Για το μυθιστόρημα του James Baldwin «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει» (Μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, θα μας έλεγε τα βαθύτερα μυστικά της όλων εκείνων των δεκαετιών που σημάδεψαν τον πολιτισμό των μαύρων του αμερικάνικου Νότου, εκεί κάτω, στο παραδοσιακό κέντρο του Μέμφις, το αποκαλούμενο downtown και τα οποία ποτέ δεν ήρθαν στην επιφάνεια, για διάφορους φυσικά λόγους. Κι αναφέρομαι στη μεγαλειώδη δημώδη μουσική, την τελευταία ίσως σημαδιακή μουσική ετούτου του πλανήτη και των μεγάλων και εμβληματικών μορφών της, πέρα από όλες εκείνες τις γνωστές και λεπτές πολιτιστικές αποχρώσεις των μαύρων ανθρώπων. Όμως, εν προκειμένω, σε τούτο το βιβλίο του Τζέιμς Μπόλντουιν, η οδός αυτή που παραπέμπει σε μια βαθιά πολιτιστική εστία με πολλαπλές ρίζες, συμπυκνώνει με μεταφορικό τρόπο τον αγώνα της μαύρης κοινότητας εναντίον του ρατσισμού, της κοινωνικής ισότητας και εν τέλει της επιβίωσής της. Μια τέτοια ιστορία ρατσισμού ξετυλίγει και ο Μπάλντουιν μέσω της ηρωίδας του, έχοντας όμως ως όχημα μια ιστορία ερωτική.
Την υπόθεση αγάπης της Κλεμεντίν ή της Τις, όπως συνήθως την αποκαλούν, και του Φόνι ή Αλόνσο Χαντ, οι οποίοι, ενώ κάποια στιγμή σκόπευαν να παντρευτούν εσπευσμένα, κυρίως λόγω της εγκυμοσύνης της Τις, εκείνος φυλακίζεται. Ο Φόνι είναι είκοσι δύο ετών και ασχολείται με τη γλυπτική, εκείνη μόλις δεκαεννιά, και η ιστορία εκτυλίσσεται όχι στο Μέμφις του Τεννεσί αλλά στο μεγάλο χωνευτήρι που ακούει στο όνομα Νέα Υόρκη, και πιο συγκεκριμένα στις γνωστές συνοικίες του Μανχάταν. Πατέρας του Φόνι είναι ο Φρανκ, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα από την Ατλάντα. Μητέρα της αφηγήτριας του μυθιστορήματος Τις, η Σάρον, με ρίζες από το Μπέρμιγχαμ· κατάφερε να δραπετεύσει απ' την εν λόγω γωνιά της κόλασης, λόγω της καλλιτεχνικής της ενασχόλησης, συναντώντας στη συνέχεια τον άντρα της, Τζόζεφ, στο Όλμπανι και καταλήγοντας στη Νέα Υόρκη, επίσης.
Σε τούτο το βιβλίο του Τζέιμς Μπόλντουιν, η οδός αυτή που παραπέμπει σε μια βαθιά πολιτιστική εστία με πολλαπλές ρίζες, συμπυκνώνει με μεταφορικό τρόπο τον αγώνα της μαύρης κοινότητας εναντίον του ρατσισμού, της κοινωνικής ισότητας και εν τέλει της επιβίωσής της.
Η εντύπωση που δημιούργησε και άφησε το βιβλίο στο αναγνωστικό κοινό, φάνηκε και από το γεγονός της πετυχημένης προσαρμογής του στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Μπάρρυ Τζένκινς (2018) με φόντο πάντοτε τις σεξουαλικές σχέσεις των μαύρων όπως αυτές τοποθετούνται δίπλα και απέναντι στον εκτεταμένο λευκό ρατσισμό. Η ταινία προσφέρει επίσης στους θεατές την ευκαιρία να προβληματιστούν σχετικά με το έργο ενός συγγραφέα, το βιογραφικό του οποίου είναι λίγο πολύ γνωστό, ίσως σήμερα περισσότερο από τα χρόνια του Μπόλντουιν. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η λογοτεχνική καριέρα του Τζέιμς Μπόλντουιν (1924-1987) κράτησε κάπου τέσσερις δεκαετίες, μια εποχή κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είδαν στο εσωτερικό τους να ξεδιπλώνονται πολλές σεισμικές πολιτικές και πολιτιστικές κινητοποιήσεις και μετατοπίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν μεγάλες κοινωνικές μάζες και αλλαχού.
