Για το μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά «Ο μικρός Γκοντάρ» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Ο Louis Garrel υποδύεται τον Jean-Luc Godard στην ταινία «Godard Mon Amour» του Michel Hazanavicius.
Του Μάνου Κοντολέων
Φαίνεται πως έχει πλέον έρθει η στιγμή να φωτίσουμε με περισσότερη διάθεση κατανόησης εκείνη την κάπως αγνοημένη δεκαετία του ’70, μια περίοδο, δηλαδή, όπου τα όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των sixties συνεχίζανε να ενεργοποιούν κοινωνικοπολιτικά μα και καλλιτεχνικά γεγονότα κι έτσι δεν άφηναν το περιθώριο μιας αυτοτελούς έκφρασης όσων μέσα στα seventies σχηματίζαν την ενήλικη προσωπικότητά τους και με αυτήν πλέον θα περνούσαν από τον προηγούμενο αιώνα στον επόμενο – μένοντας πάντα άτομα ανάμεσα σε επαναστάσεις που δεν ολοκληρώθηκαν και σε ιδεολογίες που εκπέσανε.
Αυτός ο φωτισμός είναι που διαπερνά το τελευταίο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, μιας συγγραφέως που, αν και έχει κερδίσει τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, παράλληλα έχει αφήσει και το αποτύπωμά της στον χώρο του κινηματογράφου τόσο με τις ταινίες της όσο και με τις κριτικές και τα θεωρητικά της κείμενα πάνω σε ζητήματα της 7ης Τέχνης. Γεννημένη το 1947, ανήκει στη γενιά εκείνη που ενηλικιώθηκε μέσα σε έντονα μεταπολεμικά πολιτικά γεγονότα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, αλλά και γενικότερα στον Δυτικό Κόσμο. Αυτήν τη βιωματική εμπειρία της έρχεται να τη μετατρέψει σε ένα μυθιστόρημα μαθητείας – κάπως έτσι θεωρώ πως θα πρέπει να χαρακτηρίσει κανείς το έργο αυτό.
Δύο τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Από τη μια η αφηγήτρια Λουκία Βακαρή, γόνος μεγαλοαστικής μα ξεπεσμένης πλέον οικονομικά οικογένειας που πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει κινηματογράφο και αφήνει πίσω της –μα χωρίς και να αποχωρίζεται– τα τραύματα που τόσο στον ελληνικό χώρο γενικότερα, όσο και ειδικότερα στα συγγενικά της πρόσωπα, προξενεί η Χούντα των Συνταγματαρχών. Από την άλλη, ο σχεδόν συνομήλικός της Γκασπάρ Φρενέλ, Γάλλος μεν αλλά αγνώστου πατέρα και μητέρας, που μεγάλωσε σε θετές οικογένειες και κρατά στα χέρια του, με ένα ορμητικό και ανεξέλεγκτο πάθος, μια κινηματογραφική μηχανή και επιζητά να απαθανατίσει τα πολιτικά συμβάντα μέσα από την απόλυτη εφαρμογή των κανόνων ενός cinema verité.
Το Παρίσι από αδιαφιλονίκητη Πόλη του Φωτός, αργά μα με βεβαιότητα, μετατρέπεται σε μια από τις πρωτεύουσες της καπιταλιστικής Δύσης.
Οι δύο νέοι θα δημιουργήσουν έναν ερωτικό δεσμό και μέσα από αυτόν θα προσπαθήσουν, όχι μόνο να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά και οι δύο μαζί –συγχρόνως όσο και ανεξάρτητα–, να πάρουν θέση απέναντι σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την καλλιτεχνική δημιουργία, με τη συλλογική μνήμη, την ατομική ευθύνη και τη δυνατότητα ή την αδυναμία ενός δημιουργού, μέσα από το έργο του, να επέμβει σε ό,τι προξενεί μαζικούς θανάτους, δικτατορίες, εξεγέρσεις και αιματηρές καταστολές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αφηγήτρια εξιστορεί τόσο όσα συμβαίνουν στην οικογένειά της, καθώς εμπλέκεται στην αυταρχικότητα των Συνταγματαρχών διατηρώντας έτσι τα δεσμά της με το αστικό παρελθόν της, ενώ παράλληλα καταγράφει τις εμπειρίες της από μια ζωή στη μητρόπολη των ιδεών και του έρωτα, έτσι όπως εκφράζεται στα τελευταία σπαράγματά της. Το Παρίσι από αδιαφιλονίκητη Πόλη του Φωτός, αργά μα με βεβαιότητα, μετατρέπεται σε μια από τις πρωτεύουσες της καπιταλιστικής Δύσης. Το ατομικό συμπλέει με το κοινωνικό:
«Ο έρωτάς μου για τον Γκασπάρ, όπως και ο δικός του για μένα, αποδείχτηκε πολύ δυνατός, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου. Συνεχώς ένοιωθα ότι επρόκειτο για ένα μπερδεμένο κουβάρι διαφορετικών και αντικρουόμενων συναισθημάτων, που συμπιέζονταν απ΄ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες που βοούσαν γύρω μας…» (σελ.215)
Μυθιστόρημα εσωτερικών μονολόγων, έντονων περιγραφών διαπροσωπικών σχέσεων, υποστήριξης εκφράσεων ελεύθερων στοχασμών, εύστοχων σκιαγραφήσεων πολλών χαρακτήρων μιας εποχής που αν και έχει οριστικά παρέλθει, εντούτοις συνεχίζει ακόμα να εμπλέκεται στη διαμόρφωση γεγονότων του σήμερα.
Χαρακτηριστικό της γραφής της Γαβαλά –πέρα από την ανάλυση σκέψεων και συναισθημάτων– και οι κινηματογραφικές περιγραφές του αστικού περιβάλλοντος – του Παρισιού κυρίως, αλλά και της Αθήνας. Κινηματογραφικές περιγραφές που όμως μήτε μια στιγμή δεν εγκαταλείπουν τη λογοτεχνική δυναμική τους:
«Περνώντας μπροστά από το παρκάκι, είδα πως ο χώρος ήταν άδειος, ενώ οι άστεγοι είχαν μαζέψει τα περισσότερα σκουπίδια τους σαν να ήθελαν να εξαλείψουν κάθε ίχνος και πειστήριο. Έμειναν μόνο οι σελίδες από μια σκισμένη εφημερίδα, έρμαιο του αέρα, κι ένα κουρελιασμένο σακάκι, παρατημένο στο παγκάκι, σαν ισχνές αποδείξεις όλων όσων συνέβησαν πριν από λίγο». (σελ. 109)
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» (εκδ. Πατάκη).