Λίγο πριν από το Πάσχα, κι ενώ η άνοιξη έχει μπει για τα καλά, δεκάδες πολύ καλά βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας έχουν έρθει στα χέρια μας, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας εκπληκτικής, εκδοτικά, χρονιάς. Από κοντά και τα νέα βιβλία παλιών και νεότερων Ελλήνων πεζογράφων, συνθέτουν μια παραγωγή πλούσια και ερεθιστική. Ακόμη και τώρα, τρεις μόλις μήνες από την έναρξη της νέας χρονιάς, η επιλογή είκοσι από τα πολλά καλά πρόσφατα μυθιστορήματα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Απολαύστε τα!
Γράφει ο Κώστας Αγοραστός
10 μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων
Η Σώτη Τριανταφύλλου ακολουθεί εδώ και πολλά πολλά χρόνια, απαρέγκλιτα τον εσωτερικό της μετρονόμο και αρθρογραφεί, μεταφράζει και γράφει διαρκώς. Έτσι, ενώ πριν από μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε το βιβλίο της Καρχαρίες και κοριοί – Σημειώσεις για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα (εκδ. Πατάκη), εμείς εδώ θα μιλήσουμε για μια ακόμη πιο πρόσφατη κυκλοφορία, που αφορά το μυθιστόρημά της Άκου το λιοντάρι (εκδ. Πατάκη).
Σ’ αυτό θα διαβάσουμε το πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας, των Λεοντάρηδων και ταυτόχρονα την ιστορία της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη, που μοιάζει με την ιστορία των Λεοντάρηδων. Στο Άκου το λιοντάρι θα συναντήσουμε όλα τα γνώριμα στοιχεία των βιβλίων της, τους αντισυμβατικούς ήρωες, το κέντρο της Αθήνας και ειδικά την Κυψέλη, την κριτική ματιά, την ανάδειξη της συγκίνησης μέσα από το λιτό ύφος αφήγησης.
Αντίθετα, βουτιά στο παρελθόν κάνει ο Θωμάς Κοροβίνης στη μυθιστορηματική βιογραφία Μπέμπης (εκδ. Άγρα). O «Μπέμπης» είναι άλλος από τον Δημήτρη Στεργίου (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), ο οποίος υπήρξε μια ιδιότυπη φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Η μουσική του ιδιοφυΐα, η μόρφωση που είχε λάβει και η απαράμιλλη δεξιοτεχνία που απέκτησε στο μπουζούκι και στην κιθάρα, μαζί με την καθηλωτική γοητεία του και την αυτοκαταστροφικότητα που τον χαρακτήριζε, είναι στοιχεία μυθιστορηματικού χαρακτήρα.
Για έναν τόσο καλό συγγραφέα όσο ο Θωμάς Κοροβίνης, οι άριστες πρώτες ύλες, έδωσαν ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα και αξιόπιστη καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής, όπου στο φόντο της ιστορίας μας υπάρχουν σημαίνοντα πρόσωπα της λαϊκής μας μουσικής, εμβληματικά τραγούδια και συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές. Με δύο λόγια μια πληρέστατη ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής που μεσουρανούσε ο Μπέμπης.
Η Βασιλική Ηλιοπούλου στο νέο της μυθιστόρημα Το αθώο (εκδ. Πόλις) πατάει από τη μια στη βάρκα του παρελθόντος και από την άλλη σ’ αυτήν του παρόντος, και ομολογουμένως κρατάει θαυμάσιες ισορροπίες.
Η ιστορία της ξεκινάει όταν η ηρωίδα της, η Εύα επιστρέφει στο νησί όπου μεγάλωσε. Αφορμή για να επιστρέψει είναι ο θάνατος του άντρα της, ενώ ο θάνατος της μητέρας της και η εξαφάνιση της αδελφή της, σημάδεψαν τα παιδικά της χρόνια συνδέοντας αξεδιάλυτα το νησί με την απώλεια και με τον θάνατο.
Το άγριο και αφιλόξενο φυσικό τοπίο του νησιού αποτελεί μια παραλληλία του κατακερματισμένου ψυχισμού της ηρωίδας μέχρι αυτή να λυτρωθεί με την απονομή της δικαιοσύνης και το περίσσευμα αγάπης που θα λάβει.
