
Για το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Σωματογραφία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Γράφει η Ντόρα Τσιμπούκη
To πρόσφατο βιβλίο της Εύας Στάμου, με τίτλο Σωματογραφία, είναι ένα πολυπρισματικό αφηγηματικό διαμάντι. H γλώσσα του μυθιστορήματος είναι μεστή, γλαφυρή, πυκνή, αισθητικά άρτια, και ακριβής. Όμως, η κυριολεκτική χρήση της γλώσσας δεν πρέπει να μας ξεγελά ούτε να μας εφησυχάζει. Η παρουσία ειρμού και συνέχειας κρύβει έντεχνα την πολύσημη διάσταση του λόγου της. Κάνοντας προβληματικό το οικείο, και οικείο το ασυνήθιστο, όχι μόνο ανοίγει ευρέα περιθώρια ερμηνείας, αλλά και πετυχαίνει να αποκαλύψει πτυχές της καθημερινότητας που είτε δεν γνωρίζουμε είτε ηθελημένα έχουμε λησμονήσει.
Η ιστορία είναι βασισμένη στην ερωτική σχέση μιας νεαρής γυναίκας με μια άλλη γυναίκα, μεγαλύτερη της, θέμα λίγο ως πολύ ταμπού, ακόμη και στις μέρες μας, για την ελληνική λογοτεχνία. Το θέμα «έρωτας» αποτελεί κεντρικό άξονα της ιστορίας και είναι καθοριστικό του περιεχομένου και του συμβολισμού του μυθιστορήματος. Η αφηγηματική συγκρότηση, οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες, και το σκηνικό της ιστορίας εγγράφουν το έργο στο ρεαλιστικό αστικό μυθιστόρημα. Ο ρεαλισμός του αναπαριστά την πραγματικότητα της καθημερινότητας κυρίως των σύγχρονων γυναικών, τις σκέψεις, τις δράσεις, τα συναισθήματά τους, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει όψεις της Αθηναϊκής ζωής των αρχών του 2000.
Αναμφισβήτητα, το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι γυναικείοι χαρακτήρες, ο γυναικείος έμφυλος λόγος. Η συγγραφέας παρουσιάζει ένα «γυναικοκεντρικό» έργο, συνθέτοντάς το με κεντρικά τα γυναικεία πρόσωπα τα οποία σκιαγραφεί με τρόπο πολυπρισματικό και πολύπτυχο. Ωστόσο, δεν απουσιάζουν άλλοι χαρακτήρες, άνδρες και γυναίκες των οποίων οι προσωπικότητες είναι μεταιχμιακές ή οριακές. Στο σκηνικό του έργου η κύρια πρωταγωνίστρια αλλά και η ερωμένη της παραμένουν ανώνυμες. Η σκόπιμη παράλειψη του κύριου ονόματος φαίνεται να επισημαίνει τη δυνατότητα οι εμπειρίες που περιγράφονται να είναι κοινές και όχι ατομικές και οι θηλυκότητες που σκιαγραφούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εκπροσωπούν τον κοινωνικό μας περίγυρο.
Μια ανάλυση της λέξης «σωματογραφία»
Εξαιρετικά σημαντικός είναι ο τίτλος, καθώς συμπυκνώνει όλη την ιστορία και το νόημα του του μυθιστορήματος. Αναλύοντας τη λέξη σωματογραφία, προκύπτουν δυο όψεις της:
-Τα σώματα γράφουν, όπου η ενεργητική φωνή προσδίδει υποκειμενικότητα, αμεσότητα και παραστατικότητα
- Kαι τα σώματα εγγράφονται, όπου η παθητική φωνή προσδίδει αντικειμενικότητα, ουδετερότητα και νοηματική πυκνότητα.
Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο: Τα σώματα γράφουν, δηλ. συνθέτουν την εικόνα τους, σχεδιάζουν την πορεία τους. Δεν υποβιβάζεται πλέον το σώμα, αντίθετα αποκτά προνομιακή θέση.
Το σώμα είναι η ύλη της ψυχής, κατά τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τη φιλόσοφο Elisabeth Grosz, το «βιωμένο σώμα» είναι πηγή γνώσης που αποκτάται μέσω των βιωμάτων.
