Ο συγγραφέας Hernán Díaz μίλησε στην El Pais για το μυθιστόρημά του «Παρακαταθήκη», που προσφάτως τιμήθηκε με το Βραβείο Pulitzer. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κάλλιας Παπαδάκη.
Επιμέλεια: Book Press
Με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Παρακαταθήκη (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη), ο Ερνάν Ντίαζ μίλησε στην El Pais για την ιστορία του βιβλίου του, που εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1920. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο μεγιστάνας Μπέντζαμιν Ρασκ, που πλουτίζει αναπάντεχα την περίοδο του Μεγάλου Κραχ, και η σύζυγός του, Έλεν, που πάσχει από ψυχική ασθένεια.
Κάποιοι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει τον Ντίαζ ως έναν συγγραφέα του είδους του «καπιταλιστικού ρεαλισμού». Όταν ερωτήθηκε αν συμφωνεί με τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, ο Ντίαζ δήλωσε:
«Εξαρτάται πώς ορίζεις τη λέξη ‘’ρεαλισμός’’. Προτιμώ έναν ορισμό που έχει να κάνει με το ιστορικό πλαίσιο από έναν γενικό ορισμό. Ο κλασικός ρεαλισμός του 19ου αιώνα δεν περιλαμβάνει θεμελιώδεις πτυχές της εμπειρίας μας από την πραγματικότητα. Περισσότερο αφορά στη χαοτική εμπειρία της εσωτερικότητας - τι σημαίνει να αντιλαμβανόμαστε μια πραγματικότητα που μοιάζει δεδομένη, μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει από την αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τις αντικειμενικές συνθήκες. Στον κλασικό ρεαλισμό, η πραγματικότητα μοιάζει σταθερή και μονολιθική, όμως πλέον γνωρίζουμε πως η πραγματικότητα έχει κατακερματιστεί. Βλέπουμε τον εαυτό μας να αντανακλάται σε κάθε θραύσμα και είναι καθήκον μας να εκφραστούμε με μια κάποια συνοχή. Το να γράψω όπως ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Ντίκενς ή ο Γκαλδός -συγγραφείς που με γοητεύουν- θα ήταν εξίσου παράλογο με το να συνθέσω μουσική όπως ο Μπετόβεν. Είναι αδύνατο, δεδομένων των εμπειριών μας στον σύγχρονο κόσμο».
Η Παρακαταθήκη είναι ένα σύνθετο μυθιστόρημα που αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις της ίδιας ιστορίας. Ο Ερνάν Ντίαζ μίλησε για τις δομικές ιδιαιτερότητες του έργου:
«Τα μυθιστορήματα που με ενδιαφέρουν περισσότερο είναι αυτά που αμφισβητούν τι σημαίνει μυθιστόρημα. Κάθε φορά που διαβάζουμε, προχωράμε σε μια σιωπηρή συμφωνία με όρους και προϋποθέσεις. Αυτή η συμφωνία ισχύει για κάθε κείμενο, από τις ετικέτες των φαρμάκων μέχρι τα διηγήματα. Όμως, το άγχος μας για τον βαθμό που τα διηγήματα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είναι μικρότερο από το άγχος μας για τον βαθμό που ανταποκρίνονται οι ετικέτες των φαρμάκων. Πιστεύω πως πάντα αναζητούμε τη σχέση ενός κειμένου με την πραγματικότητα, είναι ένα ζήτημα που αφορά εγγενώς στη γλώσσα και στον τρόπο που σχετίζεται με τον κόσμο που περιγράφει. Μέσα από τη δομή των τεσσάρων αφηγήσεων, των τεσσάρων κειμένων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, κειμένων που γράφτηκαν σε τέσσερις διαφορετικές ιστορικές περιόδους, ήθελα οι αναγνώστες μου να αμφισβητήσουν αυτή τη συμφωνία. Το πρώτο κείμενο είναι γραμμένο με το ρεαλιστικό ύφος της παραδοσιακής αμερικανικής λογοτεχνίας του τέλους του 19ου αιώνα. Είναι ένα μυθιστόρημα-μέσα-σε-ένα-μυθιστόρημα που επιτυγχάνει κάτι που η φόρμα δεν μας επιτρέπει πλέον, να αποτίσουμε φόρο τιμής σε συγγραφείς όπως η Ίντιθ Γουόρτον και ο Χένρι Τζέιμς, και το ύφος είναι επίτηδες κάπως παλαιικό. Τα γεγονότα ολόκληρης της ιστορίας παρουσιάζονται στο πρώτο μέρος, αν και είναι διαστρεβλωμένα και διφορούμενα. Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι μια ιστορική καταγραφή που στοχεύει να διαψεύσει τα ψέματα του πρώτου μέρους. Είναι μια αντιπαράθεση μυθοπλασίας και ιστορίας, μια εκδοχή της ιστορίας που αμφισβητείται από το μυθιστόρημα. Το δεύτερο μέρος είναι γραμμένο σε ‘’βαρύγδουπο’’ ύφος. Ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη γιατί πρόκειται για ένα ύφος πολύ επιθετικό και σκληρό. […] Χρειάστηκε να κοπιάσω για να δημιουργήσω το τρίτο μέρος, γιατί είναι γραμμένο σε έναν σύγχρονο δημοσιογραφικό τόνο, α λα Τζόαν Ντίντιον ή Λίλιαν Ρος. Δεν μπορούσα να γράψω οργανικά με αυτό τον τρόπο, οπότε χρειάστηκε να το μάθω. Το τέταρτο μέρος φανερώνει το μοντερνιστικό πνεύμα μίας εκ των δύο γυναικών που είναι οι πραγματικές πρωταγωνίστριες του βιβλίου και είναι γραμμένο ως πεζό ποίημα».