Το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη Ήλιος με ξιφολόγχες (εκδ. Πατάκη) μόλις κυκλοφόρησε και μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου. Το «χωνευτήρι» λαών και πολιτισμών σημαίνει και συγκρούσεις, βίαιες συρράξεις, περιφρούρηση κεκτημένων: εθνικιστές εναντίον αριστερών και Εβραίων, βενιζελικοί κατά βασιλικών, τροτσκιστές κατά κομμουνιστών, 140.000 πρόσφυγες, κομιτατζήδες, παρακρατικοί, πράκτορες ξένων δυνάμεων, απεργίες και δολοφονίες. Όλοι εναντίον όλων.
Εκείνοι οι έξι πρώτοι μήνες του 1931 κύλησαν αστραπιαία, και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει –πόσο μάλλον να ελέγξει– τη δυναμική των γεγονότων, τα οποία κορυφώθηκαν τον Ιούνιο του ’31 στο πογκρόμ και στον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ.
Ο Δημήτρης Στεφανάκης με το νέο του μυθιστόρημα Μινώταυρος (εκδ. Μεταίχμιο) αφηγείται την ιστορία του Γιαννιού Αστάκη – μια ιστορία άτακτης φυγής, σωματικής και λεκτικής κακοποίησης, κρυμμένων μυστικών και αναζήτησης της αλήθειας. Όπως σημειώνει και ο συγγραφέας: «Στον λαβύρινθο του χρόνου οι μικροί ήρωες της καθημερινότητας μοιράζονται ανέμελοι τις στιγμές τους ενώ στις φλέβες τους κυλά το αίμα της Ιστορίας».
Εκεί που η φλέβα φουσκώνει και το αίμα ψάχνει κάθε δυνατή έξοδο, βρίσκεται η επικράτεια του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ένα «ορθόδοξο» και δύο έκκεντρα αστυνομικά μυθιστορήματα περιλαμβάνονται στις προτάσεις μας.
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης επανέρχεται με το μυθιστόρημα Ο άλλος αδερφός (εκδ. Διόπτρα) και για άλλη μια φορά, χρησιμοποιεί στοιχεία μιας παλιάς, πραγματικής υπόθεσης, κάνει νέα έρευνα και ολοκληρώνει το βιβλίο.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια παλιά υπόθεση εξαφάνισης ενός εφήβου το 1988 στην Ελευσίνα. Τα ίχνη του δεκατετράχρονου Ηλία Αδάμ χάνονται ένα απόγευμα, η τοπική κοινωνία συγκλονίζεται και η οικογένεια του παιδιού αρχίζει σιγά σιγά να αποσυντίθεται εκ των έσω, εξαιτίας ενός τραύματος που δεν μπορεί να επουλωθεί. Τα χρόνια περνούν. Ο Θέμης Αδάμ, αδερφός του Ηλία, θα επιστρέψει στην Ελευσίνα για την κηδεία του πατέρα τους και με σκοπό να απαντήσει οριστικά στο ερώτημα: Τι απέγινε ο Ηλίας;
Ο δημοσιογράφος και ερευνητής Νικόλας Ζηργάνος είχε πολλά περισσότερα ερωτήματα που ζητούσαν απαντήσεις τόσο κατά τη διάρκεια της χρόνιας δημοσιογραφικής έρευνας σχετικά με τις αρχαιότητες, τις ιδιωτικές συλλογές, τους μεσάζοντες και τα μεγάλα μουσεία ανά τον κόσμο, όσο και κατά το διάστημα της συγγραφής του πρώτου του βιβλίου Επιχείρηση «Νόστος» – Ένα χρυσό στεφάνι και μια κόρη για τον Αλέξη Καρρά (εκδ. Τόπος).
Η ιστορία του βιβλίου ξεκινάει όταν ο κορυφαίος αρχαιοπώλης στον κόσμο πεθαίνει κάτω από ύποπτες συνθήκες, ξεσπάει μια διαμάχη για το ποιος θα κληρονομήσει τις χιλιάδες αρχαιότητες αμφίβολης νομιμότητας που είχε κρυμμένες σε αποθήκες στη Βρετανία και στην Ελβετία. Ο συνεταίρος και σύντροφός του θα εμπλακεί σε μια σκληρή αντιπαράθεση με την οικογένεια του θύματος και η διαμάχη θα συμπαρασύρει μεγάλα μουσεία και συλλέκτες. Σε αυτή τη δίνη θα βρεθεί τυχαία ο Αλέξης Καρράς.