Το σώμα είναι η ύλη της ψυχής, κατά τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τη φιλόσοφο Elisabeth Grosz, το «βιωμένο σώμα» είναι πηγή γνώσης που αποκτάται μέσω των βιωμάτων. Το σώμα «είναι η συνθήκη και το πλαίσιο μέσω των οποίων τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα διαμορφώνουν σχέσεις με τα άλλα υποκείμενα και τα αντικείμενα που τα περιβάλλουν». Στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, γραφεί ο Roland Barthes: «Απηχεί μέσα μου ό,τι μαθαίνω με το σώμα μου». Και συνεχίζει λέγοντας ότι: από την εμπειρία της ερωτικής επιθυμίας «το μέσα σώμα μου αρχίζει να δονείται, γεννιέται μέσα μου η αντάρα». Πράγματι, όπως λέει η ηρωίδα περιγράφοντας τη σχέση της, τουλάχιστον στο αρχικό της στάδιο: «Είχα την ευκαιρία να αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη να ανακαλύψει τους θησαυρούς που κρύβονταν στο γυναικείο κορμί» (σ. 59). Συγχρόνως, η επαναλαμβανόμενη εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων, όπως η δυσκολία που έχει η ηρωίδα να καταπιεί και να χωνέψει το φαγητό της (σ. 217), δείχνει ότι το σώμα της προσπαθεί να της μιλήσει, να την αφυπνίσει, και να της επιστήσει την προσοχή στις συναισθηματικές συγκρούσεις και τα αρνητικά συναισθήματα που την καταλύουν (σ. 142).
Όσον αφορά τη δεύτερη όψη της λέξης σωματογραφία: τα σώματα εγγράφονται σ’ έναν υλικό κόσμο και ένα κοινωνικό γίγνεσθαι.
«Δεν θα υπήρχε για μένα χώρος, εάν δεν είχα σώμα», μας εξηγεί ο Maurice Merleau-Ponty.
«Δεν θα υπήρχε για μένα χώρος, εάν δεν είχα σώμα», μας εξηγεί ο Maurice Merleau-Ponty. Το υποκείμενο δεν βρίσκεται έξω από τον χρόνο και τον χώρο, αλλά είναι αναγκαστικά «σωματοποιημένο» ή «ενσώματο» σε μια ορισμένη ιστορική κατάσταση. Μέσω της σωματικής υλικότητας, είμαστε εκτεθειμένοι στον κόσμο, το σώμα μας εμπλέκεται στον κόσμο και δεν υπάρχει κόσμος χωρίς το σώμα. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο, μέσα από το σώμα, τα ανθρώπινα όντα έχουν την εμπειρία του εαυτού τους. Το σώμα μας δεν είναι απλώς ένα υλικό αντικείμενο, ένα πράγμα μέσα στον κόσμο, ξεχωριστό από τον νοούν υποκείμενο, αλλά μέσω της αντιληπτικής διαδικασίας του σώματος το νοούν υποκείμενο προσεγγίζει και παρατηρεί τον κόσμο: «Είμαι ένα σώμα» και όχι «έχω ένα σώμα» ή «χρησιμοποιώ ένα σώμα».
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται σώματα πληθωρικά που ξεχειλίζουν από συναισθήματα και άλλα μίζερα, ανίκανα να προσφέρουν ή να ζητήσουν(σ. 17). Σώματα φοβισμένα και αβέβαια που λυγίζουν εύκολα για να ανταποκριθούν σε θεατές κι αθέατες ανάγκες και επιθυμίες, αλλά και άλλα που αντιστέκονται για να υπονομεύσουν ή να ανατρέψουν τις συνθήκες της ζωής τους. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που αξιοποιεί η συγγραφέας την αφηγηματική τεχνική της οπτικής γωνίας.