Το μυθιστόρημα Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1974, παρακολουθεί την ιστορία αγάπης δύο νέων μαύρων, των οποίων η ζωή διαλύεται από μια ψευδή κατηγορία εγκλήματος και είναι προάγγελος του ύστερου στυλ του Μπόλντουιν, στο οποίο κεντρική θέση κατέχει η έννοια της αγάπης. Μια ιστορία αγάπης πλημμυρισμένης με ρομαντισμό και παράλληλα με έντονη κοινωνική αντίδραση και διαμαρτυρία, επικεντρωμένη στις συναισθηματικές σχέσεις και δεσμούς δύο μαύρων οικογενειών, με απώτερο όραμα να μπορέσει κάποια στιγμή αυτή να ξεπεράσει τις ορθωμένες φυλετικές γραμμές. Αν και είχε δημοσιεύσει έναν εντυπωσιακό αριθμό έργων στη δεκαετία του '50, όπως το εν μέρει αυτοβιογραφικό Φώναξέ το στα βουνά (Go Tell It on the Mountain, 1953) και Το δωμάτιο του Τζοβάνι (Giovanni's Room, 1956), ήταν η κυκλοφορία του μυθιστορήματος Μια άλλη χώρα (Another Country, 1962) και κάποιων δοκιμίων που σταθεροποίησαν τη φήμη του Τζέιμς Μπόλντουιν, και τον κατέταξαν στους κορυφαίους συγγραφείς και διανοούμενους της Αμερικής. Σε αυτά τα έργα, στην κρίσιμη εποχή διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων, ο Τζέιμς Μπόλντουιν προχώρησε μπροστά άφοβα, κατακρίνοντας την κοινωνική δύναμη των λευκών και προτάσσοντας την αγάπη.
Αν και είχε δημοσιεύσει έναν εντυπωσιακό αριθμό έργων στη δεκαετία του '50, όπως το εν μέρει αυτοβιογραφικό Φώναξέ το στα βουνά (Go Tell It on the Mountain, 1953) και Το δωμάτιο του Τζοβάνι (Giovanni's Room, 1956), ήταν η κυκλοφορία του μυθιστορήματος Μια άλλη χώρα (Another Country, 1962) και κάποιων δοκιμίων που σταθεροποίησαν τη φήμη του Τζέιμς Μπόλντουιν.
Σκοπός του να συμβάλλει στη διαμόρφωση εκείνης της Αμερικής που επιθυμούσε, αλλά και έκρινε απαραίτητη. Απέρριπτε τις βίαιες πράξεις, καταδίκαζε έντονα την αποκαλούμενη «αθωότητα» των λευκών στο The Fire Next Time (1963), ως συστατικό στοιχείο της λευκής υπεροχής, φέρνοντάς την σε αντιδιαστολή με τη μαύρη υποταγή και σε εκείνο που στρεβλώνει τον ηθικό χαρακτήρα της κοινωνίας των Ηνωμένων Πολιτειών. «Είναι η αθωότητα που αποτελεί το έγκλημα…», έλεγε εκεί. Η αθωότητα αυτή, υποστήριζε, καλύπτει το βίαιο φυλετικό παρελθόν και το παρόν της Αμερικής, επιτρέποντας στους λευκούς Αμερικανούς να μην αναγνωρίζουν την ευθύνη για την επαίσχυντη ιστορία τους όσον αφορά διαχρονικά τη στάση τους απέναντι στους Αφροαμερικανούς. Σε όλα αυτά, πίστευε πως μόνο η δύναμη της αγάπης θα μπορούσε να απελευθερώσει τους λευκούς από την κατάσταση της «αθωότητας» και να διαφοροποιήσει επί τα βελτίω τις ισχύουσες και από κάθε πλευρά καταδικαστέες κοινωνικές συνθήκες. Θεωρούσε το φυλετικό πρόβλημα της Αμερικής ως σύμπτωμα έλλειψης αγάπης από μεριάς των λευκών. «Όταν οι λευκοί άνθρωποι σε αυτήν