Σκέψεις για την κουλτούρα της ακύρωσης με αφορμή το βιβλίο της Laure Murat «Ποιος ακυρώνει τι; – Σκέψεις για την cancel culture» (μτφρ. Γιάννης Κτενάς, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Θυμήθηκα το 1984 του Τζορτζ Όργουελ, όπου η υπηρεσία στην οποία εργάζεται ο πρωταγωνιστής ξαναγράφει καθημερινά το παρελθόν, «διορθώνοντας» τα κάθε είδους ντοκουμέντα. Αυτό φυσικά παραπέμπει στις τακτικές του Στάλιν και άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων, που αλλοίωναν τις φωτογραφίες ανάλογα με τις τρέχουσες πολιτικές αντιλήψεις ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι κάθε παρόν αναθεωρεί το παρελθόν, είτε μέσω μελετών που επαν-ερμηνεύουν την Ιστορία, είτε μέσω της νέας χρήσης παλιότερων μνημείων μέσα στο πλαίσιο της νέας κουλτούρας που επικρατεί έναντι της παλιότερης, είτε μέσω αλλαγής τοπωνυμίων, ονομάτων οδών, πλατειών κ.λπ., ώστε αυτά να προσαρμοστούν στην τωρινή, εκάστοτε τωρινή, αντίληψη περί politically (ή culturally, nationally ή ό,τι άλλο) correct.
Η Γαλλίδα ιστορικός Λορ Μιρά σε διάλεξή της το 2021 καταθέτει μια ολοκληρωμένη γνώμη περί cancel culture, μια έννοια που έρχεται από την Αριστερά για να επανορθώσει τις αδικίες του παρελθόντος υπό το πρίσμα της σύγχρονης ματιάς. Στο βιβλίο της, που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιάννη Κτενά (Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, εκδ. Πόλις), μπορούμε να δούμε τη συγκεκριμένη πολιτισμική (και πολιτική) πρακτική, με τις αλλαγές που επιφέρει και τις υπερβολές στις οποίες οδηγεί, και με τη βοήθεια άλλων δημοσιευμάτων να προσεγγίσουμε τα όρια μιας τέτοιας τάσης.
Με αμαυρώσεις ή και κατακρημνίσεις τέτοιων μνημείων αμφισβητείται η κυρίαρχη ιδεολογία περί του παρελθόντος και, χωρίς να σβήνεται η Ιστορία, απορρίπτεται η δημόσια τιμή σε άνδρες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τα χειρότερα στοιχεία των ανδροκρατικών, ευρωκεντρικών και λευκοκεντρικών νοοτροπιών.
«Cancel culture» («κουλτούρα της ακύρωσης» ή «κουλτούρα του καταλογισμού») ονομάζεται η προσπάθεια ανθρώπων ή ομάδων να αναθεωρήσουν τις ιστορικές αντιλήψεις και να αποκαθηλώσουν από τη δημόσια σφαίρα εμβλήματα που παραπέμπουν σε αποικιοκρατικές και ρατσιστικές ή σεξιστικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με την Jodie Foster, πρόκειται για «την εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών», έναν τρόπο διαμαρτυρίας απέναντι στις καθιερωμένες εκδοχές της κυρίαρχης ιστορίας, όπως είναι τα αγάλματα «επιφανών» ανδρών, που ήταν εθνικά σύμβολα, αλλά συνάμα ενσάρκωναν καταπιεστικές ιδεολογίες. Με αμαυρώσεις ή και κατακρημνίσεις τέτοιων μνημείων αμφισβητείται η κυρίαρχη ιδεολογία περί του παρελθόντος και, χωρίς να σβήνεται η Ιστορία, απορρίπτεται η δημόσια τιμή σε άνδρες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τα χειρότερα στοιχεία των ανδροκρατικών, ευρωκεντρικών και λευκοκεντρικών νοοτροπιών.
Έτσι, πολλοί ηγέτες που προέβησαν σε αποικιοκρατικής λογικής πράξεις με εκκαθαρίσεις γηγενών ή εξόντωση μαύρων δούλων τίθενται στο στόχαστρο, αλλά μαζί δέχονται τα πυρά των εξεγερμένων ομάδων διάφοροι άλλοι, οι οποίοι, μολονότι επέδειξαν θετική δράση στην πρόοδο του πολιτισμού, παραπλεύρως συμμετείχαν, άμεσα ή έμμεσα, στο καταπιεστικό καθεστώς υπέρ της δουλείας ή της λευκής κυριαρχίας. Η cancel culture είναι, λοιπόν, σύμφωνα με τη Λορ Μιρά, μια προσπάθεια να ξαναχαράξουμε τις μνημειακές πολιτικές, με σύγχρονη ματιά αλλά και με το πρίσμα των δικών μας αντιλήψεων που τίθενται ως ο (εφήμερος) Κανόνας.
