Για το δοκίμιο της Αν Κάρσον «Έρως ο γλυκόπικρος - Δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση» (μτφρ. Ανδρονίκη Μελετλίδου, εκδ. Δώμα).
Του Σπύρου Κιοσσέ
Ανατρέχοντας στο λήμμα «κλασικός» σε λεξικά της νέας ελληνικής διαβάζουμε ως πρώτο ερμήνευμα «αυτός που σχετίζεται με την αρχαία ελληνική ή ρωμαϊκή περίοδο και ειδικότερα με τους αιώνες ακμής τους», «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συγγραφείς και στα έργα αυτής της εποχής». Ως δεύτερη σημασία δίνεται η έννοια του προτύπου, του σπουδαίου, του «διαχρονικού αντιπροσωπευτικού δείγματος», της αναγνωρισμένης αξίας, της απλότητας και της αρμονίας. Σε λεξικά της αγγλικής γλώσσας η σειρά των ερμηνευμάτων αντιστρέφεται: πρώτα δίνεται η έννοια της υψηλής ποιότητας και του τέλειου προτύπου και κατόπιν η σύνδεση με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Θεωρώ πως το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η αγωνία προβολής των γλωσσικών και πολιτισμικών μας καταβολών, που θεωρήθηκε ζήτημα (εθνικής ή έστω κρατικής) ζωής και θανάτου, και κατόπιν η προσπάθεια πολιτισμικού απογαλακτισμού, συχνά με αναιδή εφηβική αντιδραστικότητα, στιγμάτισαν τη σχέση μας και σε μεγάλο βαθμό διαστρέβλωσαν την οπτική μας στα επιτεύγματα της ελληνορωμαϊκής παράδοσης· μας έκαναν να ξεχάσουμε τι καθιστά τους κλασικούς «κλασικούς». Το βιβλίο της Αν Κάρσον Έρως ο γλυκόπικρος (μτφρ. Ανδρονίκη Μελετλίδου, εκδ. Δώμα) αποτελεί μια εξαιρετική υπενθύμιση: πέρα από το ζήτημα του έρωτα, το οποίο πραγματεύεται, η Κάρσον επιτυγχάνει να αναδείξει την επικαιρότητα της σκέψης και του λόγου των αρχαίων Ελλήνων για κάθε εποχή και το ενδιαφέρον που δικαιωματικά προκαλεί η κλασική γραμματεία για τον σύγχρονο αναγνώστη.
Στη συμπυκνωμένη αυτή σύζευξη η Κάρσον εντοπίζει την παραδοξότητα της ταυτόχρονης αίσθησης στον έρωτα τόσο της ηδονής όσο και της οδύνης, αντίφαση που συνέλαβαν και εξέφρασαν λογοτέχνες, πέρα από τη Σαπφώ, όπως ο Αρχίλοχος, ο Στησίχορος, ο Όμηρος, οι τραγικοί, οι ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας...
Η Κάρσον, ποιήτρια, κλασική φιλόλογος και δεινή μεταφράστρια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, είναι γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από μεταφράσεις μεμονωμένων ποιημάτων της σε λογοτεχνικά περιοδικά, από το κεντρικό αφιέρωμα σ’ αυτήν του περιοδικού «Ποιητική» (2010) και κυρίως από τη μετάφραση του έργου της «Short talks» («λίγα λόγια», εκδ. Πατάκη, 2013) από τον Χάρη Βλαβιανό. Το συγκεκριμένο δοκίμιό της με πρωτότυπο τίτλο «Eros the Bittersweet» κυκλοφόρησε το 1986 και έτυχε λαμπρής υποδοχής από κοινό και κριτικούς παγκοσμίως. Πρόκειται για ένα «δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση», όπως εξηγεί ο υπότιτλος και υποστηρίζεται σε 34 ευσύνοπτα υποκεφάλαια σε διάφορες όψεις αυτού του «παραδόξου», το οποίο αποτυπώνεται ακριβώς στο «γλυκόπικρο» του τίτλου – επίθετο που αντλείται από τον γνωστό στίχο της Σαπφώς: «Νάτος πάλι ο έρωτας που λιώνει το κορμί, νάτος, ξανά με τραντάζει, γλυκόπικρο ερπετό, ακατανίκητο» (απ. 130 Lobel & Page). Στη συμπυκνωμένη αυτή σύζευξη η Κάρσον εντοπίζει την παραδοξότητα της ταυτόχρονης αίσθησης στον έρωτα τόσο της ηδονής όσο και της οδύνης, αντίφαση που συνέλαβαν και εξέφρασαν λογοτέχνες, πέρα από τη Σαπφώ, όπως ο Αρχίλοχος, ο Στησίχορος, ο Όμηρος, οι τραγικοί, οι ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας, ο Καλλίμαχος, ο Χαρίτων, ο Λόγγος, αλλά και φιλόσοφοι όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Η συγγραφέας συμπλέκει τον λόγο των παραπάνω με αυτόν νεότερων και σύγχρονων λογοτεχνών και διανοητών, από τον Πετράρχη μέχρι τον Σταντάλ, τον Φλομπέρ, την Έμιλυ Ντίκινσον, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Φουκώ, τον Φρόυντ και τον Σαρτρ, στήνοντας για τον αναγνώστη έναν συναρπαστικό διάλογο γοητευτικών συνομιλητών πάνω σε ένα διαχρονικό θέμα.
