Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ... Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.
Υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο.
Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο;
Υπάρχουν λόγοι που εξηγούν το επίτευγμα. Ο αναγνώστης θα τους βρει συγκεντρωμένους σ' αυτόν τον τόμο, κοντά 300 σελίδες, που συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν του λυρικού έργου του ποιητή – επτά συλλογές δημοσιευμένες σε διάστημα 34 ετών, από το 1978 ώς το 2012. Γράφω ''σχεδόν'' επειδή ο Γκανάς επέλεξε να μη περιλάβει σ' αυτόν μια επιλογή έστω από τα πάμπολλα και κοσμαγάπητα τραγούδια του. Κρίμα, νομίζω, κι αυτό όχι μόνο επειδή η ποιότητα αρκετών από αυτά δεν υστερεί από εκείνη των «επίσημων» ποιημάτων του. Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι, έλεγε ο Παλαμάς, και το έργο του Γκανά στην ολότητά του, μελοποιημένο και ''λόγιο'', ελευθερόστιχο και έμμετρο, συνιστά λαμπρή απόδειξη του παλαμικού ορισμού. Αλλά και αποδεικνύει εκ του αντιθέτου ότι όπου η ποίηση τείνει να ξεκόψει από το τραγούδι, όπως το βλέπουμε να γίνεται σήμερα από αδυναμία ή ιδεασμό, κινδυνεύει να ξεπέσει στη στέγνια και τη σοβαροφάνεια.
Ο Γκανάς ποτέ του δεν πιάστηκε στο άδοξο δόκανο της εκφραστικής ακρότητας, της καινοθηρίας, του εντυπωσιασμού.
Ο ίδιος ο Γκανάς δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα αυτή. Όπως ποτέ του δεν πιάστηκε στο άδοξο δόκανο της εκφραστικής ακρότητας, της καινοθηρίας, του εντυπωσιασμού. Ενώ διαθέτει γλώσσα δική του απολύτως διακριτή, δεν έχασε την επαφή με την κοινή λαλιά, με την κοινή γλώσσα. Στα ποιήματά του περισώζεται ένας πανάρχαιος συμβολικός κόσμος, αυτός που γέννησε και συγκράτησε η ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ένας κόσμος που δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι' αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ' όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος: Της ουτοπίας από τη μια, και του μηδενός από την άλλη – ήτοι το βάρος του πόθου που επειδή ο κορεσμός του είναι ανέφικτος, στο τέλος γίνεται άρνηση και υπαρξιακός βραχνάς.
Στον δρόμο αυτόν, ας σημειωθεί, ο Γκανάς δεν είναι μόνος του. Μαζί του συνοδοιπορούν ορισμένοι από τους πιο αξιόλογους τεχνίτες που έβγαλε η ποίησή μας τα τελευταία χρόνια, ο Μάρκος Μέσκος λ.χ., ή ο τόσο πρόωρα χαμένος Χρήστος Μπράβος, ή ο πολύ νεώτερός τους Δημήτρης Κοσμόπουλος, για να αναφέρω λίγα μόνο ονόματα. Ο ίδιος ο Γκανάς μιλάει για ρίζα κοινή. Όμως συνοδοιπόρους του θα βρούμε κι αλλού, έξω απ' την ποίηση· βασικά γνωρίσματα της αισθητικής του τα συναντούμε αλλιώς προσμεμειγμένα στην πεζογραφία του συντοπίτη του Σωτήρη Δημητρίου λ.χ., στον κινηματογράφο του Δήμου Αβδελιώδη, τη ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα ή του Χρήστου Μποκόρου, τη μουσική και τα τραγούδια του Νίκου Ξυδάκη, του Θοδωρή Γκόνη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά.
Η συνοδοιπορία αυτή προσθέτει στο έργο του Γκανά, δεν του αφαιρεί. Δείχνει ότι εκτός από ποιητής καθ' όλα προσωπικός είναι και δημιουργός αντιπροσωπευτικός, εκφραστής ενός κόσμου πλατύτερου από τους ορίζοντες του εγώ ή τις αντιλήψεις της ποιητικής συντεχνίας. Μέσα απ' το έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά ότι εκτός από φύλλα που αιωρούνται μονήρη στον άνεμο, υπάρχουν και δέντρα σωστά, ζωντανοί οργανισμοί ολόκληροι με πληθυντική παρουσία. Άλλωστε, σκέτα τα φύλλα μάς δίνουν σωρούς. Είναι τα δέντρα που κάνουν το δάσος.
Δίχως άλλο, τον πρώτο σπόρο αυτού του δέντρου, που στο ψηλότερο κλαδί του κάθεται τώρα ο Γκανάς, τον οφείλουμε στον Νίκο Γκάτσο. Ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος που παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Φεδερίκο και τη μακρινή Ανδαλουσία, ένωσε σε νέο κράμα το παμπάλαιο λαϊκό έθος και την νεωτερική αισθητική. Πρώτα στην Αμοργό και μετά στα τραγούδια του, είδαμε να γίνεται πράξη αυτό που συναντούμε και στα ποιήματα, τα πεζά και τους στίχους του Γκανά, την ευφρόσυνη σύζευξη τουτέστιν της δημώδους φωνής με την πιο μοντέρνα και παράτολμη γλώσσα:
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα.
Και είναι πάλι, αντίστροφα, όταν διαβάζουμε τον Γκανά που καταλαβαίνουμε τι λογής γεφύρι έστησε για λογαριασμό μας ο Γκάτσος και τι βήματα βαριά ήχησαν έκτοτε πάνω του. Θα μπορούσα να τραβήξω αυτή τη σύγκριση κι άλλο, να δείξω λ.χ. πόσο ειδικά η τελευταία συλλογή του Γκανά, ο Άψινθος (2012), αυτό το καταλόγι του κατακλυσμού, έρχεται ν' ανταμώσει με τον Γκάτσο της Ελλαδογραφίας και του Εφιάλτη της Περσεφόνης, πόσο τα
φρένα της βαρειάς νταλίκας
που πάει ντουγρού για την μετωπική της
ο Γκάτσος τα είχε ακούσει νωρίς, πόσο εγκαίρως μας είχε προειδοποιήσει. Θα περιοριστώ μόνο να ρωτήσω, και ίσως ρητορικά: Μήπως η κληροδοσία του Γκάτσου σημάδεψε τελικά τη συλλογική μας ευαισθησία περισσότερο από εκείνην του Σεφέρη και του Ελύτη, του Ρίτσου και των υπερρεαλιστών; Μήπως εκείνος ο μονοκόμματος Μωραΐτης, όπως τον έλεγε ο Χατζιδάκις, ήξερε απ' όλους καλύτερα;
Ποιητής της κοινής λαλιάς, εκφραστής της δικής μας λυρικής ιθαγένειας, ο Γκανάς έχει ένα ακόμη γνώρισμα που τον καθιστά αντιπροσωπευτικό: Αρθρώνει λόγο δημόσιο, είναι και ποιητής πολιτικός, με την πρώτη σημασία του όρου. Από το Η Ελλάδα που λες του μακρινού 1978 ώς τη χώρα του χαμού του 2012, είτε μιλάει για τις πληγές της συλλογικής μνήμης είτε για τ' άλογα που αλαφιάζουν πια μόνο κάτω από το καπό του αυτοκινήτου, ο Γκανάς σφυγμομετρεί με τους στίχους του και τις τροπές του εντόπιου βίου, τη στάση μας απέναντι στην Ιστορία και τον φυσικό κόσμο:
Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν
και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα
ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα
κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν
και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη
που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος
και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν
www.koutsourelis.gr | ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