Η (πιθανώς αναξιόπιστη) πρωτοπρόσωπη αφήγηση
Η συγγραφέας επιλέγει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Σε μια από τις συνεντεύξεις της, η κ. Στάμου είπε ότι η πρωτοπρόσωπη γραφή διευκολύνει την ταύτιση του αναγνώστη με την πρωταγωνίστρια. Και είναι αλήθεια ότι εμπιστευόμαστε περισσότερο ένα χαρακτήρα όταν ο ίδιος μας μιλά για τον εαυτό του, μας εκμυστηρεύεται τις μύχιες σκέψεις του, μας αποκαλύπτει τις αδυναμίες και τους φόβους του. Ωστόσο, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η συγγραφέας μας υποβάλει σ’ ένα τεστ: είναι στ’ αλήθεια αξιόπιστη η αφηγήτρια ή οι ενδείξεις αναξιοπιστίας της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μηχανισμός αποκωδικοποίησης των ασυνεπειών της προσωπικότητας της από την αναγνώστρια;
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο πιστεύουμε όλα όσα μας λέει η αφηγήτρια, παρασυρμένοι από τη διεισδυτική ικανότητα και διαύγεια της εκφοράς του λόγου της. Όμως, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ίσως, η συγγραφέας, που είναι η ίδια έμπειρη ψυχολόγος, μας παροτρύνει να μην εφησυχάζουμε, να ασκούμε την κριτική μας σκέψη και να αμφισβητούμε όσα διαβάζουμε.
Μήπως, η αφηγήτρια επιχειρεί η ίδια μια ασυνείδητη και επομένως συγκαλυμμένη αποπλάνηση της μεγαλύτερης γυναίκας προσπαθώντας να ικανοποιήσει τη συναισθηματική απουσία, την έλλειψη τρυφερότητας και στοργής από την υποχόνδρια μητέρα της;
Γιατί, παραδείγματος χάριν, η ερωτική σχέση με μια γυναίκα την κάνει να νιώθει πιο ασφαλής, αν λάβουμε υπόψη ότι δεν φαίνεται να έχει αισθανθεί προηγουμένως μια τέτοια επιθυμία; Όπως ισχυρίζεται: «ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα στην αγκαλιά μιας γυναίκας, γεγονός που με έκανε να αισθάνομαι πιο ασφαλής, επιτρέποντας στις άμυνές μου να υποχωρήσουν ευκολότερα» (σ. 9). Μήπως, η αφηγήτρια επιχειρεί η ίδια μια ασυνείδητη και επομένως συγκαλυμμένη αποπλάνηση της μεγαλύτερης γυναίκας προσπαθώντας να ικανοποιήσει τη συναισθηματική απουσία, την έλλειψη τρυφερότητας και στοργής από την υποχόνδρια μητέρα της; «Η μάνα μου δεν ήταν εύκολος άνθρωπος» (σ. 19), επαναλαμβάνει συχνά η πρωταγωνίστρια στη διάρκεια της αφήγησης, εξηγώντας έτσι πολλά από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της στην ενήλικη ζωή της. «Απρόκλητος θυμός», «έντονο άγχος», «ντροπή» είναι μερικές από τις βλαπτικές συνέπειες της έλλειψης γονικής φροντίδας. Άλλωστε, δεν είχε επιχειρήσει το ίδιο στο παρελθόν συνάπτοντας ερωτική σχέση μ’ έναν άνδρα κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, όπως μας φανερώνει στο κεφάλαιο 25, καλύπτοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο το κενό που δημιούργησε η έλλειψη της πατρικής παρουσίας;
Με άλλα λόγια, οφείλουμε να εμπιστευτούμε την ειλικρίνεια και ευθυκρισία της αφηγήτριας, όταν ισχυρίζεται ότι η ερωμένη της ήταν ένα άτομο χειριστικό που την εγκλώβισε στη σχέση «σαν το ψάρι που βρέθηκε από το ποτάμι στο ενυδρείο» (σ. 7); Μήπως, επιλέγει αυτό το αφήγημα για να κρύψει τις δικές της ανασφάλειες, την αδυναμία της να νιώσει άνετα με την οικειότητα; Μήπως ο αμφιθυμικός τύπος δεσμού που διατηρεί για τέσσερα καλοκαίρια και τρεις χειμώνες με την Μ. μάς ωθεί να γίνουμε πιο προσεκτικοί αναγνώστες προκειμένου να εντοπίσουμε τις αντιφάσεις και ανακολουθίες στον τρόπο που μας αποκαλύπτεται η αφηγήτρια; Η ειρωνεία που παράγεται παρέχει την αφορμή για να αναδειχτεί ο περίπλοκος ψυχικός κόσμος της αφηγήτριας, καθώς και η ενεργητική λειτουργία της αφήγησης.