Πολλά τα ερωτήματα, τα κίνητρα και οι προθέσεις των ηρώων του αστυνομικού μυθιστορήματος Ο τελευταίος Άλυπος (εκδ. Αρμός) της Ελένης Γκίκα. Σε μια παραθαλάσσια πόλη μια γυναίκα, φωνάζοντας τα ξόρκια της, πέφτει επάνω σε ένα δολοφονημένο κορίτσι. Στον σκουπιδότοπο, και με τον ίδιο τρόπο, θα βρεθούν δυο ακόμα δολοφονημένα παιδιά.
Μια παλιά παρέα επιστρέφει. Κι ένας άγνωστος άντρας επιθυμώντας να παραμείνει αόρατος, που φαίνεται να γνωρίζει πολλά. Τα τυφλά χτυπήματα στην παρέλαση που θα ακολουθήσουν και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί σε επτά διαφορετικά σημεία της πόλης, θα στρέψουν την προσοχή όλων στο παρελθόν. Ο αστυνόμος Μύρων Αγγέλου που έχει πάθος με τα λουλούδια του και οτιδήποτε το ιαπωνικό, θα προσπαθεί να χειριστεί την υπόθεση.
Μέσα σε μια στροφοδίνη γεγονότων, χαρακτήρων που νιώθουν να απειλούνται, παραπλανήσεων και κρυμμένων λογοτεχνικών και κινηματογραφικών αναφορών, η Γκίκα μοιάζει να έχει οργανώσει το υλικό της και να απολαμβάνει τη διαχείρισή του.
Ρισκάροντας μια εικασία, και ο Λύο Καλοβυρνάς οργάνωσε και συγκέντρωσε με μεγάλη προσοχή το υλικό του, πριν γράψει το μυθιστόρημα Όλες μας (εκδ. Gutenberg). Τρεις αδελφές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Μια θηλυκή οικογένεια που δεν νιώθει οικογένεια. Μια μητέρα με ένα φοβερό μυστικό το οποίο μια ζωή προσπαθεί να κρύψει από τις κόρες της. Ένα ατύχημα θα αποκαλύψει το μυστικό και θα τις κάνει να βρουν τη δύναμη να αναμετρηθούν με το αιματηρό παρελθόν της οικογένειας, καθώς και με τις γυναικοκτονίες που τόσα χρόνια τις αντιμετώπιζαν σαν να μη συνέβαιναν.
Τελευταία επιλογή, το ριζοσπαστικό μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Χάρη Καλαϊτζίδη Πολεμική μηχανή (εκδ. Εστία). Σκληρό, θυμωμένο, ρεαλιστικό, βλάσφημο, λυρικό. Δίνει φωνή σε δυο νεαρά άτομα και προσπαθεί να φωτίσει τα σκοτάδια τους. Θα ερωτευτούν τον ίδιο άνθρωπο, θα πιστέψουν ότι μπορούν κοιτάξουν κατάματα για μια στιγμή το φως κι όταν το κάνουν θα βυθιστούν σε μια απύθμενη άβυσσο.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης: «Τι μας λέει εντέλει ο πρωτοεμφανιζόμενος στα γράμματα Χ. Καλαϊτζίδης; Ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα είναι ότι η κοινωνία αντιμετωπίζει σκληρά όποιον ή όποια ξεφεύγει από το «φυσιολογικό» στον σεξουαλικό τομέα ή στον ψυχολογικό, ασκεί άμεσα ή έμμεσα βία σ’ αυτά τα άτομα κι έρχεται σαν πολεμικός οδοστρωτήρας σε καιρό ειρήνης, που προσπαθεί να ισοπεδώσει ό,τι εξέχει. Ο πόλεμος είναι η συνθήκη με την οποία η κοινωνία λειτουργεί εις βάρος όσων αμάχων δεν συμμορφώνονται με τα εκάστοτε πλαίσιά της, ξεκινά με λεκτική βία, προχωρά στη σωματική και πάντα –ανάμεσα στις άλλες– μετέρχεται την ψυχολογική βία, με εκβιασμούς, προδοσίες, πιέσεις, περιθωριοποιήσεις, εκφοβισμούς κ.λπ.»
10 μεταφρασμένα μυθιστορήματα
Ένα σπουδαίο βιβλίο μιας σημαντικής μορφής των γραμμάτων μεταφράστηκε εκ νέου και κυκλοφορεί. Μιλάμε για το μυθιστόρημα της Iris Murdoch Θάλασσα, θάλασσα σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου για την Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Ο Τσαρλς Άροουμπαϊ, πασίγνωστος θεατράνθρωπος, γοητευτικός και ναρκισσιστής, αποφασίζει ξαφνικά να αποσυρθεί σ’ ένα σπίτι ερημικό κοντά στη θάλασσα. Με τρόπο μελοδραματικό δηλώνει πως έχει φτάσει η ώρα να ζήσει ως “σοφός γέρων”, μακριά από το πλήθος, και να γράψει τα απομνημονεύματα και τους στοχασμούς του.
