
Σκέψεις για το αμερικανικό μυθιστόρημα με αφορμή την κυκλοφορία τριών από τους τέσσερις τόμους της περίφημης «Τετραλογίας του Λαγού», του Τζον Απντάικ, σε μετάφραση του Πάνου Τομαρά, από τις εκδόσεις Οξύ.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Είχα διαβάσει το Τρέχα Λαγέ, όταν εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 από τον Οδυσσέα και πάντα ανέμενα τη συνέχεια. Για αγνώστους λόγους, η περίφημη «Τετραλογία του Λαγού» του Τζων Aπντάικ (1932 – 2009), δεν μεταφράστηκε εγκαίρως στο σύνολό της. Ίσως, σκέφτομαι, να είχε εκληφθεί ως υπερβολική αμερικανιά από τα αντιιμπεριαλιστικά πολιτισμικά ήθη του καιρού εκείνου. Αναγκάστηκα τελικά να καταφύγω στις αγγλικές εκδόσεις των βιβλίων.

Το Τρέχα Λαγέ επανακυκλοφόρησε πάντως από τις εκδόσεις Οξύ, σε επιδέξια μετάφραση του Πάνου Τομαρά και με ελαφρώς κουνημένο τίτλο (Λαγέ Τρέξε – 2020). Ακολούθησαν τα επόμενα δύο (Ο λαγός επιστρέφει – 2021, Ο λαγός έχει λεφτά – 2024 και τα δύο σε μετάφραση του Πάνου Τομαρά). Καλώς φυσικά, έστω και αργά, διότι ο Απντάικ κατάφερε να κατασκευάσει έναν ήρωα που διασχίζει κοντά μισό αιώνα σύγχρονης αμερικανικής (και όχι μόνο) ιστορίας, ενώ η ζωή του διαπλέκεται με τις ποικίλες εξελίξεις στη χώρα του και ανά τον κόσμο.
Όταν πλούτισε ο Λαγός
Εξ αρχής με είχε εντυπωσιάσει η ικανότητα του συγγραφέα να ξεκινά από το καθημερινό ή ακόμα και το ευτελές για να φιλοτεχνήσει επαγωγικά την ευρύτερη εικόνα. Ειδικά το τρίτο βιβλίο της σειράς, το Ο λαγός έχει λεφτά (που απέσπασε, όπως και το επόμενο –Ο Λαγός αναπαύεται–, το Βραβείο Πούλιτζερ, επιπροσθέτως δε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και το Βραβείο του Κύκλου Κριτικών) αποτελεί με τον τρόπο του μια διακήρυξη αρχών της αγγλοσαξονικής μυθοπλαστικής μεθοδολογίας. Ο κεντρικός ήρωας Χάρι Άνγκστρομ, ενώ δεν ήταν παρά ο μέσος άνθρωπος –ένας σχετικά ευκατάστατος αντιπρόσωπος της Toyota στη μικρή του πόλη, το Μπρούερ της Πενσυλβάνια– καλείτο έμμεσα να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις και τους οικονομικούς μετασχηματισμούς της παγκοσμιοποίησης: δύο μεγάλες ενεργειακές κρίσεις –αυτές του ‘73, και του ’78–, δραματική άνοδο των τιμών του πετρελαίου, συσσώρευση πετροδολαρίων από τις χώρες του Κόλπου, διείσδυση των αραβικών και άλλων συμφερόντων στην ως τότε αγέρωχη και θεαματικά αναπτυσσόμενη οικονομία των ΗΠΑ, υστερία των Αμερικανών κατά των αραβόφερτων ξένων και των χωρών του ΟΠΕΚ, αναδιάρθρωση εξ ανάγκης των δομών της πανίσχυρης αυτοκινητοβιομηχανίας, υιοθέτηση μικρότερων και συνεπώς οικονομικότερων μοντέλων αυτοκινήτων, τέλος, προώθηση των καθαρών τεχνολογιών υπό την πίεση, μεταξύ άλλων, του νεαρού τότε οικολογικού κινήματος.
