγε τον ασκό του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Αυτό, χάρη και στο σχέδιο προσέγγισης πρωτίστως της Βρετανίας και δευτερευόντως της Γαλλίας του Μαυροκορδάτου, επετεύχθη επτά χρόνια αργότερα. Ο συγγραφέας παρακολουθεί πρόσωπα, κινήσεις, μάχες, εσωτερικές συγκρούσεις και κυρίως τη διαμόρφωση του συνταγματικού τοπίου της ελληνικής επανάστασης στα δυο πρώτα χρόνια της. Σύμφωνα με τον ίδιο θα ακολουθήσει δεύτερος τόμος για τα επόμενα χρόνια.
Η Φιλική Εταιρεία και τα σχέδια Μαυροκορδάτου και Καποδίστρια
Στη συνέχεια αλλάζει το σκηνικό. Γυρίζουμε πίσω στον Ιανουάριο του 1820 και μεταφερόμαστε στην Αγία Πετρούπολη. Ο Εμμανουήλ Ξανθός, o ένας εκ των τριών της Φιλικής Εταιρείας, βρίσκεται εκεί για να ζητήσει από τον υπουργό εξωτερικών του τσάρου Ιωάννη Καποδίστρια τη στήριξή του στη σχεδιαζόμενη εξέγερση των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τρία χρόνια νωρίτερα το ίδιο είχε ζητήσει ένας γοητευτικός τυχοδιώκτης, ο Νικόλαος Γαλάτης. Ο Καποδίστριας τον είχε ρωτήσει αν «παραλογίζεται»· αυτή ήταν η γνώμη του για το πρόωρο του εγχειρήματος, για το οποίο η πρώτη που έπρεπε να αποφασίσει ήταν η «Θεία Πρόνοια». Αρνητική απάντηση έδωσε το 1820 ο Καποδίστριας και σ’ ένα άλλο απεσταλμένο, τον Κυριάκο Καμαρηνό. Και οι δυο απεσταλμένοι δολοφονήθηκαν για να μη αποκαλυφτεί πως η Φιλική Εταιρεία δεν είχε τη στήριξη του τσάρου. Το σχέδιο του Καποδίστρια ήταν άλλο. Αυτό στηριζόταν στην ιδέα πως εμπνευστής της επανάστασης δεν έπρεπε να είναι οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για επανάσταση. Η εκπαίδευση και η μόρφωσή τους είχαν προτεραιότητα. Για να ξεκινήσει να λειτουργεί αυτό το σχέδιο χρειάζονταν τουλάχιστον άλλα δέκα χρόνια μετά το 1820.
Το σκηνικό αλλάζει και πάμε πίσω στο 1814 και στην Οδησσό. Εκεί, τρεις χαμηλόβαθμοι παράγοντες, ο προαναφερθείς μικρέμπορος Εμμανουήλ Ξανθός, ο επίσης μικρέμπορος Νικόλαος Σκουφάς και ο πιο μορφωμένος και νεότερος Αθανάσιος Τσακάλωφ ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία. Αυτή η μυστική εταιρεία μέχρι το 1820 είχε μικρή απήχηση, αλλά το 1820 και με τη διάδοση της φήμης πως από πίσω της βρίσκεται μια «Αόρατη Αρχή», άρχισε να δυναμώνει. Γι’ αυτό και δολοφονήθηκαν οι δυο απεσταλμένοι της που μετέφεραν αρνητικά νέα απ’ αυτήν την Αρχή. Συνοδοιπόρος του έγινε στη συνέχεια ο συνετός Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο χρηματοδότης Παναγιώτης Σέκερης, ο διανοούμενος ιερωμένος Άνθιμος Γαζής και ο φιλόδοξος κληρικός Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας. Όταν ο Καποδίστριας αρνήθηκε και στον Ξάνθο να αναλάβει επικεφαλής της εξέγερσης, τα βλέμματα στράφηκαν στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Σημαία του πρώτου έτους της Επανάστασης, με σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας. |