Τα σχέδιά του, ωστόσο, ανατρέπονται, όταν τυχαία συναντά τον εφηβικό του έρωτα. Παρόλο που ο χρόνος δεν έχει φερθεί καθόλου ευγενικά στην παλιά του αγαπημένη, ο Τσαρλς τυφλώνεται από το πάθος και πολεμώντας να την ξανακερδίσει γίνεται επικίνδυνος και για τον εαυτό του και για τον περίγυρό του.
Ο Hernan Diaz με το μυθιστόρημά του Παρακαταθήκη (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο) κατάφερε με μαεστρία να ενώσει τις διαφορετικές αφηγήσεις, να τις κάνει να συνομιλούν μεταξύ τους και να κορυφώνονται, μέσω της οπτικής μιας γυναίκας που μπορεί να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία. Έχουμε εδώ ένα μυθιστόρημα που καλύπτει πάνω από έναν αιώνα και που κάθε νέα ανακάλυψη το καθιστά ολοένα και πιο συναρπαστικό.
Μια καθηλωτική ιστορία και ένα δεξιοτεχνικό λογοτεχνικό παζλ, χαρακτηρίζεται από πολλούς καθώς εμπλέκει τον αναγνώστη στην αναζήτηση της αλήθειας, ενώ παράλληλα θίγει τις απογοητεύσεις που συχνά φωλιάζουν στην καρδιά των προσωπικών σχέσεων, τη δύναμη του κεφαλαίου να στρεβλώνει τα πάντα και την ευκολία με την οποία η εξουσία μπορεί να χειραγωγήσει τις καταστάσεις.
Τα βιβλία του Mathias Énard που μας τον σύστησαν οι εκδόσεις Στερέωμα έχουν αποκτήσει ένα αναγνωστικό κοινό που τον αγάπησε από το πρώτο βιβλίο. Με την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Το ετήσιο συμπόσιο της συντεχνίας των νεκροθαφτών (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου) η αφοσίωση παραμένει, ενώ νέοι αναγνώστες διαρκώς τον ανακαλύπτουν.
Ο Διονύσης Μαρίνος έγραψε: «Το μυθιστόρημα του Ενάρ είναι ένας γαργαλιστικός θρίαμβος. Μια απολαυστική περιδίνηση, ένας κρουνός από τον οποίο ξεπετάγονται διαφορετικών ειδών νερά. Πρόκειται για ένα άριστο υπόδειγμα αναγνωστικής απόλαυσης. Δεν χρειάζεται να θυμάστε όλα τα πρόσωπα (είναι και πολλά) ή όλες τις συσχετίσεις μεταξύ τους. Από ένα σημείο και μετά αφήνεσαι στη μαγγανεία του κειμένου και περνάς υπέροχα».
Η Maggie O' Farrell, αν και έκανε και στη χώρα μας μια σχετική επιτυχία, δεν είχε την ανταπόκριση που θα της άξιζε με το πολύ καλό Άμνετ, το μυθιστόρημα με το οποίο τη γνωρίσαμε. Αυτό βέβαια μπορεί να διορθωθεί με το συναρπαστικό της μυθιστόρημα Το πορτρέτο ενός γάμου (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Έγραψε ο Κώστας Κατσουλάρης: «Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αφορά τη ζωή της Λουκρητίας στο Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε με την οικογένειά της, από το 1545, έως το 1578, όταν παντρεύτηκε τον Αλφόνσο και έφυγε να ζήσει μαζί του στη Φεράρα. Είναι ένα λεπτομερές και ιδιαίτερα παραστατικό φρέσκο της εποχής των Μεδίκων, εστιασμένο στους μέσα χώρους της εξουσίας του Δούκα, στους ανελέητους μηχανισμούς διατήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας, στους οποίους υποτασσόταν κάθε απόφαση. Οι γάμοι και των έξι παιδιών ήταν από τα πριν καθορισμένοι, με λεπτομέρειες, βασισμένοι πλήρως σε πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις. Οι κοπέλες, που δίνονταν κατά κανόνα ανήλικες (με τα σημερινά μέτρα και σταθμά) στους συνήθως κατά πολύ μεγαλύτερους άντρες τους, εκπαιδεύονταν στα οικιακά, στη χειροτεχνία και στο κέντημα, αλλά λάμβαναν και κάποιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ώστε να μην ντροπιάσουν τον σύζυγο αν έτυχε να βρεθούν σε μια σοβαρή συζήτηση».
Πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά ο Sergio Ramírez και το μυθιστόρημά του Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει. Η μετάφραση ανήκει στη Μαρία Παλαιολόγου, ενώ την απόφαση να το εκδώσουν πήραν οι εκδόσεις Ίκαρος, χωρίς να είναι η πρώτη φορά που συστήνουν άγνωστο συγγραφέα στους Έλληνες αναγνώστες, κάνοντας μέχρι τώρα εύστοχες επιλογές.
Η ιστορία έχει ως εξής εδώ: To 2018 συντάραξε τη Νικαράγουα μια μαζική φοιτητική εξέγερση, στην οποία ενσωματώθηκαν δεκάδες χιλιάδες κόσμου. Με αφορμή αυτή τη διαμαρτυρία και τη βίαιη καταστολή της από την αστυνομία και τους παραστρατιωτικούς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, ο Sergio Ramírez στήνει αριστοτεχνικά μια πολιτική noir μυθοπλασία με κεντρικό άξονα την πτώση του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών Αναστάσιο Πράδο, γνωστού ως «Τονγκολέλε».
Πρώτη φορά στα ελληνικά και για τον Szczepan Twardoch με το μυθιστόρημα Ο βασιλιάς σε μετάφραση από τα πολωνικά της Ναταλίας Σκανδάλη, για τις εκδόσεις Καστανιώτη. Να σημειώσουμε ότι ο Twardoch είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της σημερινής Πολωνίας.
Στον Βασιλιά: Βρισκόμαστε στα 1937. Στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του Δημοτικού Κινηματογράφου το κοινό παρακολουθεί ενθουσιασμένο, επευφημώντας και αποδοκιμάζοντας, την τελευταία φάση ενός κρίσιμου αγώνα πυγμαχίας. Οι Πολωνοί οπαδοί ντοπάρουν τον εκπρόσωπο της Λέγκια, έναν σεσημασμένο φαλαγγίτη. Οι Εβραίοι υποστηρίζουν τον αθλητή της Μακάμπι, τον Γιάκουμπ Σαπίρο. Ανάμεσα στους θεατές εντοπίζουμε τον νεαρό Μόισες Μπέρνσταϊν και τον Κουμ Καπλίτσα, παλαίμαχο σοσιαλιστή αλλά και βασιλιά του υποκόσμου της πρωτεύουσας. Μυθιστόρημα καθηλωτικό και εθιστικό, με έντονα συναισθήματα, ατέλειωτες συγκρούσεις και απρόσμενες ανατροπές.
Ο Caleb Azumah Nelson έγραψε το μυθιστόρημα Ανοιχτή θάλασσα (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Μεταίχμιο) ως μια οδυνηρά όμορφη ιστορία αγάπης αλλά και ως έντονο σχόλιο σε ζητήματα φυλής και αρρενωπότητας.
Δυο νέοι γνωρίζονται σε μια πολύβουη λονδρέζικη παμπ. Και οι δύο είναι Μαύροι, Βρετανοί, και οι δύο πήγαν με υποτροφία σε ιδιωτικά σχολεία στα οποία δεν ταίριαξαν, και οι δύο είναι τώρα καλλιτέχνες –φωτογράφος εκείνος, χορεύτρια εκείνη–, και οι δύο προσπαθούν να αφήσουν το ίχνος τους σε μια πόλη που πότε τους τιμά και πότε τους απορρίπτει.
Με γραφή τρυφερή και οικεία, ο Caleb Azumah Nelson, μας κάνει να αναρωτηθούμε για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο που σε βλέπει μόνο ως μαύρο σώμα, να είσαι ευάλωτος όταν σε σέβονται μονάχα για τη δύναμή σου, να βρίσκεις την ασφάλεια στον έρωτα, μόνο και μόνο για να τον χάσεις.