Σώματα σε μια πόλη
Στρέφομαι σε μια ακόμη πτυχή του μυθιστορήματος και συγκεκριμένα, στον τρόπο που επιλέγει η συγγραφέας να αποτυπώσει την Αθήνα, όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης.
«Αγαπάω τις μετακινήσεις, ποτέ δεν μπόρεσα να μείνω στο ίδιο μέρος για μεγάλο διάστημα. Νιώθω τον εαυτό μου να βγαίνει ξανά στην επιφάνεια – σκέψεις και αισθήματα που καταπιέζω στην καθημερινότητα, εμφανίζονται στην ίδια ή κάποια βελτιωμένη μορφή τους, μόνο όταν εγκαταλείπω τη βάση μου» (σ. 174).
Η πράξη του περπατήματος είναι για την πόλη ό,τι η ομιλία για τη γλώσσα.
Στο βιβλίο του Επινοώντας την καθημερινή πρακτική, ο Michel de Certeau αναπτύσσει τις σκέψεις του για τις καθημερινές πρακτικές, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον χώρο. Η πράξη του περπατήματος είναι για την πόλη ό,τι η ομιλία για τη γλώσσα. Όπως με την ομιλία ιδιοποιούμαστε τη γλώσσα, της δίνουμε φωνητική υπόσταση και απευθυνόμαστε σε κάποιο συνομιλητή, έτσι και κατά το περπάτημα ιδιοποιούμαστε τον χώρο, τον πραγματώνουμε ως βιωμένο τόπο, και αναπτύσσουμε πολύπλοκες και ευφάνταστες δραστηριότητες και σχέσεις.
Στη Σωματογραφία, ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος της Αθήνας, οι δρόμοι της, οι αρτηρίες της, οι γειτονιές της είναι τόποι και τοπία της συλλογικής μνήμης και της ατομικής βιωμένης εμπειρίας μέσα από τα οποία αρθρώνεται η ταυτότητα της ηρωίδας και μέσα στα οποία εκδηλώνεται η δημιουργικότητά της. Οι περιπλανήσεις στα Εξάρχεια, το Μοναστηράκι, το Μετς, το Κολωνάκι, οι μετακινήσεις στους πολυσύχναστους δρόμους της Σκουφά και της Φωκίωνος Νέγρη, το περπάτημα στις εμβληματικές πλατείες όπως η Πλατεία Αμερικής, είναι καθημερινές πρακτικές που επιλέγονται από την ηρωίδα, τόποι που διαλέγει να κινηθεί και να εκφραστεί, ενώ αντίθετα, άλλοι απορρίπτονται και καταδικάζονται στην αφάνεια. Για παράδειγμα, το Rebound στην Πλατεία Αμερικής, ένα από τα πιο ιστορικά κλαμπ της Αθήνας τα τελευταία 50 χρόνια που έκλεισε 2022, γίνεται αγαπημένος προορισμός της πρωταγωνίστριας (σ. 127). Τη γοητεύουν τα βράδια που περνά εκεί, γιατί ολόκληρο το σώμα της ενεργοποιείται, ο ερωτισμός ξεχειλίζει, το βλέμμα της προσηλώνεται «στους αλλόκοτους τύπους με το βαρύ μακιγιάζ και τις περίτεχνες κομμώσεις» και το αυτί πάλλεται από τη σκοτεινή gothic, πανκ και new wave μουσική. Οι εντυπώσεις προκαλούν τις αισθήσεις, οι αισθήσεις ενθαρρύνουν απρόβλεπτες συναντήσεις, οι συναντήσεις γεννούν αναμνήσεις και με αυτό τον τρόπο, η ηρωίδα διεκδικεί τη δυνατότητα να υπάρχει στον χώρο μ’ ένα δικό της, προσωπικό τρόπο, να τον βιώσει και εντέλει να τον κατακτήσει.
