Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Πέτρου «Μόρα» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Tης Βαρβάρας Ρούσσου
Κάθε ποιητής εγκαινιάζει και μια απόγνωση η οποία είναι ζωτική.
Γιάννης Λειβαδάς
Στην τρίτη ποιητική συλλογή του, ο Πέτρου επαναδιαπραγματεύεται τον λαϊκό θρύλο της Μόρας, που επεξηγείται στο βιβλίο ανατρέχοντας στη λαϊκή δοξασία (κακό γυναικείο πνεύμα που κόβει την ανάσα στον ύπνο) και καταφεύγοντας στη λογική εξήγηση («υπνική παράλυση»). Το εξώφυλλο, η Κοιμωμένη του Γιαννούλη Χαλεπά, υπογραμμίζει τη σχέση Μόρας, ύπνου και θανάτου. Πρόκειται για μια ενιαία σύνθεση με τρεις κύκλους που συναποτελούν ένα όλο με διακριτά μέρη: έξι ποιήματα που τιτλοφορούνται Μεσονυκτικόν (α'-στ'), πέντε έντιτλες ενότητες («Το βάρος των ανθρώπων», «Σκιά στον τοίχο», «Κόκκινος κάμπος», «Ψιλό χορτάρι» και «Λέξη θανάτου») και, τέλος, τα φερώνυμα της συλλογής ποιήματα που αποτελούν τον λόγο της Μόρας. Όλα οικοδομούν μια ιδιότυπη «λειτουργία» (με την έννοια του τελετουργικού, όπως η εκκλησιαστική λειτουργία).
Ο διάλογος με το δημοτικό τραγούδι είναι πότε άμεσος και πότε διαμεσολαβείται από ποιητές (Γκανάς), ενώ παράλληλα η ποιητική παράδοση ανιχνεύεται με αναφορές (Σαραντάρης, Μαρκόπουλος, Παυλόπουλος, Κάσσος) ή υπογειωμένες επιρροές (Σαχτούρης, Σεφέρης).
Η χρήση δεκαπεντασύλλαβου στα ποιήματα όπου η φωνή εκφοράς ανατίθεται στη Μόρα δεν παραπέμπει μόνον στον λαϊκό θρύλο που υποκίνησε τη σύνθεσή τους, αλλά γενικότερα στην ελληνική ποιητική παράδοση, θέτοντας το διαρκώς ανοιχτό και πάντοτε ερεθιστικό ζήτημα της επαναχρησιμοποίησης (ή επανένταξης σε νέο πλαίσιο ή γονιμοποιητικής εκμετάλλευσης) παραδοσιακών μορφολογικών/στιχουργικών στοιχείων. Ο διάλογος με το δημοτικό τραγούδι είναι πότε άμεσος και πότε διαμεσολαβείται από ποιητές (Γκανάς), ενώ παράλληλα η ποιητική παράδοση ανιχνεύεται με αναφορές (Σαραντάρης, Μαρκόπουλος, Παυλόπουλος, Κάσσος) ή υπογειωμένες επιρροές (Σαχτούρης, Σεφέρης). Η ρυθμικότητα των στίχων ενισχύεται από έμμετρους, μεμονωμένους ή σε ομάδα, στίχους, που πολλαπλασιάζονται σε αυτή την ιδιαίτερα φροντισμένη ρυθμικά συλλογή συγκριτικά με το κατεξοχήν ελευθερόστιχο παρελθόν του Πέτρου. Η ρυθμική δόμηση εντούτοις δεν βασίζεται στην κανονικότητα, με συνεχή παρουσία, αλλά, όπου εμφανίζεται επιβάλλεται, ιδίως στα ποιήματα με τίτλο «Μόρα». Σε αυτά τα ποιήματα προβάλλεται επιπλέον η τελετουργικά συνθετική δομή της συλλογής, καθώς οι τίτλοι δανείζονται από το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο αποκαλύπτοντας σχέση με την ευρύτερη παράδοση: «η Μικρά Συναπτή», «η Μεγάλη Συναπτή», «Κεκραγάριο» «πάσα πνοή», απ’ όπου διαφεύγει το τρίτο ομότιτλο ποίημα με υπότιτλο «ποιος είδε κόρην όμορφη» που παραπέμπει ευθέως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», επιτείνοντας τον διάλογο με ολόκληρο το φάσμα του ελληνικού ποιητικού παρελθόντος.