Ακόμη ένας έγχρωμος συγγραφέας στις προτάσεις μας, ο Jason Mott και το μυθιστόρημα Το φοβερό βιβλίο, σε μετάφραση Δέσποινας Κανελλοπούλου για τις εκδόσεις Διόπτρα. Ένας Αφροαμερικανός συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο που γίνεται μπεστ σέλερ. Τώρα γυρίζει την Αμερική για να το προωθήσει – συνεντεύξεις, παρουσιάσεις, ειδικοί του μάρκετινγκ που χτίζουν το προφίλ του, το πρόσωπό του επιβάλλεται να είναι παντού. Αυτό όμως που έχει μάθει από μικρό παιδί και το ακολουθεί απαρεγκλίτως είναι πως όσο λιγότερο φαίνεσαι, τόσο το καλύτερο – ποτέ δεν βγαίνει σε καλό να τραβάς την προσοχή αν είσαι Μαύρος.
Η τέχνη και τα χρήματα, η ταυτότητα και το δικαίωμα να διαλέγεις ποιος θα είσαι, η δόξα και η αγάπη, ο ρατσισμός και το τι σημαίνει να είσαι Μαύρος στην Αμερική του σήμερα σ’ ένα καλειδοσκοπικό μυθιστόρημα, αστείο και τραγικό, που έχει για μουσική υπόκρουση τους πυροβολισμούς εναντίον αθώων. Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος: «Είναι ένα βιβλίο που, ενώ δεν αφίσταται από το θέμα του (ναι, προφανώς είναι ο ρατσισμός), διεκδικεί με εμφανή τρόπο το δικαίωμα να μιλήσει γι’ αυτό με έναν άλλον τρόπο».
Το μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του εκτείνεται στα χρόνια και διαπερνά γενιές πρωταγωνιστών. Ας δούμε για παράδειγμα το μυθιστόρημα του Eugen Ruge Τις μέρες που λιγόστευε το φως, που έχει μεταφράσει ο Τέο Βότσος για τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Η πολυτάραχη ιστορία μιας οικογένειας από την Ανατολική Γερμανία που εκτείνεται από τα χρόνια της εξορίας των μελών της τη δεκαετία του 1940 έως την περίοδο της Πτώσης του Τείχους το 1989 και την πιο σύγχρονη εποχή.
Στο επίκεντρο βρίσκονται τρεις γενιές: οι παππούδες, αμετανόητοι κομμουνιστές, επιστρέφουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας από την εξορία τους στο Μεξικό για να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση του νέου κράτους. Ο γιος τους, που μετανάστευσε στη Μόσχα σε νεαρή ηλικία και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, επιστρέφει και εκείνος με τη Ρωσίδα γυναίκα του σε μια μικροαστική κοινωνία που πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει. Ωστόσο ο εγγονός νιώθει να ασφυκτιά ολοένα και περισσότερο στην πατρίδα που επέλεξαν οι παππούδες και οι γονείς του – και τότε, την ημέρα των ενενηκοστών γενεθλίων του παππού του, αποφασίζει να φύγει προς τη Δύση. Η λάμψη της πολιτικής ουτοπίας μοιάζει να σβήνει από γενιά σε γενιά τις μέρες που λιγόστευε το φως. Όπως σημειώνει ο Κώστας Κατσουλάρης: «[...] η μαγεία αυτού εδώ του μυθιστορήματος βρίσκεται στον ήσυχο και από τα κάτω τρόπο με τον οποίο μας δίνεται η ιστορία. Ο φακός του μυθιστορήματος σπάνια ανεβαίνει ψηλά, στα μεγάλα γεγονότα και στα πρωτοσέλιδα: στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του μένει χαμηλά, μαζί με τα πρόσωπα, με τα δράματα και τις συγκρούσεις τους, με τις αποσιωπήσεις και τα ένοχα μυστικά τους».
Ο Alessandro Baricco έχει αγαπηθεί από τους Έλληνες αναγνώστες, ενώ και οι πρώτες εντυπώσεις από το βιβλίο του Η νεαρή νύφη, που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου, από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι θερμές.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, σε µια εξοχική βίλα στον ιταλικό βορρά, φτάνει, από την Αργεντινή, η νεαρή µέλλουσα Νύφη. Η Οικογένεια την υποδέχεται, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σηµασία, ο Γιος δε βρίσκεται εκεί, είναι στην Αγγλία, απασχοληµένος µε υποθέσεις της ανθηρής υφαντουργικής επιχείρησης. Στέλνει όµως εντυπωσιακά δώρα, ξανά και ξανά. Και η Νύφη τον περιµένει, µέσα στο προστατευµένο περιβάλλον του σπιτιού και τις επιβεβληµένες ιεροτελεστίες του.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.