Από την πιο σκοτεινή ώρα της σκλαβιάς στο Δραγατσάνι
Γυρίζουμε τώρα ακόμη πιο πίσω, στη σκοτεινή ώρα και τα σκοτεινά χρόνια που ακολούθησαν την άλωση της Πόλης το 1453. Αυτά εξηγούν το πάθος των ραγιάδων που άρχισαν να γίνονται Έλληνες, με την επίδραση της διανόησης, για μια ελεύθερη πατρίδα. Και επειδή Έλληνας –και οτιδήποτε άλλο– δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι, ο συγγραφέας παρακολουθεί πώς έγινε αυτό. «Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν πως στους άπιστους άξιζε μόνο η θέση του ραγιά. Οι χριστιανοί ραγιάδες έπρεπε να νοιώθουν “τυχεροί” που ζούσαν σ’ ένα τόσο ανεκτικό κράτος, οι Οθωμανοί τους άφηναν να ζουν, να εργάζονται, μερικές φορές και να προκόβουν». (σελ. 113) Όμως ο Ρήγας, ο Κοραής, η «Ελληνική Νομαρχία» δεν «βολεύονταν» με αυτό. Λόγω της επιρροής του Κοραή δεν υπάρχει στις επίσημες διακηρύξεις καμία αναφορά στην κληρονομία του Βυζαντίου, όλα οδηγούν στην Αρχαία Ελλάδα. Δεν υπάρχει θέση για τους Ρωμιούς, τη θέση τους είχαν καταλάβει οι Έλληνες. Το «Στοχάσου, και Αρκεί» της «Ελληνικής Νομαρχίας» έγινε το μείζον.
Όταν σ’ αυτό το κλίμα μπήκαν και οι προεστοί, οι οπλαρχηγοί, οι καραβοκύρηδες αλλά και η πλειονότητα των ορθόδοξων γεωργών και κτηνοτρόφων, του λαού δηλαδή, είχε φτάσει ο χρόνος της εξέγερσης. Όλοι αυτοί, αν και είχαν διαφορετικούς επιμέρους στόχους και συμφέροντα, λαχταρούσαν «μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Όταν στο σχέδιο μπήκαν και οι Φαναριώτες, το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Υπήρξε όμως ένα σφάλμα στη ροή του. Το σχέδιο των Φιλικών για εξέγερση στη Μάνη (Συμμαχίες με τους άλλους Βαλκάνιους), στην Πόλη (σοκ και δέος) και στις Παραδουνάβιες περιοχές (αντιπερισπασμός) στηριζόταν στον μύχιο πόθο για μια, σε τελική ανάλυση, στήριξη του τσάρου. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έκανε πολλά λάθη, αλλά η μείζονα αιτία της αποτυχίας του στο Δραγατσάνι ήταν πως δεν κατάλαβε πως η απελευθέρωση έπρεπε να στηριχθεί σ’ ένα άλλο σχέδιο. Αυτό, ή θα ήταν το σχέδιο Καποδίστρια, το οποίο αναφέρθηκε ήδη, ή αυτό του Μαυροκορδάτου, το οποίο αποσκοπούσε στο να καθησυχάζει τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και την Ιερά Συμμαχία πως εδώ δεν είχαμε μια επανάσταση κάποιων ριζοσπαστών, αλλά Ελλήνων που ζητούσαν να ξαναστήσουν τη δημοκρατία στον τόπο τους. Και ταυτοχρόνως να πείσει Βρετανούς και Γάλλους, αλλά και τους αντιδραστικούς Αυστριακούς, πως η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν γινόταν με τη δική τους παρέμβαση και συμμετοχή, δεν θα ενίσχυε τη Ρωσία. Αντιθέτως, αν αυτό γινόταν χωρίς τη συμμετοχή τους, μόνος ωφελημένος θα ήταν ο τσάρος. Για να περάσει αυτό το σχέδιο ο Μαυροκορδάτος δεν είχε ως μόνο αντίπαλό του την καχυποψία των Δυτικών αλλά και των Φαναριωτών και των προεστών και την άγνοια των οπλαρχηγών.