Καλά κρυμμένα στις πτυχές της μακρόσυρτης αφήγησης του Απντάικ παρήλαυναν ακόμη θέματα όπως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη ραγδαία επέκταση του Ι.Χ., οι αλλαγές στη σχετική νομοθεσία, τα τεχνολογικά ζητήματα βελτίωσης της απόδοσης των μοντέλων, και ο ανταγωνισμός με τους Ιάπωνες που κατακτούσαν τότε την παγκόσμια αγορά, όπως σήμερα οι Κινέζοι. Όλα τούτα και άλλα πολλά διυλίζονταν μέσα από τη ζωή του μεσήλικα πλέον [στον τρίτο τόμο] Λαγού, ενός ανθρώπου με μια δουλειά μπανάλ και βαρετή [αντιπρόσωπος της Toyota, όπως είπαμε], ξένη προς τα ενδιαφέροντα της διανόησης. Προέκυπταν απόλυτα φυσικοί διάλογοι και πειστικές συγκρούσεις που αποδεικνύουν αναδρομικά το πόσο έχουμε βραδυπορήσει στην αντιμετώπιση των οικουμενικών οικολογικών ζητημάτων, βολικά και εύπεπτα αναγομένων σήμερα στην «κλιματική αλλαγή».
Μην τρομάζετε πάντως με το «βάρος» του υλικού σε αυτόν ειδικά τον τρίτο τόμο. Όλα τούτα και άλλα πολλά θίγονται μέσα από τη ζωή του επιτυχημένου οικονομικά Λαγού, με εύληπτο τρόπο, και καλύπτουν όλη την γκάμα των οικογενειακών και ευρύτερα κοινωνικών σχέσεων. Οι φαντασιακοί διάλογοι με το γήρας και τον θάνατο δεν λείπουν, απογειώνοντας φιλοσοφικά την αφήγηση, ενώ οι νεκροί είναι ωσεί παρόντες και προσφέρουν απρόσμενο υπαρξιακό βάθος.
Ποικίλες κυοφορίες
Τα πιο πάνω βέβαια δεν έχουν ακόμα συμβεί στο πρώτο βιβλίο της σειράς που η δράση του τοποθετείται στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Όμως ο Χάρι Άνγκστρομ (ο Λαγός του τίτλου) ήδη από τότε τσαλαβουτάει στις κυοφορούμενες εξελίξεις. Σκεφτόμουν ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να γράφει για τις ζωές επαγγελματικά απόμακρων ηρώων. Ο Απντάικ αποδείκνυε ότι απαιτείται τεράστια σε βάθος έρευνα για να κατασκευαστεί ένα φιλόδοξο σύγχρονο μυθιστόρημα με πειστική εκφορά λόγου από πλευράς πρωταγωνιστών. Ο Λαγός, αν και νέος, απόφοιτος λυκείου και γενικά ευχάριστος, συναισθητικός τύπος, βρίσκεται στους αντίποδες της διανόησης. Το πλαίσιο αναφοράς του είναι διά βίου το Μπρούερ, μια μικρομεσαία πόλη της τάξεως των 100.000 κατοίκων δυτικά της Φιλαδέλφειας, όπου ζει σε ένα λοφώδες προάστιο, όπως ήταν ήδη από τότε η κυρίαρχη πολεοδομική τάση. Είναι 26 ετών, παντρεμένος, μ’ έναν γιο, τον σχεδόν τρίχρονο Νέλσον, και μια κυοφορούμενη κόρη από την ομήλικη σύζυγό του, Τζάνις. Αν και υπήρξε μεγάλο αστέρι του μπάσκετ στα λυκειακά του χρόνια, διάσημος στην περιοχή για την ευστοχία και τα τρεξίματά του στο γήπεδο, επί του παρόντος δουλεύει σε μια απολύτως κοινότοπη δουλειά (πουλάει αποφλοιωτές για την κουζίνα). Σταδιακά η ζωή τον πνίγει, καθώς η περιορισμένη στα οικιακά Τζάνις βλέπει ολημερίς τηλεόραση πίνοντας χωρίς μέτρο και το νοικοκυριό είναι άνω κάτω.
Αν και υπήρξε μεγάλο αστέρι του μπάσκετ στα λυκειακά του χρόνια, διάσημος στην περιοχή για την ευστοχία και τα τρεξίματά του στο γήπεδο, επί του παρόντος δουλεύει σε μια απολύτως κοινότοπη δουλειά (πουλάει αποφλοιωτές για την κουζίνα). Σταδιακά η ζωή τον πνίγει, καθώς η περιορισμένη στα οικιακά Τζάνις βλέπει ολημερίς τηλεόραση πίνοντας χωρίς μέτρο και το νοικοκυριό είναι άνω κάτω.
