Για το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Φαρμακείον Εκστρατείας» (εκδ. Μεταίχμιο)
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Τι σώζουν οι λέξεις; Τι σώζουν τα βιβλία που είναι μουσικές και οπτικές συνθέσεις με λέξεις; Τα βιβλία που είναι μυχιοθήκες, όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος, σώζουν έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε, ένα σύμπαν που τείνει να χαθεί, και, μαζί, σώζουν τα προοίμια σε έναν κόσμο, σε ένα σύμπαν, που το οραματιζόμαστε, που θα θέλαμε να συγκροτηθεί χωρίς εφιαλτικά δυστοπικά υλικά, αλλά με την αμοιβαιότητα των δακρύων και των χαμόγελων που είναι η ευκταία καθημερινότητα. Και για έναν τέτοιο κόσμο χρειαζόμαστε από τώρα την καταβύθιση στην πραγματική πραγματικότητα και, συνάμα, την προσφυγή στο όνειρο, την εξοικείωση με την «ονειρική υφή των πραγμάτων», πάει να πει το να βαδίζουμε αγκαζέ με την ποίηση.
Οι ονειρικές εικόνες συνυπάρχουν με αναφορές από την καθημερινότητα, όπου το παρελθόν αναδύεται μέσα από τις καταστάσεις του παρόντος και απεικονίζεται, σαν σε διπλοτυπία, στο φιλμ του σήμερα.
Αυτό κάνει ο εκλεκτός ποιητής και πεζογράφος Μάνος Ελευθερίου (Σύρος, 1938) στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Φαρμακείον Εκστρατείας, στο οποίο οι ονειρικές εικόνες συνυπάρχουν με αναφορές από την καθημερινότητα, όπου το παρελθόν αναδύεται μέσα από τις καταστάσεις του παρόντος και απεικονίζεται, σαν σε διπλοτυπία, στο φιλμ του σήμερα. Μορφές πλασμένες από τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα, όπως ο γέροντας φύλακας του κοιμητηρίου, ο τραβεστί που αυτοκτόνησε και ο τρανσέξουαλ που πήγε από μαχαίρι, πρόσωπα «ενός Ευαγγελίου για τους αμαρτωλούς» (σ. 76) συναντώνται με πρόσωπα του ιδιωτικού του «εικονοστασίου επωνύμων αγίων», όπως ο ζωγράφος Κώστας Γούναρης (σ. 171), ο ποιητής Απόστολος Μελαχρινός (σ. 208), ο κομμουνιστής ήρωας Νίκος Μπελογιάννης (σ. 206), ο συγγραφέας Κοσμάς Πολίτης (σ. 107), η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη (σ. 208), η τραγουδίστρια Μαρία Δημητριάδη (σ. 214), η ποιήτρια -και αδελφή του Μάνου- Αγγελική Ελευθερίου (σ. 166).
Σαν μια μαγνητοταινία του Κραπ
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Ηλ, ποιητής και συγγραφέας, είναι ένα καλειδοσκόπιο, μια μπομπίνα που παίζει σε ένα παλιό μαγνητόφωνο τις ηχογραφήσεις του άλλοτε, είναι κάτι σαν την τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ που μας δώρισε ο Σάμιουελ Μπέκετ, είναι μια παλλόμενη μεμβράνη της ακόπαστης ανησυχίας, είναι ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από την παιδική ηλικία, από τα χρόνια του έρωτος με τη μικρή Ειρήνη, είναι ένα προτζέκτορας που προβάλλει στον φθαρμένο τοίχο μιας λαϊκής συνοικίας εικόνες ενός ζοφερού μέλλοντος αλλά και εικόνες λύτρωσης μέσα από τη συνύπαρξη, τη συναδέλφωση, τη συναλληλία.
Ο Ηλ προχωρεί σε ένα κολάζ ονείρων και φαντασίας, σε μιαν άγρα και ανασύνθεση σκιών, σκέψεων, μυρωδιών, αναμνήσεων, εικόνων. Συσχετίζει το κύημα της συγγραφικής αναπόλησης με το ρεπορτάζ μιας τρέχουσας πραγματικότητας, συνδυάζει οράματα με γεγονότα.