τη χώρα» έγραφε, «θα μάθουν πώς να αποδέχονται και να αγαπούν τον εαυτό τους και τους άλλους, δεν θα υφίσταται πλέον φυλετικό πρόβλημα». Αποτύπωνε έτσι, για άλλη μια φορά, την πίστη του όχι μόνο στην ιδιωτική αλλά και στην πολιτική χρήση της αγάπης, θεωρώντας την πολύτιμη βοήθεια και εργαλείο για την επίλυση της διχαστικής φυλετικής διαμάχης της Αμερικής. Αναμφίβολα ήταν μια προκλητική δήλωση για το έτος 1963, και απαιτούσε εξαιρετικά μεγάλη προσπάθεια να υιοθετηθεί, όταν ο φυλετικός διαχωρισμός και η εχθρότητα απέναντι σε κάθε μικτό γάμο, κυριαρχούσαν, ακόμη, βαθιά στο σώμα της αμερικανικής κοινωνίας.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου (1974). |
Παρατηρούμε αυτές τις διαφορετικές εφαρμογές της αγάπης, να παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό και σε άλλα κείμενα του συγγραφέα. Η λευκή «αθωότητα» και η έλλειψη αγάπης βρίσκονται στην καρδιά του δεύτερου μυθιστορήματος, το Δωμάτιο του Τζοβάνι (1956), ενώ εκείνη των δυσκολιών της διαφυλετικής αγάπης στο τρίτο μυθιστόρημά του, στο Μια άλλη χώρα (1962). Υπάρχει μια σημαντική μετατόπιση, ωστόσο, στα μεταγενέστερα κείμενα του Τζέιμς Μπόλντουιν, ξεκινώντας από το Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, στα οποία τονίζεται η μεγάλη σημασία στην ερωτική αγάπη μεταξύ των μαύρων. Να τονίσουμε, με την ευκαιρία, ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το πρώτο του που επικεντρώνεται αποκλειστικά σε μια μαύρη ιστορία αγάπης και το μόνο με αφηγητή μια γυναίκα.
Ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτήν τη στροφή του συγγραφέα προς τη «μαύρη» αγάπη είναι ότι το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε προς το τέλος της δράσης του «Κινήματος των Μαύρων Τεχνών», το οποίο άνθισε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Ήταν η εποχή κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν τα περισσότερα αιτήματα του κινήματος αυτού. Σύμφωνα μ' αυτά, εκτός από τη δημιουργία μαύρων πολιτιστικών ιδρυμάτων και θεσμών, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών και εκδοτικών οίκων οι οποίοι είχαν δεσμευτεί να ενδυναμώσουν όσο γινόταν περισσότερο τη μαύρη συνείδηση, ήταν και η στροφή της προσοχής των αναγνωστών στις ενδοφυλετικές διαστάσεις των μελών της μαύρης κοινότητας. Αναδείχτηκαν σπουδαίοι συγγραφείς, όπως η Σόνια Σάντσεζ (1934), η Νίκι Τζιοβάνι (1943), η Ντοζάκ Σάνγκε (1948-2018) και αρκετές άλλες σημαντικές προσωπικότητες και πρωτεργάτες του κινήματος. Εκεί τέθηκαν επίσης, στο επίκεντρο της συζήτησης οι ιδιαίτερες εμπειρίες των μαύρων γυναικών. Η διασταύρωση του φύλου και της φυλής με λευκούς συντρόφους, έδειξε στη μαύρη κοινότητα έναν νέο τρόπο διασύνδεσης με τους λευκούς.
Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου του 1924. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Go Tell It on the Mountain", εκδόθηκε το 1953. Ζωντανεύοντας τις εμπειρίες του ως νεαρού ιεροκήρυκα στους δρόμους του Χάρλεμ, γνώρισε αμέσως επιτυχία και ακολούθησε το "Giovannis Room", που ερευνά το ζήτημα του ομοφυλοφιλικού έρωτα με ευαίσθητο και επιβλητικό τρόπο. Παρότι «μαύρος και ομοφυλόφιλος», ο Τζέιμς Μπόλντουιν κέρδισε βραβεία, υποτροφίες και επιχορηγήσεις, ενώ το 1986 παρασημοφορήθηκε από τη Λεγεώνα της Τιμής. Πέθανε το 1987 στο σπίτι του στη Γαλλία. Η νεκρολογία των Times έγραφε: «Τα καλύτερα έργα του αντέχουν σε σύγκριση με οτιδήποτε εκδόθηκε την ίδια εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες», ενώ το Newsweek τον χαρακτήρισε ως «έναν οργισμένο συγγραφέα η ευφυΐα του οποίου ήταν τόσο προκλητική και η γραφή του τόσο καλαίσθητη, ώστε δεν άργησε να γίνει ο μαύρος συγγραφέας που οι λευκοί φιλελεύθεροι δεν έπαψαν να φοβούνται». |
Στην κινηματογραφική προσαρμογή του βιβλίου, ο Μπάρρυ Τζένκινς κάνει μια εξαιρετική δουλειά προσαρμόζοντας το μυθιστόρημα του Μπόλντουιν για τη μεγάλη οθόνη, με μια μαγευτική και ζωγραφική προσαρμογή της πλοκής, καθώς και με την αφήγηση της Τις σε voice over, πετυχαίνει να προσδόσει με τρόπο απλό, πιστότητα και βάθος στον χαρακτήρα της Τις. Σε μια χώρα, που παραμένει και σήμερα με πολλούς τρόπους συναισθηματικά, σε σχετικά νηπιακή κατάσταση, η άγρια φαντασία του Μπόλντουιν παραμένει μια επιπλέον πολύτιμη πηγή, παρέχοντας ένα ικανοποιητικό σχέδιο για τη συλλογική ευημερία της Αμερικής.
Ο Μπόλντουιν γράφοντας αυτή την ιστορία αγάπης, δημιουργεί δεσμούς ανάμεσα στα μπλουζ και τη μαύρη μυθοπλασία. Με αυτή την έννοια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει άφοβα ότι ο Τζέιμς Μπόλντουιν εμπνεύστηκε από έναν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές μπλουζ των Ηνωμένων Πολιτειών για να γράψει το εν λόγω μυθιστόρημά του. Το τραγούδι του W.C. Handy «Beale Street Blues» (1916) που αναφέρεται στην οδό Beale, βρίσκεται στο Μέμφις του Τεννεσί, ένα μέρος στο οποίο, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι, γεννήθηκαν τα μπλουζ. Ο Μπόλντουιν έτσι φέρνει τα μπλουζ στο προσκήνιο μέσω της μυθοπλασίας, ενώ ταυτόχρονα αποτίει φόρο τιμής σε μια από τις κύριες παραμέτρους και βασικό χαρακτηριστικό του αφροαμερικανικού πολιτισμού. Με αυτά κατά νου, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως το βιβλίο εγγράφεται και ανήκει στην προφορική αφροαμερικανική παράδοση. Ο τίτλος που έδωσε ο συγγραφέας, υπαινίσσεται ότι εάν μπορούσε να μιλήσει η Beale Street, σίγουρα θα έλεγε και αποκάλυπτε την «αλήθεια» διαχρονικά για τα βιώματα της μαύρης κοινότητας.