Η βία στην Επανάσταση
Η Επανάσταση ξέσπασε, παρόλο που η μόνη ετοιμοπόλεμη δύναμη ήταν οι Μανιάτες. Οι πρώτες επιτυχίες αλλά και οι πρώτες αποτυχίες συνδυάστηκαν με δύο κυρίως φαινόμενα. Από τη μια, υπήρχε η κυριαρχία της στρατιωτικής ευφυίας του Κολοκοτρώνη και από την άλλη η απίστευτη βία που ασκήθηκε από τις δυο πλευρές. Η βία των Τούρκων κατά των αμάχων (σφαγή της Χίου) και η εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγόριου συγκίνησε τους Ευρωπαίους και έδινε επιχειρήματα στο σχέδιο Μαυροκορδάτου, αλλά η βία των Ελλήνων (κυρίως στην Τριπολιτσά και στην Κόρινθο) λίγο έλειψε να τινάξει τα πάντα στον αέρα, αν δεν υπήρχαν οι επιστολές του Μαυροκορδάτου στους ισχυρούς αλλά και στον τύπο όπου εξηγούσε τα αίτιά της. Αυτή η βία κατά των ορθοδόξων, των μουσουλμάνων αλλά και κατά των φτωχών εβραίων ουσιαστικά «γκρέμισε όλες τις γέφυρες» για οποιουσδήποτε συμβιβασμούς και από τις δυο πλευρές. «Βραχυπρόθεσμα, η βία πίεζε τους διστακτικούς Έλληνες να δεσμευτούν στην Επανάσταση· μακροπρόθεσμα, η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να ισχυριστεί ότι η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν πλέον αδύνατη κι ότι κάθε διεθνής λύση θα έπρεπε να λάβει υπόψη της αυτό το γεγονός». (σελ. 385).
Αυτή η βία κατά των ορθοδόξων, των μουσουλμάνων αλλά και κατά των φτωχών εβραίων ουσιαστικά «γκρέμισε όλες τις γέφυρες» για οποιουσδήποτε συμβιβασμούς και από τις δυο πλευρές.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες ή θα νικούσαν και θα απελευθερώνονταν ή θα χάνονταν από προσώπου γης. Ο Χατζής δεν παρακολουθεί τις διαμάχες για τη διανομή και των εξουσιών σε Πελοπόννησο, Δυτική και Ανατολική Στερεά μεταξύ οπλαρχηγών, προεστών, Φαναριωτών, διανοουμένων όπως ο Μαυροκορδάτος και του αδελφού του Αλέξανδρου, του Δημήτριου Υψηλάντη, ως διαμάχες μιας μεταφυσικής διχόνοιας, αλλά ως διαμάχες διαφορετικών σχεδίων και συμφερόντων. Έτσι συμβάλλει τα μέγιστα στην περιθωριοποίηση ιδεών σαν αυτή της διχόνοιας που ταλαιπωρεί, υποτίθεται, το DNA των Ελλήνων και άλλες παρόμοιες ανοησίες. Εδώ ο συγγραφέας στέκεται στο θάρρος, στην ανιδιοτέλεια και τον πατριωτισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αλλά συγχρόνως τονίζει την ελάχιστη οξυδέρκεια και ενεργητικότητα που τον διέκρινε. Δυστυχώς, και ο αδελφός του Δημήτριος, που επέμενε να οριστεί ως μονάρχης, δεν κατάλαβε τους άλλους παράγοντες της Επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης τον συμπάθησε, αλλά αντιλήφθηκε την αδυναμία του χαρακτήρα του. Και ο Μαυροκορδάτος την εκμεταλλεύτηκε για χάρη του δικού του σχεδίου. Αυτό όμως ήταν προς το καλό των Ελλήνων.