Ένα βράδυ, νωρίς στο πρώτο βιβλίο, ο Χάρι νιώθει ότι πνίγεται. Πηγαίνοντας να πάρει τον μικρό Νέλσον από τους γονείς του, τελικά την κοπανάει προς άγνωστη κατεύθυνση. Η φυγή και η περιπλάνηση στην απέραντη ενδοχώρα είναι έτσι κι αλλιώς κεντρικό θέμα στην αμερικανική λογοτεχνία, από τον Μαρκ Τουαίν ως τον Τζακ Κέρουακ, ωστόσο εδώ ο Λαγός δεν έχει στόχο και στρατηγική. Ενώ ονειρεύεται τη Φλόριντα, χάνεται σε δευτερεύοντες αγροτικούς δρόμους της Δυτικής Βιρτζίνια. Ζηλεύει ή νοσταλγεί τις ζωές των άλλων χαζεύοντάς τους σε εστιατόρια και υπαίθρια πάρκινγκ, διασχίζει δασωμένα τοπία και οδηγεί σε αγροτικούς παραδρόμους, για να γυρίσει σύντομα στο Μπρούερ. Δεν θα επιστρέψει ωστόσο σπίτι. Ο παλιός του προπονητής και καθοδηγητής θα τον φιλοξενήσει και θα του γνωρίσει τη Ρουθ, μια καλόκαρδη περιστασιακή πόρνη.
Ο ενθουσιώδης Λαγός θα ζήσει μαζί της για κάνα δίμηνο, μέσα σε επιδέξιες σελίδες όπου ξεδιπλώνεται η περίφημη ικανότητα του συγγραφέα να αποδίδει πραγματική αγάπη για το γυναικείο σώμα αλλά και το ευρύτερο οικοσύστημά του – σελίδες που δύσκολα θα τις αποτολμούσε κάποιος σήμερα, στα χρόνια της αποστειρωμένης πολιτικής ορθότητας και του ταυτοτικού ναρκισσισμού. Ο Χάρι βρίσκει περιστασιακή απασχόληση στον κήπο μιας γηραιάς κυρίας, δίνοντάς της κυριολεκτικά ζωή, και γενικά κινείται με άνεση σε έναν αστικό ιστό που προσφέρει άπειρες ευκαιρίες σε όλα τα επίπεδα. Η Αμερική αναπτύσσεται ραγδαία ακόμα τότε, η Αμερική δίνει τον τόνο, η Αμερική ομνύει στην ελευθερία του ατόμου, οπότε οι παράπλευρες επιπτώσεις των επιλογών του μοιάζουν επί του παρόντος αμελητέες.
Ηθικά και άλλα όρια
Ώσπου βέβαια οι υποχρεώσεις της ζωής τού χτυπούν την πόρτα. Η Τζάνις βρίσκεται στην κλινική για να γεννήσει το δεύτερο παιδί και ξεκινά η διαδικασία επανασύνδεσης με την οικογένειά του. Ο Χάρι έχει ούτως ή άλλως μεγάλη καρδιά, είναι ευχάριστος, αγαπησιάρης και αρέσει σε όλους, όπως επισημαίνουν ποικίλοι δευτεραγωνιστές στη διάρκεια της αφήγησης. Οπότε οι πάντες εντέλει τον συγχωρούν για τις φυγές του, αρχής γενομένης από την ίδια την Τζάνις. Μάλιστα, ο πεθερός του θα τον προσλάβει στην αρχική επιχείρησή του [μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων], γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τη συνέχεια της τετραλογίας αφού στον κλάδο αυτό είναι που θα στεριώσει και θα βγάλει λεφτά. Συν βεβαίως το ότι είναι η κυρίαρχη ιδεολογία του Ι.Χ. που θα δώσει την ευκαιρία στον Απντάικ να αναλύσει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και το κυρίαρχο βιομηχανικό μοντέλο.
Το Λαγέ τρέξε, δεν τελειώνει ωστόσο με την επιστροφή του απολωλότος κατ’ οίκον, παρά την επίδειξη της απεριόριστης ικανότητάς του να αγαπά τη σύζυγο, τα παιδιά ή ακόμη την πόλη και τον περίγυρό του. Οι πειρασμοί είναι διάχυτοι, οι νέες γυναίκες επιδεικτικές και περισσότερο διαθέσιμες, και ο Χάρι θα προσελκυστεί μεταξύ άλλων από τη σύζυγο του οικογενειακού πάστορα που έχει αναλάβει την επάνοδό του στον ίσιο δρόμο. Μέσα σε πειστικά δοσμένες σελίδες διαλόγων και πρακτικών περί τη θρησκευτική πίστη στη σύγχρονη υλιστική κοινωνία, οι δύο άντρες γίνονται φίλοι και ο Χάρι τελικά δεν θα ενδώσει στην ανοιχτή πρόκληση της συζύγου, παρά τις επίμονες φαντασιώσεις του. Ωστόσο δεν θα κάτσει για πολύ στ’ αυγά του. Μια αλυσίδα γεγονότων θα τον οδηγήσει σε νέα απόδραση, μακριά από τη λεχώνα, επί του παρόντος ανερωτική Τζάνις [η οποία στον δεύτερο τόμο θα κάνει δεσμό με τον Έλληνα συνεργάτη του] και στην εκ νέου καταφυγή στην πικραμένη, εγκαταλειμμένη Ρουθ.