Τα μπλουζ γεννήθηκαν λοιπόν, στην Beale Street. Ο δρόμος αυτός ήταν το σπίτι στην κυριολεξία σπουδαίων μουσικών όπως ο W.C. Handy, o οποίος έγραψε τα πρώτα του μπλουζ από τις αρχές της δεκαετίας του 1910. Είναι από τους πιο φημισμένους δρόμους και ψυχή του παλιού Μέμφις. Από το 1800 που μεταφέρθηκαν εκεί οι πρώτοι σκλάβοι μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο δρόμος σταδιακά γέμισε από κατοικίες, μπαρ, κλαμπ, πορνεία, εκκλησίες κι ό,τι άλλο κανείς μπορεί να φανταστεί. Μαζί με τους αφροαμερικανούς η περιοχή σταδιακά γέμισε με Ιρλανδούς, οι οποίοι συνήθως δούλευαν στην Αστυνομία. Το 1866 με αφορμή τον θάνατο ενός νεαρού Ιρλανδού η κατάσταση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπου σημειώθηκαν δολοφονίες και άλλες βαρβαρότητες. Αργότερα στην περιοχή προστέθηκαν Γερμανοί, Ιταλοί και Εβραίοι. Στη δεκαετία του 1870 ενέσκηψαν επιδημίες χολέρας και κίτρινου πυρετού οι οποίες αποδεκάτισαν την πόλη. Οι αφροαμερικανοί, οι οποίοι επλήγησαν λιγότερο, μετά το τέλος των επιδημιών συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανοικοδόμηση της περιοχής και εγκαταστάθηκαν οριστικά πια εκεί, ενώ η Beale Street έγινε το κέντρο κάθε κοινωνικής και πολιτιστικής τους δραστηριότητας.
Επάνω: Η Beale Street όπως ήταν το 1990. Φωτογραφία © Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης Κάτω: Η Beale Street όπως ήταν το 1920. Φωτογραφία © Memphis Public Library |
Στην αρχή του εικοστού αιώνα, η Beale Street ήταν ένας δρόμος που έσφυζε από ζωή και η μουσική ακουγόταν από παντού· από τα μπαρ, τα κλαμπ αλλά και τις εκκλησίες. Η νύχτα, βέβαια, ήταν κάπως διαφορετική εδώ. Πιο επικίνδυνη, γεμάτη κακοποιούς, αλκοολικούς και ανθρώπους με μοναδικό σκοπό τον εύκολο πλουτισμό. Σ' αυτή τη συνθήκη και την ατμόσφαιρα γεννήθηκαν τα μπλουζ, τα οποία μαζί με τα γκόσπελ έχουν τις ρίζες τους στη μουσική που κουβάλησαν από την πατρίδα τους την Αφρική, όταν μεταφέρθηκαν σκλάβοι στις βαμβακοφυτείες του Νέου Κόσμου. To 1909, σημειωτέον, o Ηandy έγραψε ένα μπλουζ για τον “Boss” Crump, τον διαβόητο Δήμαρχο της πόλης, το «Boss Crump Blues». Τον Handy ακολούθησαν στη συνέχεια οι Muddy Waters, Furry Lewis, Albert King, Alberta Hunter, Bobby “Blue” Band και ένα σωρό άλλοι που προστέθηκαν στη μεγαλειώδη ιστορία των μπλουζ.
Η παρουσία του βιβλίου στην ελληνική γλώσσα από τις –πάντοτε άψογης αισθητικής– εκδόσεις Πόλις, μεταφρασμένο από την Άλκηστη Τριμπέρη, αποτελεί ένα ακόμη μαύρο αναγνωστικό διαμάντι. Τα μπλουζ στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν πλημμυρισμένα με ανθρώπινο πόνο, ανεργία, αγωνία, φτώχεια, απιστίες, προδοσίες, φυλακίσεις, οργή και θλίψη για την περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση και τον φυλετικό ρατσισμό, παραμέτρους και καταστάσεις που παρουσιάζονται με έντονο ή υφέρποντα τρόπο μέσα στο μυθιστόρημα Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει του Τζέιμς Μπόλντουιν.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Ξεδιπλώνοντας πτυχές της λογοτεχνικής καθημερινότητας» (εκδ. Οδός Πανός).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, σε σκηνοθεσία του Barry Jenkins.
Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει
JAMES BALDWIN
Μτφρ. ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΤΡΙΜΠΕΡΗ
ΠΟΛΙΣ 2020
Σελ. 272, τιμή εκδότη €16.00