Μέσα από την καθημερινή τους κίνηση, η ηρωίδα και τα σώματα-υποκείμενα που την περιβάλλουν, μοιάζουν να επιτελούν ένα χορευτικό γεγονός και η πόλη μεταμορφώνεται σ’ ένα χορογραφικό σκηνικό
Μέσα από την καθημερινή τους κίνηση, η ηρωίδα και τα σώματα-υποκείμενα που την περιβάλλουν, μοιάζουν να επιτελούν ένα χορευτικό γεγονός και η πόλη μεταμορφώνεται σ’ ένα χορογραφικό σκηνικό: Στους δημόσιους και ημι-δημόσιους χώρους της πόλης, όπως αυτοί απεικονίζονται στο μυθιστόρημα, συναντάμε όλες αυτές τις ξεχωριστές μονάδες που περπατούν, περιπλανιούνται, εξερευνούν, τρέχουν, βιάζονται, κυνηγούν, στέκονται, κινούνται, συνομιλούν, οδηγούμενοι ο καθένας τις δικές του σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, ανάγκες και σκοπούς. Όπως λέει η ηρωίδα: «Στα χρόνια που έζησα με την Μ. γνώρισα τα πιο πολύχρωμα άτομα της πόλης, λες και λειτουργούσαμε σαν μαγνήτης για κάθε διαφορετικό πλάσμα της νυχτερινής Αθήνας» (σ. 97). Ο πλουραλισμός, η ποικιλομορφία, η συνύπαρξη τόσων πολλών ιδιαιτεροτήτων, εν ολίγοις, η θεατρικότητα και η χορογραφία των σωμάτων εμπλουτίζουν την πόλη και αναδεικνύουν τη δυναμική της σύγχρονης Αθήνας, της πόλης όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης.
Υπάρχουν πολλές ακόμη πτυχές του μυθιστορήματος που διεκδικούν την προσοχή του αναγνώστη, όπως η χρήση του δευτέρου ενικού προσώπου που δημιουργεί την αίσθηση διαλόγου και προσδίδει ζωντάνια, παραστατικότητα, αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο. Γραφεί κάπου, για παράδειγμα: «Αυτά στα λέω για να κατανοήσεις με τι αποσκευές μπήκα σ εκείνη την περιπέτεια» (σ. 21). Παράλληλα με τον διάλογο με τον αναγνώστη, όμως, υπονοείται και μια άλλη μορφή διαλόγου, του θεραπευτικού, όπως διαπιστώνουμε από την ύπαρξη της ψυχολόγου ως δευτερεύοντος χαρακτήρα στο μυθιστόρημα. Εσωτερική ομιλία, εκμυστήρευση, διάλογος, ψυχοθεραπεία, όλοι αυτοί οι τρόποι και καθένας ξεχωριστά ενεργοποιούνται ώστε να επιτευχθεί το κατάλληλο επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Με τη Σωματογραφία, η Εύα Στάμου το πετυχαίνει.
*Η Ντόρα Τσιμπούκη είναι Καθηγήτρια Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ. ψυχολογίας. Το μυθιστόρημά της Η εκδρομή (Αρμός, 2016) έχει μεταφραστεί στα αραβικά και η συλλογή διηγημάτων Τα κορίτσια που γελούν (Αρμός, 2018) στα ιταλικά. Διηγήματά της έχουν επίσης μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, δανικά, και λιθουανικά.
Η συλλογή Μεσημβρινές συνευρέσεις ήταν υποψήφια για το βραβείο Διαβάζω 2010. Η μονογραφία της Ageing and Female Identity in Midlife κυκλοφορεί από το Scholars’ Press και το δοκίμιο Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας από τις εκδόσεις Gutenberg. Κείμενά της δημοσιεύονται στην Athens Review of Books, στη Book Press, στο fractal, και στο περιοδικό Οδός Πανός. Αρθρογραφεί στην Athens Voice.