Δεν θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για το δραματικό τέλος του πρώτου τόμου. Παρά το ότι ο δρομέας Λαγός φεύγει και ξαναφεύγει τρέχοντας, το τέλος του βιβλίου μένει ανοιχτό στις ενδεχομενικότητες της ζωής, μετά από μια παρατεταμένη κορύφωση όπου ένα μωρό πεθαίνει και ένα άλλο πρόκειται να γεννηθεί σε μια απόλυτη συμμετρία μεταξύ ζωής και θανάτου.
Λίγες ακόμη κριτικές σκέψεις
Ο Τζων Απντάικ (1932 – 2009) υπήρξε αναμφίβολα εμβληματική φιγούρα των σύγχρονων αμερικανικών γραμμάτων. Ήδη από τη δεκαετία του ‘50 συνεργαζόταν με τον New Yorker και ο Λαγός του έγινε δεκτός με ιδιαίτερη θέρμη. Υπήρξε μεταξύ άλλων εξαιρετικός κριτικός, με σπάνιο αίσθημα μεγαθυμίας για συναδέλφους και «ανταγωνιστές». Ειδικά στην τετραλογία του Λαγού γράφει άμεσα, σε ενεστώτα χρόνο που προσδίδει στο βιβλίο ζωντάνια και έλλογο σασπένς. Χρησιμοποιεί μια πλασματική τριτοπρόσωπη αφήγηση όπου ο συγγραφέας και ο κεντρικός ήρωας συντήκουν τις ματιές τους. Πού και πού, ο αφηγητής μπαίνει στο μυαλό και άλλων ηρώων για να αποδώσει την εκδοχή τους (τον ψυχισμό τους, αν θέλετε). Ο Απντάικ δεν είναι συγγραφέας που τα δίνει όλα για το στυλ και το ύφος – στην περίπτωσή του προηγείται η ουσία. Και η ουσία είναι ότι έχουμε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο που πρέπει να τον αδράξουμε σε όλη του τη λεπτομερή πολυπλοκότητα. Διαμέσου της τετραλογίας παρελαύνουν λοιπόν οι αλλαγές στην τεχνολογία, την πολεοδομία, στα καταναλωτικά πρότυπα, στη μόδα, στη διατροφή, και στα πολιτισμικά προϊόντα και τις ιδεολογίες, ειδωμένα από τη σκοπιά του μέσου ανθρώπου. Κυρίως όμως αναπτύσσονται οι οικονομικοί μετασχηματισμοί που στα ύστερα χρόνια του συγγραφέα είχαν ήδη αρχίσει να οδηγούν σε απαξίωση και υψηλή ανεργία τις περιοχές του αμερικανικού Βορρά με τη βαριά βιομηχανία – όπως ήταν η Πενσυλβάνια.
Πάντως, στην αφηγηματική ολοκλήρωση της σειράς του Λαγού, τα περιθώρια ελιγμών και υιοθέτησης ακόμα και ακραίων επιλογών είναι ορθάνοιχτα. Στα ανακύπτοντα ηθικά διλήμματα που απορρέουν από την απειρία δυνατοτήτων τον καιρό εκείνο, κυριαρχεί σε τελική ανάλυση η ελευθερία. Ακόμα και η παγίδευση του Λαγού στα ειωθότα μοιάζει με ελεύθερη επιλογή που κανοναρχείται από την αγάπη για τον περίγυρό του. Ο ίδιος ο Απντάικ είναι και δεν είναι ο Λαγός. Ο ήρωάς του αγαπάει σε τελευταία ανάλυση την ανθρωπότητα, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ η ανάδειξη του ποταπού και του ασήμαντου των ανθρώπων σε πρωτεύον στοιχείο μιας ιστορίας είναι η μεγάλη του μαστοριά.
Το αμερικανικό όνειρο, καταβαραθρωμένο στις μέρες μας από το δίπολο πολιτική ορθότητα – τραμπικός φασισμός (ναι, δεν υπάρχει πιο πρόσφορη λέξη), είναι ακόμα ζωντανό στα ώριμα χρόνια του Απντάικ, όπου όλα είναι δυνατά.
