Για το μυθιστόρημα του Χεσούς Καρράσκο «Άγρια ερημιά» (μτφρ. Λένα Φραγκοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Του Διονύση Μαρίνου
Αν και οι ορισμοί συχνά ομογενοποιούν τις σημασίες, την ίδια στιγμή προσφέρουν μια βάση ανάλυσης. Η Μάργκαρετ Άτγουντ, όταν κλήθηκε να μιλήσει για το τι ακριβώς ήταν το μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημά της Όρυξ και Κρέικ (εκδ. Ψυχογιός), έδωσε μιαν εξήγηση που ξεπερνούσε τα παραδεδεγμένα λογοτεχνικά στεγανά. Μίλησε για «σκεπτικιστική μυθοπλασία» και για «περιπετειώδη ρομαντισμό».
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος «Άγρια ερημιά» δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο ντεμπούτο, μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ανθρώπινο αίνιγμα.
Ομοίως, τη στιγμή που το βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθυ Ο δρόμος (εκδ. Καστανιώτη) γινόταν γνωστό, ειδικά ύστερα από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, για το δυστοπικό μέλλον που μετέτρεπε την ανθρωπότητα σε βιωμένη Κόλαση, ο ίδιος επέμενε πως το βιβλίο του είχε να κάνει με τη σύνδεση του ανθρώπου με το Θείο και την πνευματική όψη της ζωής. Οι συγγραφείς, συνήθως, ξέρουν καλύτερα ποιος είναι ο αρχικός τους στόχος όταν ξεκινούν να γράψουν. Ποιος να ήταν, άραγε, ο στόχος που κινητοποίησε τον Ισπανό Χεσούς Καρράσκο να ξεκινήσει τη διαδρομή του στη λογοτεχνία με ένα μυθιστόρημα πολλαπλών σημάνσεων; Στην περίπτωση του μυθιστορήματός του Άγρια ερημιά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο ντεμπούτο, μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ανθρώπινο αίνιγμα. Αν και οι επιρροές του είναι προφανείς (από το πικαρέσκο μυθιστόρημα έως τον Καμίλο Χοσέ Θέλα κι από τον ΜακΚάρθυ έως τον Θόρντον Ουάιλντερ και τον Κόνραντ Ρίχτερ), το δικό του αποτύπωμα είναι ευδιάκριτο.
Ναι, το θέμα της φυγής και της on the road ανέλιξης ενός μύθου δεν είναι καινούργιο, όμως αυτό που προσδίδει στο μυθιστόρημα του Καρράσκο μια μορφή νεωτερισμού είναι ότι ενσωματώνει στοιχεία της παλαιάς αγροτικής ζωής (ο ίδιος κατάγεται από το Μπαταχόθ, μια παραδοσιακά αγροτική περιοχή της Ισπανίας που πλέον έχει αναπτυχθεί οικονομικά) με βιβλικές συνδηλώσεις. Η ποιότητα του βιβλίου αναφαίνεται από τη χρήση της γλώσσας, καθώς «παίζει» συνεχώς με τα αντιθετικά σχήματα. Στο ίδιο «σώμα» συνυπάρχουν η τραχύτητα της υπαίθρου, ο μυστικισμός της Βίβλου, ο λυρισμός των ανθρώπινων συναισθημάτων και ο αιχμηρός τόνος των κατώτερων ενστίκτων που οδηγούν σε σκηνές βίας, αποκτήνωσης και εξανδραποδισμού.
Ο Καρράσκο δημιουργεί ένα σκηνικό που μπορεί να στερείται γεωγραφικών συντεταγμένων (δεν μαθαίνουμε ποτέ τη χώρα και την εποχή που αναπτύσσεται η πλοκή), είναι όμως δηλωτικό της σκληρότητας που περιμένει τους ήρωες. Όλα ξεκινούν με την άτακτη φυγή ενός παιδιού από το σπίτι του. Ο μικρός φυγάς δεν αποχωρίζεται την οικογενειακή θαλπωρή με σκοπό να ανοιχτεί στη μεγάλη περιπέτεια του κόσμου. Αποφασίζει να ξεφύγει από το κολαστήριο στο οποίο ζούσε για χρόνια. Με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του έχει μετατραπεί σε σεξουαλικό υποχείριο του δυνάστη χωροφύλακα της περιοχής. Υπάρχουν κι άλλα θύματα σαν κι αυτό, είναι όμως ο πρώτος που αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα και να δραπετεύσει. Μπρος του δεν υπάρχει μόνο το άγνωστο, αλλά κι ένας αφιλόξενος τόπος: άνυδρος, τραχύς, χτυπημένος από τον ήλιο, με τη φύση να στέκεται τιμωρός κι όχι αρωγός στο φευγιό του.
Ο Χεσούς Καρράσκο |
Στο ίδιο «σώμα» συνυπάρχουν η τραχύτητα της υπαίθρου, ο μυστικισμός της Βίβλου, ο λυρισμός των ανθρώπινων συναισθημάτων και ο αιχμηρός τόνος των κατώτερων ενστίκτων που οδηγούν σε σκηνές βίας, αποκτήνωσης και εξανδραποδισμού.