Ο Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ). Έχει τιμηθεί με υποτροφίες και ακαδημαϊκά βραβεία, εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους, έχει διδάξει και έχει δώσει πλήθος διαλέξεων στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική, στην Αφρική και στην Άπω Ανατολή. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε μεγάλα ΜΜΕ της Ελλάδας (Καθημερινή, Τα Νέα, Protagon) και του εξωτερικού (New York Times, Financial Times, Wall Street Journal, Washington Post). |
Η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας και το Σύνταγμα
Εκεί που απογειώνεται το Σχέδιο Μαυροκορδάτου είναι στη Διακήρυξη για την Ανεξαρτησία (15-01-1822) και στην ψήφιση του Πρώτου Συντάγματος (1821-1822) στην Επίδαυρο, γραμμένα και τα δύο δια χειρός του Αναστασίου Πολυζωίδη και του ιταλού καρμπονάρου Βιντζέντσο Γκαλίνα. Η Διακήρυξη βασιζόταν σε πέντε επιχειρήματα. Πρώτον, η οθωμανική κατοχή ευρωπαϊκών εδαφών έπρεπε να σταματήσει. Δεύτερον, οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν χριστιανοί. Τρίτον, οι επαναστάτες ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τέταρτον, οι Έλληνες πίστευαν στην αρχή του δυτικού πολιτισμού για την προτεραιότητα των φυσικών δικαιωμάτων. Η νεότερη Ελλάδα επιθυμούσε να είναι αναπόσπαστο τμήμα της (Δυτικής) Ευρώπης. Το πέμπτο στοιχείο ήταν η αποσιώπηση κάθε αναφοράς στη Φιλική Εταιρεία. Το πρώτο σύνταγμα χαρακτηρίστηκε «Προσωρινό», γιατί ο Μαυροκορδάτος δεν ήθελε να προκαλέσει λόγω των πολύ προοδευτικών διατάξεών του τις συντηρητικές δυνάμεις, ιδίως τη Ρωσία και την Αυστρία. Η προσωρινότητα βόλευε γιατί έστελνε το μήνυμα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις πως εδώ δεν κρυβόταν κανένα ριζοσπαστικό σχέδιο. Αλλά και οι διατάξεις εκτείνονταν από την αναγνώριση «επικρατούσας θρησκείας» έως την προτεραιότητα της ισότητας, όπως τονίζει ο Χατζής επικαλούμενος τον Νίκο Αλιβιζάτο.
Το πρώτο σύνταγμα χαρακτηρίστηκε «Προσωρινό», γιατί ο Μαυροκορδάτος δεν ήθελε να προκαλέσει λόγω των πολύ προοδευτικών διατάξεών του τις συντηρητικές δυνάμεις, ιδίως τη Ρωσία και την Αυστρία.
Ήταν ένα Σύνταγμα που κινούταν από την παραδοχή επίσημης επικρατούσας θρησκείας έως την καθολική ψηφοφορία και από την πίστη στις εξισωτικές θεωρίες του Ρουσσώ έως τον φιλελευθερισμό των Μοντεσκιέ και Βολταίρου, όπου καταδικαζόταν κάθε βία κατά των αλλοθρήσκων. Ένα Σύνταγμα στο οποίο «καθιερώθηκαν σχεδόν όλες οι καινοτομίες: συνταγματικό πολίτευμα, κράτος δικαίου, ισονομία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, διάκριση εξουσιών, κυρίαρχο κοινοβούλιο, ενιαία συγκεντρωτική εθνική διοίκηση, τακτικός εθνικός στρατός, κεντρική δημοσιονομική πολιτική, πολιτική ενότητα, προστασία ατομικών ελευθεριών». (σελ. 486) Και ενώ υπήρχαν κρίσεις πως αυτό το Σύνταγμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ο συγγραφέας επικαλούμενος και τον Πέτρο Πιζάνια, ισχυρίζεται πως η εφαρμογή του, παρά τις πολιτικές εντάσεις και διαφωνίες παραγόντων της Επανάστασης, ήταν συνεχής.