Η συλλογή με άξονα τη Μόρα, ως έναν πολλαπλά συμβολικό «βραχνά», περιστρέφεται γύρω από τις αρχετυπικές εμπειρίες του έρωτα (η Μόρα είναι μια γυναίκα; Είναι «η» μοιραία γυναίκα που φεύγει; «Χίλια χρόνια μια απουσία ορίζει τη ζωή μας» («Μεσονυκτικόν α΄»˙ γυναίκα εξάλλου αναφέρει το μότο του Σαραντάρη διλημματικά στο ονειρικό φάσμα), του θανάτου (η αναπόδραστη Μοίρα του τέλους, όπως προοιωνίζει η Κοιμωμένη του εξωφύλλου, –ο αδελφός του Ύπνου εξάλλου είναι ο Θάνατος–;) και –ίσως– της δημιουργίας (η Μόρα είναι η ποιητική μοίρα, η ποίηση που ο δημιουργός αγωνιωδώς υπηρετεί σαν «μοίρα, θάνατο και πέτρα»;). Τα βιώματα είναι συχνά τοποθετημένα στην ιστορικότητά τους, όπου ο τόπος, κομβική έννοια και στις προηγούμενες συλλογές του Πέτρου, διατηρεί εν μέρει τη βαρύτητά του.
Ο Πέτρου συνεχίζει να φωτογραφίζει τόπους, αντικείμενα και ανθρώπους αλλά στη Μόρα εμβαθύνει στα ενσταντανέ του για να αντλήσει ακόμη πιο πολύ από πριν το εσωτερικό ιδιαίτερο βάρος τους.
Η κάθε ενότητα επικεντρώνεται σε διαφορετικής υφής εμπειρίες που όλες ωστόσο μεταποιούν τον ακρογωνιαίο λίθο της συλλογής, τη Μόρα ως έρωτα, θάνατο, γη (χώρα αλλά κυρίως πόλη Δράμα;). Ο τόπος, ως ατομική και συλλογική ιστορική μνήμη, είναι περισσότερο ορατός στην ενότητα «Κόκκινος κάμπος» και στα ποιήματα «Τη μέρα / που κατέβηκε από τα βουνά», «Τότε άνοιξε η πόρτα», ενώ στο «Νύχτα σηκώνεις την καταπακτή» αναμοχλεύεται σε ατομικό επίπεδο ο εσωτερικός αντίκτυπος της ιστορικής μνήμης. Στην πρώτη ενότητα, «Το βάρος των ανθρώπων», ο Πέτρου διερευνά το ίχνος των ανθρώπων ως βάρος, ιδίως μετά τον θάνατό τους, όπως και στη δεύτερη ενότητα, «Σκιά στον τοίχο», όπου η ανάμνηση εσωτερικεύεται ως αποτύπωμα του ανθρώπου σε χώρους και αντικείμενα, μεταβάλλοντας έτσι τον τρόπο που το ποιητικό υποκείμενο πλέον τα βλέπει. Εδώ ξεχωρίζει το μεταφυσικής πνοής «Όταν μεσάνυχτα», που δεν διαλέγεται μόνο με τη λαϊκή παράδοση περί μεταφυσικών φαινομένων αλλά και ανακαλεί πεζογραφικές απόπειρες όπως του Βασίλη Γκουρογιάννη (Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων) και του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας), ενώ η όλη απόπειρα έχει ενδιαφέρον για την αιτία και τους τρόπους με τους οποίους καταφεύγει ένας δημιουργός σε λαϊκούς θρύλους. Τέλος, το «Ψιλό χορτάρι» και το «Λέξη θανάτου» εικονοποιούν τη σχέση με τον θάνατο και την απώλεια. Όμως, τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής («Μόρα-πάσα πνοή» και «Επιλύχνιο» δεν αφήνουν την επίγευση της θλίψης για το αναπόδραστο του θανάτου αλλά εξορκίζουν τον φόβο του: «καλή η γη, καλός χαμός, καλός ο κόσμος όλος» λέει η Μόρα και η συλλογή τελειώνει σχεδόν συνθηματικά: «Όχι ο θάνατος».
Ο Πέτρου συνεχίζει να φωτογραφίζει τόπους, αντικείμενα και ανθρώπους αλλά στη Μόρα εμβαθύνει στα ενσταντανέ του για να αντλήσει ακόμη πιο πολύ από πριν το εσωτερικό ιδιαίτερο βάρος τους. Πάντως, ο ποιητής φαίνεται να κλείνει έναν κύκλο προσωπικών οφειλών που άνοιξε με την πρώτη συλλογή του. Παράλληλα, πειραματίζεται στο άνοιγμα νέων οδών, ιδίως στο επίπεδο των τρόπων και της τεχνικής. Πρόκειται προφανώς για μια κομβική στιγμή στην ποιητική πορεία του Πέτρου, όπου βρίσκονται υπό επεξεργασία τόσο ο προβληματισμός για τους τρόπους και τις φόρμες όσο και η ανάγκη νέων θεματικών κύκλων που αρδεύονται από τα συλλογικά αιώνια βιώματα, πέρα από τον ατομικό μικρόκοσμο στο αιώνιο ποιητικό διακύβευμα της ταλάντωσης από το ατομικό στο συλλογικό.
* Η ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ είναι δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας Τέχνης της ΑΣΚΤ.
→ Στην κεντρική εικόνα © φωτογραφία του Michael Coyne μέρους ενός γκράφιτι στην Τεχεράνη.