Η Λορ Μιρά γεννήθηκε το 1967 στο Παρίσι. Σπούδασε Ιστορία στην «École des hautes études en sciences sociales» (EHESS) του Παρισιού, όπου και υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή. Έχει ασχοληθεί με την πολιτισμική ιστορία, την ιστορία της ψυχιατρικής, τις σπουδές φύλου, την queer θεωρία, και με τη λογοτεχνία από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Είναι καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA). Έχει τιμηθεί με το βραβείο Goncourt βιογραφίας, το βραβείο κριτικής της Γαλλικής Ακαδημίας και το βραβείο Femina δοκιμίου. |
Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτήν την τάση αναθεωρητισμού δεν είναι ο στόχος, που συχνά δικαίως βάλλεται, αλλά η αντίληψη που κρύβεται πίσω από αυτές τις (βίαιες) διεκδικήσεις: ότι δηλαδή το παρόν καθορίζει και θα καθορίζει τα πάντα. Κι είναι όντως μια τάση της Ιστοριογραφίας να βλέπει το παρόν ως διαβήτη που ερμηνεύει το παρελθόν, αλλά όχι να το ακυρώνει, να το αξιολογεί αλλά όχι να κρίνει λ.χ. τη δουλεία στην αρχαιότητα με κριτήρια την ανθρωπιστική οπτική του 21ου αιώνα. Αυτός ο «παροντισμός», που συνεχώς ορθώνει ένα παροντικό και παροδικό εγώ (ή εμείς), λειτούργησε και λειτουργεί συχνά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, διεκδίκησε την απόλυτη αλήθεια και καταδίκασε άλλα παρελθόντα «παρόντα», που κι αυτά ανάλογα είχαν «ακυρώσει» το δικό τους παρελθόν.
Δεν βάλλονται μόνο μνημειακά σύμβολα που «επιβάλλουν» ή «υποβάλλουν» την κρατική αντίληψη, αλλά και έργα τέχνης, επειδή, χωρίς να κριθεί η εποχή τους και το βάρος του συγκειμένου τους, θεωρούνται ότι φέρουν ασύμβατες με τη δική μας εποχή απόψεις.
Γιατί π.χ. καταδικάζουμε τις συνήθειες των Χριστιανών στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες να γκρεμίζουν (ή να επαναχρησιμοποιούν) τα αρχαιοελληνικά παγανιστικά μνημεία, ενώ κι εμείς σήμερα θεωρούμε ότι πρέπει να καθαιρέσουμε ό,τι δεν συμφωνεί (και δικαίως, βάσει του σημερινού μας ιδεολογικού στίγματος) με την τρέχουσα ιδεολογία μας; Ανάλογα, ένα είδος ακύρωσης κάνει ο Ταγίπ Ερντογάν, όταν μετατρέπει την Αγία Σοφία, δείγμα ενός προηγούμενου πολιτισμού, σε τζαμί, δείγμα του επικρατούντος τωρινού εθνικού πολιτισμού, πράξη που επαναγράφει στο σώμα της ιστορίας τη νυν ιδεολογία.
Με αυτή τη λογική δεν βάλλονται μόνο μνημειακά σύμβολα που «επιβάλλουν» ή «υποβάλλουν» την κρατική αντίληψη, αλλά και έργα τέχνης, επειδή, χωρίς να κριθεί η εποχή τους και το βάρος του συγκειμένου τους, θεωρούνται ότι φέρουν ασύμβατες με τη δική μας εποχή απόψεις. Έτσι, επικρίθηκαν ταινίες όπως το «Gone with the Wind» («Όσα παίρνει ο άνεμος»), μια ταινία του 1939 για τον Αμερικανικό Εμφύλιο το 1861, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936, επειδή περιέχει «ρατσιστικά μηνύματα και φυλετικές προκαταλήψεις». Αλλά και άλλοι καλλιτέχνες ή έργα τέχνης μπορεί κάλλιστα να τεθούν στο στόχαστρο: μήπως να αφαιρέσουμε τους πίνακες του Πολ Γκογκέν επειδή αυτός κοιμόταν με ανήλικα κορίτσια, να απαξιώσουμε την Ακρόπολη επειδή κατασκευάστηκε με τη συμμετοχή δούλων ή να πάψουμε να διδάσκουμε τον Αριστοτέλη επειδή ο φιλόσοφος ήταν υπέρ της δουλείας; Θα σκεφτόμουν ακόμα συγγραφείς, όπως είναι η Πηνελόπη Δέλτα, που εξέφρασε «εθνικιστικά» ιδεώδη, και άλλους (π.χ. Χάμσουν, Σελίν), που βρίσκονται σε αντίθεση με την όποια τρέχουσα πολιτισμική λογική ομάδων, πλειοψηφικών ή μειοψηφικών.
Για να είμαι δίκαιος, η λογική της cancel culture δεν διαγράφει το παρελθόν, αλλά ζητάει την αποπομπή των εμβλημάτων από τον δημόσιο χώρο, όταν αυτά αφορούσαν ρατσιστικές ή σεξιστικές συμπεριφορές. Ωστόσο, η βίαιη προσχώρηση σ’ αυτήν τη στάση επιβάλλει πολύ συχνά τη μανία της μάζας, χωρίς ιστορική γνώση και ιστορική προοπτική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το παρελθόν τίθεται στο απυρόβλητο, αλλά πιθανόν το παλίμψηστο που δημιουργεί πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τις εποχές και τα σύμβολα που το τιμούν να εναλλάσσονται, χωρίς ακρότητες και εν βρασμώ θυμικές εξάρσεις.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Επιλογή πρόσφατων αναρτήσεων σχετικών με την Cancel Culture
Αθανασιάδης, Δημήτρης (2020): «Cancel Culture: Τι ξέρεις για την «κουλτούρα της ακύρωσης;» athensvoice.gr, 30.9.2020.
Βαρδουλάκης, Ευτύχης (2021): «Να γκρεμίσουμε την Ακρόπολη; Οι υπερβολές της “πολιτικής των ταυτοτήτων”» lifo.gr, 31.10.2021
Καλαμαντή, Σοφία (2021): «Η ανησυχητική επέλαση του cancel culture» athensvoice.gr, 11.11.2021
Στάμου, Εύα (2022): «Cancel Culture: Προστατεύει ή αστυνομεύει τον δημόσιο λόγο;» athensvoice.gr, 24.01.2022
Χόπλαρου, Ρένα (2022): «Cancel Culture: ο νέος ολοκληρωτισμός» περ. Πολίτης, 20.2.2022