Ο Χατζής δεν αποθεώνει κανέναν από τους παράγοντες της Επανάστασης αλλά και δεν καταδικάζει άκριτα ακόμη και αυτούς που δεν φάνηκαν να τη στηρίζουν. Εξετάζει καθένα και καθεμιά τους μέσα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, αλλά κυρίως της ταξικής θέσης τους. Δεν μοιράζει όμως και συγχωροχάρτια για τα λάθη τους. Δεν παρουσιάζει με ρόδινα χρώματα ούτε καν τον Μαυροκορδάτο, στα λάθη και τον χαρακτήρα του οποίου αναφέρεται εκτεταμένα, στηριζόμενος στην κρίση σύγχρονων του διανοούμενου ιστορικών, αλλά και σημερινών. Δεν τον παρουσιάζει όμως και με τα ασπρόμαυρα μιας πιο σύγχρονης ιστοριογραφίας, η οποία ευτυχώς τείνει να εκλείψει. Ο Μαυροκορδάτος της σύγκρουσης με Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη είναι και ο Μαυροκορδάτος του Συντάγματος, της οχύρωσης του Μεσολογγίου αλλά κυρίως της προσέγγισής του με τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Τζορτζ Κάνινγκ, προσέγγιση που άλλαξε την πορεία της Επανάστασης από την καταστροφή προς την ελευθερία. Είναι ο άντρας που ο Μέτερνιχ χαρακτήρισε ως «μια ολόκληρη επανάσταση από μόνος του». Είναι όμως και ο πολιτικός που μπήκε σχετικά εύπορος στην Επανάσταση και βγήκε πάμπτωχος.
Προσυπογράφω απόλυτα την τελική θέση του συγγραφέα πως «η ελληνική επανάσταση δεν ήταν μια προνεωτερική εξέγερση οπλαρχηγών, τοπικών προεστών και ιερωμένων, αλλά μια νεωτερική, φιλελεύθερη εθνική επανάσταση». (σελ. 225) Ίσως θα μπορούσε να είναι λιγότερο συγκαταβατικός με πτυχές της δράσης του Καποδίστρια ως τσαρικού υπουργού, με τις αντιδραστικές ιδέες του Πατριάρχη Γρηγόριου, τις κυβιστήσεις του Κολοκοτρώνη. Επίσης, ίσως δεν αναδεικνύει αρκετά κάποιες πιο συντηρητικές πλευρές του Μαυροκορδάτου και υποβαθμίζει κάπως τη σημασία των υπέρμετρων φιλοδοξιών του.
Ποιος είπε πως μόνο το λεγόμενο καλό ιστορικό μυθιστόρημα είναι σαν ιστορία; Είναι και η καλή ιστορία που μοιάζει με συναρπαστικό μυθιστόρημα. Τέτοιο είναι και αυτό εδώ το βιβλίο στην προσεγμένη μετάφρασή του από τον Νίκο Ρούσσο. Ο τίτλος του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από την ελεύθερη μετάφραση της επιστολής της Σέλεϊ προς τον Μαυροκορδάτο με τίτλο «The Noblest Cause» (Ο ευγενέστερος σκοπός).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πέρα από την Εκκλησία, μόνο κάποια άτομα με υψηλή μόρφωση αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες πριν από τον 18ο αιώνα, αλλά ήταν μεμονωμένα και συνήθως ζούσαν εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έπρεπε να έρθει ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός για να επαναπροσδιοριστεί η λέξη “Έλληνας” και να συνδεθούν οι αρχαίοι Έλληνες με τους Ρωμιούς, να κατασκευαστεί μια νέα ελληνική ταυτότητα». (σ. 109)