Ο ρόλος της Κάρσον στον παραπάνω διάλογο είναι καταλυτικός: ενορχηστρώνει τις διαφορετικές φωνές, προβάλλει ομοιότητες και διαφορές, σχολιάζει, ερμηνεύει, συνθέτει, εξεικονίζει (οι παρατηρήσεις της για τον γνωστό πίνακα του Velázquez «Las Meninas» είναι διαφωτιστική για το ζήτημα)· κυρίως όμως προσθέτει τον δικό της λόγο τόσο ως ερευνήτριας όσο και ως ποιήτριας. Στόχος του έργου δεν είναι τόσο να εντοπιστούν απαντήσεις σε ένα ερώτημα που, παρά τις φιλοσοφικές ή υπαρξιακές του διαστάσεις, ενσκήπτει δυνάμει στον καθένα και καθεμία ως βίωμα καθημερινό, υλικό, σωματικό. Περισσότερο φαίνεται να απασχολεί η περιγραφή του ζητήματος, η λογοτεχνική του άρθρωση ως απόπειρα κατανόησης αυτής της βαθιάς αντινομίας που συνιστά ο έρωτας: η σύμφυρση φιλίας και έχθρας, το απαραίτητο της δυσκολίας, η ουσία του ως ακόρεστης πείνας, ως στέρησης, ως καταδίωξης και φυγής, ως επιθυμίας για κάτι που απουσιάζει. Όπως σημειώνει η Κάρσον, «κάθε ανθρώπινη επιθυμία τοποθετείται πάνω σ’ έναν άξονα παραδοξότητας, με πόλους την απουσία και την παρουσία και με κινητήριες δυνάμεις την αγάπη και το μίσος. […] Υπάρχει κανένας που να επιθύμησε ποτέ αυτό που δεν απουσιάζει; Κανένας. Σ’ αυτό οι Έλληνες ήταν ξεκάθαροι. Κι επινόησαν τον έρωτα για να το εκφράσουν».
Τη στιγμή ακριβώς που ερωτεύεσαι, συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι πλήρης· ότι σου λείπει (ότι πάντα σου έλειπε κι ίσως πάντα θα σου λείπει) το αντικείμενο της επιθυμίας σου. Πρόκειται για την απουσία, της οποίας την παρουσία απαιτεί εξ ορισμού ο έρωτας για να υφίσταται.
Πράγματι, τη στιγμή ακριβώς που ερωτεύεσαι, συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι πλήρης· ότι σου λείπει (ότι πάντα σου έλειπε κι ίσως πάντα θα σου λείπει) το αντικείμενο της επιθυμίας σου. Πρόκειται για την απουσία, της οποίας την παρουσία απαιτεί εξ ορισμού ο έρωτας για να υφίσταται. Αυτό το φαινομενικά οξύμωρο, αυτήν την παράδοξη ένδεια του έρωτα και τον αναπόφευκτα κενό χώρο της επιθυμίας αντιλήφθηκαν και επιχείρησαν, κατά την Κάρσον, να αρθρώσουν πρώτοι οι ποιητές της κλασικής παράδοσης, και το κατάφεραν αριστουργηματικά. Από την αναπαράσταση της ερωτικής έλλειψης ως αναζήτηση του άλλου μισού, σύμφωνα με τον Αριστοφάνη στο πλατωνικό Συμπόσιο, μέχρι το αίσθημα της ερωτικής «οικειότητας», συμπεπλεγμένης με τη φαντασία, που κάνει τον ερωτευμένο να συγχέει τον εαυτό με τον άλλο, μεταβάλλοντας τελικά τον εαυτό και καθιστώντας τον ανοίκειο. Μια μεταβολή που για τους αρχαίους Έλληνες σημαίνει απώλεια, φθορά, αρρώστια. Ταυτόχρονα όμως σημαίνει και μια καινούργια γνώση του εαυτού: «Ο εαυτός σχηματίζεται στο όριο της επιθυμίας. Στην προσπάθεια να εγκαταλείψεις τον εαυτό σου αναδύεται μια γνώση του εαυτού». Πράγματι, αν το καλοσκεφτούμε, έρωτας και γνώση εκκινούν από την ίδια πηγή: να φτάσει κάποιος σε κάτι ποθούμενο, σε κάτι διαφορετικό, ενδεχομένως καλύτερο. Η γνώση του έρωτα και ο έρωτας ως γνώση.