Ο Ηλ, που θα γίνει Εμμανουήλ στο τέλος του βιβλίου, ήτοι Μάνος, όπως ο Ελευθερίου, προχωρεί σε ένα κολάζ ονείρων και φαντασίας, σε μιαν άγρα και ανασύνθεση σκιών, σκέψεων, μυρωδιών, αναμνήσεων, εικόνων. Συσχετίζει το κύημα της συγγραφικής αναπόλησης με το ρεπορτάζ μιας τρέχουσας πραγματικότητας, συνδυάζει οράματα με γεγονότα. Ενθέτει την ιστορία του Ιρλανδού Μπόμπι Σαντς (1954-1951) που άφησε την τελευταία του πνοή ύστερα από εξήντα έξι μέρες απεργίας πείνας, «ιλιγγιώδης αριθμός» σχολιάζει ο Ηλ (σ. 211), αλλά και αυτή του Κινέζου φοιτητή στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν που σταμάτησε τα τεθωρακισμένα με το να σταθεί αψήφιστα μπροστά τους. «Πώς ονομαζόταν άραγε εκείνος που στάθηκε ολομόναχος μπροστά στο κονβόι από τανκς κι άπλωσε τα χέρια του σαν ν᾽ αγκάλιαζε ολόκληρη τη χώρας του;» γράφει ο Ελευθερίου (σ. 213).
Όντας ποιητής, ο Ηλ αντιμετωπίζει διαθλαστικά την καθημερινή σκηνή, την ποτίζει με ευωδιές, την προικίζει με χρώματα, αντιστεκόμενος έτσι στον ζόφο και στην απειλή. Αναζητάει παρηγοριά στη μνήμη και στην κόσμηση της πραγματικότητας. Κάτι σαν σκοτεινό πραξικόπημα, με εικόνες που φέρνουν στο νου τόσο τις εντάσεις και τη βία στο μυθιστόρημα Η μελαγχολία της αντίστασης του Λάσλο Κρασναχορκάι (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις) όσο και την συνταρακτική ταινία Ντροπή (Skammen, 1968) του Ίγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά και το επίμονο και επώδυνο φάσμα του θανάτου, αντιμετωπίζεται στον μύχιο κόσμο του Ηλ με την προσφυγή στα χρώματα, στις «κόκκινες σκιές των λησμονημένων» (σ. 87), που «γίνονται χρυσές σκιές στον Κάτω Κόσμο» (σ. 213), κι ας ξέρουμε όλοι εμείς οι θνητοί, και μαζί μας και ο Ελευθερίου, ότι «Πάντα οι σκιές είναι μαύρες. Και κόκκινα αν φορέσεις, πάντα η σκιά είναι μαύρη» (σ. 195). Η φωνή στο Φαρμακείον εκστρατείας γίνεται «γαλάζια» (σ. 218) και υπάρχουν πάντα κήποι της θάλασσας που είναι «χρυσοί» και που κυμαίνονται μαζί με τα νερά ανάμεσα στους ήχους και τη «μουσική της σιωπής και των υδάτων» (σ. 83).
Παραλλήλως, ο Ηλ μοχθεί με τη συγγραφή ενός, ίσως έσχατου, βιβλίου του, που έχει τον τίτλο Το σπίτι. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που του επιφυλάσσεται μια περιπετειώδης τύχη. Και, βέβαια, πρόκειται για μιαν ευκαιρία να εκδιπλώσει ο Μάνος Ελευθερίου σκέψεις για το γράψιμο, για τους κριτικούς, για τους αναγνώστες, για τις λέξεις, πάει να πει την πρώτη ύλη του συγγραφέα. «Α, να μπορούσε να μιλάει και να γράφει κανείς σαν να βλέπει ένα δέντρο να μεγαλώνει» λέει ο Ηλ, θυμίζοντάς μας τη Θυσία (1986) του Αντρέι Ταρκόφσκι. Και στη σ. 194 θα προβεί στη βαθύτατα ανθρώπινη διαπίστωση που στοιχειώνει όλο το Φαρμακείον Εκστρατείας, και που, λίγο μετά, στη σ. 207, θα του δωρίσει και τον τίτλο του: «Πάντα χρειάζεται. Πάντα χρειάζεται δίπλα σου. Στις μικρές και τις μεγάλες χαρές. Στις καταστροφές και στην αρρώστια. Στον αέρα και στις βροχές. Στον ήλιο και στη θάλασσα. Πάντα χρειάζεται να υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα σου. Αυτός και όλα μαζί τα φαρμακεία και τα φάρμακα του κόσμου». Και: «Στο πλάι του βαγονιού, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη και σε δύο αράδες, διάβαζε άνετα κανείς τις λέξεις ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ. Ήταν το μόνο βαγόνι που δεν το ᾽χαν στολίσει με κλαδιά δάφνης και πεύκων».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Θυμήθηκε πάλι χωρίς να το θέλει ονόματα ανθρώπων που αγάπησε, πόλεων που δεν πήγε ποτέ κι ανθρώπων που θαύμαζε και διαρκώς τους μνημόνευε, ανάβοντας ένα κεράκι μεταξύ ανέμου και ύδατος σε κάποια εκκλησία, πιστεύοντας, αυτός ο άθεος, ότι έτσι, μ' αυτό τον τρόπο, πήραν το μήνυμά του και το χαιρετισμό του».
Φαρμακείον Εκστρατείας
Μάνος Ελευθερίου
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 232, τιμή εκδότη €13,30