Το παιδί είναι εξαρχής κυνηγημένο. Στο κατόπι του βρίσκεται ο χωροφύλακας και οι βοηθοί του. Ξέρει πως αν το συλλάβουν δεν θα υπάρχει επιστροφή, μόνο ο θάνατος το περιμένει. Άμαθο στις κακουχίες και τη μοναξιά του διαβατάρη, σύντομα βρίσκεται σε σημείο εξαθλίωσης. Συναντάει στον δρόμο του έναν γέρο τσοπάνη, ο οποίος το βοηθάει να σταθεί στα πόδια του, το παίρνει μαζί του στο μακρύ ταξίδι του στην ενδοχώρα, ολοένα και πιο μακριά από το χωριό του παιδιού, και ουσιαστικό το μυεί τον κόσμο της συγχώρεσης και της ενηλικίωσης. Η μεταξύ τους σχέση οικοδομείται αρχικά με όρους συγκεκαλυμμένης δυσπιστίας, αβεβαιότητας και αμφιβολίας για τις πραγματικές προθέσεις του βοσκού. Το παιδί, έχοντας μεγαλώσει σε έναν κόσμο βίας, δεν γνωρίζει άλλο τρόπο από την άπωση. Θα σταθεί στο πλάι του τσοπάνη μόνο όταν θα διαπιστώσει πως δεν θέλει να αποκομίσει κάτι απ’ αυτό, αλλά να το σώσει δίχως να ρωτάει την αιτία της φυγής του.
Αυτό το παράξενο δίδυμο, δύο άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα, μόνοι τους σε έναν αφιλόξενο ξερότοπο, προχωρούν προς το μεγάλο πουθενά γνωρίζοντας πως τα βήματά τους στο χώμα γίνονται χνάρια και οδοδείκτες για τους διώκτες τους. Η συνάντηση με την ειμαρμένη δεν θα αργήσει. Ο χωροφύλακας με την πλουμιστή μηχανή και την αγριωπή θωριά θα βρει την κρυψώνα τους, αλλά όχι και το παιδί. Ο βοσκός έχει προλάβει να το κρύψει. Η τιμωρία που θα λάβει για τη γενναία πράξη του θα είναι σκληρή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα το μυθιστόρημα αποκτάει έντονα δραματικό χαρακτήρα. Γίνεται ένα εκκρεμές μεταξύ ελπίδας και καταδίκης. Οι δύο φυγάδες ολοένα φεύγουν και συνεχώς βρίσκονται στην ακτίνα του διωκτών τους. Η τελική συνάντηση θα είναι πνιγμένη στο αίμα. Το δράμα θα κορυφωθεί, τη λύση θα τη δώσει ο γέρος (πάλι εις βάρος του εαυτού του), αλλά η λύτρωση στις ανθρώπινες υποθέσεις σπάνια είναι ανέξοδη. Κάθε στιγμή ελευθερίας έχει πληρωθεί με πολλαπλάσιες στιγμές σκλαβιάς του σώματος και της ψυχής. Ο τραχύς τσοπάνης –ένας άνθρωπος χθόνιος, γέννημα θρέμμα του κακοτράχαλου τόπου– μαθαίνει στο παιδί την αξία της συγχώρεσης. Χωρίς αυτό να αφαιρεί το δικαίωμα του θύματος να πάρει εκδίκηση. Όπως και γίνεται.
Η λύτρωση στις ανθρώπινες υποθέσεις σπάνια είναι ανέξοδη. Κάθε στιγμή ελευθερίας έχει πληρωθεί με πολλαπλάσιες στιγμές σκλαβιάς του σώματος και της ψυχής.
Ο Καρράσκο, αφαιρώντας τα στοιχειώδη πραγματολογικά στοιχεία (λείπουν ακόμη και τα ονόματα των ηρώων, καθώς κρατούν μόνο τις ιδιότητές τους), δίνει στο βιβλίο του τη δυνατότητα να αποκτήσει τη μορφή καθολικότητας. Μέσω του μεμονωμένου γεγονότος μιλάει συνολικά για την ανθρώπινη περίπτωση. Μεταμορφώνει το καθημερινό σε γενικό μύθο. Η δονούμενη αλληγορία του βιβλίου θυμίζει τα μεσαιωνικά moralitas, όπου οι χαρακτήρες φέρουν μια συμβολική διάσταση που τους ξεπερνάει. Παρά το γεγονός ότι από τη δράση δεν απουσιάζουν ρεαλιστικά στοιχεία (η καθημερινή ζωή ενός βοσκού, οι σκληροτράχηλοι χωρικοί, η ξηρασία, τα όπλα, η κτηνωδία κ.ά.), τα αισθητικά στοιχεία που νοηματοδοτούν το βιβλίο είναι εξόχως ψυχολογικά και θρησκευτικά. Οι βασικοί ήρωες, καίτοι από τη φύση τους είναι μονοδιάστατοι, εμφανίζονται να είναι φτιαγμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με τον αξιακό τους κώδικα και με την ανάγκη τους να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Έχουμε να κάνουμε με μια δυστοπία που αναπτύσσεται σε δύο δρόμους: έναν εξωτερικό κι έναν εσωτερικό. Το περιβάλλον καθορίζει τις συμπεριφορές και οι ατομικότητες βρίσκονται μπροστά σε ένα διαρκές αδιέξοδο που οφείλουν να υπερβούν για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν το καταφέρνουν όλοι, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως το μεγάλο «στοίχημα» του βιβλίου, και ο κυρίαρχος πρωταγωνιστής του, είναι το παιδί – ο μοναδικός φορέας του μέλλοντος.
Το βιβλίο του Καρράσκο έγινε αμέσως γνωστό. Μεταφράστηκε σε δεκατρείς χώρες και μεταξύ άλλων έλαβε το βραβείο English PEN Award και Prix Ulysse. Ο συγγραφέας, επιπλέον, τιμήθηκε το 2016 με το Βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δεύτερο βιβλίο του La tierra que pisamos. Η παρούσα μετάφραση ανήκει στη Λένα Φραγκοπούλου. Πρόκειται για εργασία άκρως λειτουργική με το ύφος και το πνεύμα του βιβλίου.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, με τίτλο Out in the open (2019), σε σκηνοθεσία Benito Zambrano, Fernando Trullols.