Η Αν Κάρσον |
Η Κάρσον τροποποιεί το γνωστό εννοιολογικό «μέγα τρίγωνο» (πειθώ, βία, έρως) που διατρέχει την αρχαία ελληνική ποιητική και ρητορική παράδοση, και εξετάζει την τριγωνική δόμηση εντός της ερωτικής επιθυμίας: «εκεί που ο έρωτας είναι έλλειψη, η ενεργοποίησή του απαιτεί τρία δομικά συστατικά – τον ερωτευμένο, τον ερωμένο κι αυτό που στέκει ανάμεσά τους».
Στο έργο σχολιάζονται σημαντικά ποιήματα της κλασικής γραμματείας όπως το γνωστό απόσπασμα 31 (Lobel & Page) της Σαπφώς: «Ίδιος θεός μού φαίνεται κείνος εκεί ο άνδρας/που απέναντί σου κάθεται/κι ακούει προσηλωμένος/την τρυφερή σου τη λαλιά [...]», στο οποίο εντοπίζει την αποτύπωση του έρωτα ως τριμερούς δομής. Με τον τρόπο αυτό η Κάρσον τροποποιεί το γνωστό εννοιολογικό «μέγα τρίγωνο» (πειθώ, βία, έρως) που διατρέχει την αρχαία ελληνική ποιητική και ρητορική παράδοση, και εξετάζει την τριγωνική δόμηση εντός της ερωτικής επιθυμίας: «εκεί που ο έρωτας είναι έλλειψη, η ενεργοποίησή του απαιτεί τρία δομικά συστατικά – τον ερωτευμένο, τον ερωμένο κι αυτό που στέκει ανάμεσά τους».
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του ζητήματος που θίγει επίσης η Κάρσον σε σχέση με την ερωτική εμπειρία και την έκφρασή της στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι η σύνδεσή της με τον γραμματισμό. Η άσκηση στη νέα, για την εποχή, τεχνολογία της γραφής και της ανάγνωσης οδηγεί το άτομο στην επίγνωση του εσωτερικού εαυτού ως ενιαίας οντότητας διακριτής από το περιβάλλον, ενώ συμβάλλει στην αίσθηση του έρωτα, καταγεγραμμένου πια, ως εξωτερικής παρείσφρησης που συνιστά χειροπιαστή προσωπική απειλή. Ενώ στον προφορικό λόγο της επικής ποίησης οι λέξεις μπορεί να μην έχουν όρια ή αυτά να είναι μεταβαλλόμενα, «στον Αρχίλοχο και στους άλλους ποιητές της αρχαϊκής εποχής βλέπουμε ανθρώπους που ξαφνικά έρχονται αντιμέτωποι με νέους τρόπους να σκέφτεται κανείς τα όρια – τα όρια των φθόγγων, των γραμμάτων, των λέξεων, των συναισθημάτων, των γεγονότων στο χρόνο, του εαυτού».
Ο λόγος της διαθέτει την οξεία στοχαστικότητα του δοκιμίου σε συνδυασμό με τη δύναμη και ενάργεια της λογοτεχνικής έκφρασης.
Η συγγραφέας, με παρατηρήσεις σε επίπεδο φωνολογικό, μορφολογικό, λεξιλογικό, συντακτικό και μετρικό, προσφέρει διεισδυτικές αναγνώσεις των κειμένων που επιλέγονται και προτείνει εύστοχες ερμηνείες, με τρόπο μάλιστα απόλυτα κατανοητό για τον σημερινό αναγνώστη – σ’ αυτό συμβάλλει σημαντικά η μεταφραστική δεινότητα της Ανδρονίκης Μελετλίδου. Ο λόγος της διαθέτει την οξεία στοχαστικότητα του δοκιμίου σε συνδυασμό με τη δύναμη και ενάργεια της λογοτεχνικής έκφρασης, καθιστώντας (και αυτό) το έργο της Κάρσον δύσκολο στην ειδολογική κατάταξη: στο μεταίχμιο της επιστημονικής πραγματείας και της λογοτεχνίας, ένα είδος λογοτεχνικής πραγματείας.
«Η επιθυμία κινείται. Ο έρωτας είναι ρήμα», παρατηρεί η Κάρσον. Μέσα από έναν πλούτο λεκτικών και νοητικών συνάψεων συνθέτει ένα κείμενο που ανατέμνει τη φύση (και το αφύσικο) της ανθρώπινης επιθυμίας, ενώ φορτίζει υφολογικά την ανάγνωση, αναδεικνύοντάς την σε μια εμπειρία απολαυστική και συνάμα αποκαλυπτική ή ανακαλυπτική του «τυφλού σημείου» του έρωτα.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική).
Έρως ο γλυκόπικρος
Δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση
Αν Κάρσον
Μτφρ. Ανδρονίκη Μελετλίδου
Δώμα 2019
Σελ. 232, τιμή εκδότη €18,00