Στα αρχαία εκείνα χρόνια [έτσι φαντάζουν σήμερα στα μάτια μου υπό την αντιδημοκρατική λαίλαπα που σαρώνει τα πάντα] η Αμερική είναι σταθερά εκεί, έξω από το παράθυρο, με τις υποσχέσεις, την εξωτική απεραντοσύνη και την σχετική ασφάλεια που παρείχε. Οι εσωτερικές διαιρέσεις θα επέμεναν φυσικά, εξοπλισμένες ωστόσο με ένα φρέσκο κοινωνικό συμβόλαιο, με νέους αναπτυξιακούς ορίζοντες, με τον φυλετικό και τον γυναικείο δικαιωματισμό να θριαμβεύουν, ενώ νέοι πόλεμοι, γεωπολιτικές συγκρούσεις και ενεργειακές ή οικολογικές κρίσεις διεύρυναν σταθερά την ατζέντα. Το αμερικανικό όνειρο, καταβαραθρωμένο στις μέρες μας από το δίπολο πολιτική ορθότητα – τραμπικός φασισμός (ναι, δεν υπάρχει πιο πρόσφορη λέξη), είναι ακόμα ζωντανό στα ώριμα χρόνια του Απντάικ, όπου όλα είναι δυνατά.
Κατά τα άλλα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική η ζωή ενός εμπόρου της μικρής πόλης –μελλοντικού αντιπροσώπου της Toyota– και ενός λίγο πολύ νεοϋορκέζου διανοούμενου, όπως ο συγγραφέας. Αλλά σε τελευταία ανάλυση αυτό που παίζει τον καθοριστικό ρόλο είναι οι τόποι και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Είμαστε παιδιά του χώρου (του φυσικού και ανθρωπογενούς υποδοχέα) που μας γέννησε, μοιάζει να λέει ο Απντάικ. Επιπλέον, μεγάλες άγνωστες δυνάμεις κυβερνούν τις μικρές ασήμαντες ζωές μας.
*Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Η Υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας» (εκδ. Καστανιώτη).
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
O Τζον Aπντάικ (1932-2009) γεννήθηκε στο Σίλινγκτον της Πενσιλβανίας. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ράσκιν της Oξφόρδης, στην Αγγλία. Από το 1955 ως το 1957 υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας "The New Yorker", όπου δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα και βιβλιοκριτικές. Μετά το 1957 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μασαχουσέτη.
Έγινε γνωστός ως ο συγγραφέας του καθημερινού αμερικανού της μεσαίας τάξης, με το μυθιστόρημά του "Rabbit, Run", το 1960, με ήρωα έναν 26χρονο πρώην παίκτη του μπάσκετ στο Λύκειο, τον Harry 'Rabbit' Angstrom, και τις προσπάθειές του να ξεφύγει από έναν συμβατικό γάμο και τη ρουτίνα μιας δουλειάς που δεν τον ενδιαφέρει. Ο ίδιος ήρωας εμφανίζεται και στα επόμενα βιβλία της τετραλογίας, "Rabbit Redux", 1971, "Rabbit is Rich", 1981, "Rabbit at Rest", 1990, καθώς και στο "Rabbit Remembered", 2001, από τα οποία το δεύτερο και το τρίτο τιμήθηκαν με το βραβείο Pulitzer. Ο Απντάικ εξέδωσε, συνολικά, περισσότερα από εξήντα βιβλία, μεταξύ των οποίων είκοσι οκτώ μυθιστορήματα –με τελευταίο τον "Τρομοκράτη"/"Terrorist", το 2006–, δεκατέσσερις συλλογές διηγημάτων, δέκα βιβλία με δοκίμια κριτικής και προσωπικά κείμενα και δέκα ποιητικές συλλογές. Τα μυθιστορήματά του τιμήθηκαν με τα βραβεία Πούλιτζερ, Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου και Εθνικό Βραβείο Βιβλιοκριτικών, ενώ το μυθιστόρημά του "Οι μάγισσες του Ίστγουικ" (1984), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζορτζ Μίλερ το 1987 -με πρωταγωνιστές τους Τζακ Νίκολσον, Σερ, Μισέλ Πφάιφερ και Σούζαν Σάραντον- και διασκευάστηκε σε μιούζικαλ για το θέατρο. Πέθανε στο Ντάνβερς της Μασαχουσέτης τον Ιανουάριο του 2009, σε ηλικία 76 ετών, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα.

























