Της Αθηνάς Μπαλή *
Έπιασε τον γιακά του με τα δυο χέρια για να τον κρατήσει όρθιο∙ θέλησε να τρέξει αλλά με τα καινούργια παπούτσια σε αυτό το πεζοδρόμιο ακόμα και το να βαδίσεις ήταν κατόρθωμα.
Κάποιος περπατούσε πίσω του εδώ και ώρα∙ σταματούσε όταν σταματούσε εκείνος κι έστριβε μαζί του σε όλο και μικρότερη απόσταση. Δεν τολμούσε να γυρίσει το κεφάλι από φόβο μήπως τον προκαλέσει, μόνο προσπαθούσε να αφουγκραστεί τα βήματά του στα διαλείμματα του αέρα, που φυσούσε όλο και πιο δυνατά και που ήταν κάθε φορά όλο και πιο σύντομα. Σχεδόν σε κάθε γωνία έπρεπε να είναι έτοιμος ν' αποφύγει τα αντικείμενα που έφερνε κατά πάνω του αυτός ο ασυνήθιστος για την πόλη του νοτιάς. Κάθε φορά που απέφευγε ένα χαρτόκουτο ή ένα τενεκεδάκι μπίρας ευχόταν αυτό να αναχαίτιζε τον άντρα που ακολουθούσε, όμως στην αντανάκλαση του επόμενου γυάλινου κτηρίου έβλεπε τη φιγούρα του σταθερή πίσω από τη δική του χωρίς να διακρίνει πρόσωπο.
Αποφάσισε να διασχίσει την κεντρική λεωφόρο με σκοπό να χωθεί στα στενά που οδηγούσαν στη γειτονιά του. Από την απέναντι πλευρά δύσκολα έβρισκε κανείς τον δρόμο του αν δεν είχε μεγαλώσει εκεί. Κι εκείνος, γέννημα θρέμμα αυτής της πλευράς, σκέφτηκε ότι αν ήταν προσεχτικός αργά ή γρήγορα θα κατάφερνε να του ξεφύγει, με την προϋπόθεση ότι ο άγνωστος δεν ήταν από τα ίδια μέρη. Στην περιοχή τους ήξερε όλους, είχαν μεγαλώσει μαζί, είχαν πάει στο ίδιο σχολείο, κι όλοι ήταν φίλοι του ή τουλάχιστον γνωστοί του. Κανείς δεν ήταν εχθρός του.
Αλλά μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις εχθρούς; Επειδή δεν χρωστάς λεφτά και δεν έχεις προδώσει κανέναν; Κι αν κάποτε είχες προσβάλει κάποιον με τα χοντροκομμένα αστεία σου; Κι εκείνος δεν στο είπε ποτέ; Απλώς γέλασε μπροστά σε όλους για να μην καταλάβεις ότι βαθιά μέσα του πόνεσε; Κι εσύ, που πρόσεξες τον μορφασμό στο πρόσωπό του, δεν ζήτησες συγγνώμη, γιατί όλοι γελούσαν και μετά το ξέχασες. Κι αν έτσι έγινε; Είσαι εσύ υπεύθυνος για την υπερευαισθησία των άλλων; Φταις εσύ που, αντί να σε αντιμετωπίσει, το έγραψε στο ημερολόγιό του αντί να το πει στον ψυχίατρό του;
Στο φανάρι κοντοστάθηκε∙ ήταν κόκκινο αλλά δεν μπορούσε να περιμένει. Κατέβηκε στην άσφαλτο κοιτάζοντας απέναντι. Άκουσε τον διαπεραστικό ήχο μιας κόρνας στα δεξιά, είδε έναν όγκο πολύ κοντά του, έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ακίνητος. Ένιωσε το αυτοκίνητο να περνά από μπροστά του με δύναμη και ταχύτητα σαν ένα αλλόκοτο όραμα που δεν είσαι σίγουρος αν το είδες ή όχι, αλλά είσαι σίγουρος για τον τρόμο που σε γέμισε. Ο οδηγός τον έβρισε και συνέχισε να κορνάρει, αλλά η καρδιά του ήταν που τον ξεκούφαινε εκείνη τη στιγμή.
Περίεργο που δεν κυκλοφορούσε κανείς τέτοια ώρα. Και τα μαγαζιά, γιατί ήταν κλειστά;
Κοίταξε πίσω του. Ο άντρας δεν ήταν εκεί όμως αυτό δεν τον ανακούφισε. Στεκόταν μόνος στη μέση της λεωφόρου. Περίεργο που δεν κυκλοφορούσε κανείς τέτοια ώρα. Και τα μαγαζιά, γιατί ήταν κλειστά; Ξαφνικά του πέρασε από το μυαλό ότι οι μαγαζάτορες δεν είχαν πάει σπίτι τους αλλά τον παρακολουθούσαν κι εκείνοι κρυμμένοι πίσω από τους πάγκους και τα ψυγεία τους. Ακίνητοι, με τα φώτα σβηστά δίπλα στα βρομερά σαλάμια τους. Αν κόπαζε ο αέρας ήταν σίγουρος πως θα τους άκουγε να ψιθυρίζουν. Αν έσπαγε μια βιτρίνα και τους ανάγκαζε να βγουν από τις κρυψώνες τους; Βγείτε, αν τολμάτε. Και πείτε τα μπροστά μου. Εδώ είμαι, σας ακούω!
Κρύωνε. Πέρασε τη λεωφόρο κι επιτάχυνε το βήμα. Κι από αυτή την πλευρά, κανείς. Προχώρησε μερικά μέτρα κι άκουσε ένα κινητό. Έπιασε αμέσως την τσέπη του και τότε θυμήθηκε ότι το δικό του το είχε ξεχάσει σπίτι. Ακουγόταν πολύ κοντά του. Συνέχισε να περπατά. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον ακολουθούσε.
Άρχισε να τρέχει, πού και πού γλιστρούσε, πιανόταν από κολόνες, στηριζόταν σε κάγκελα, τα φώτα του δρόμου τον άφηναν εκτεθειμένο, έπρεπε κάπου να στρίψει. Μετά το επιπλάδικο, στη στροφή που δεν φαινόταν, έπρεπε να την ξέρεις. Εκεί θα τον έχανε. Έστριψε απότομα, κρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών κι έκλεισε το στόμα με την παλάμη για να μην τον προδώσει ο ήχος της ανάσας του.
Μια φορά, δεν είχε περάσει πολύς καιρός, είχε μιλήσει άσχημα σ' εκείνον τον σερβιτόρο στο καφέ που συναντιόταν με τον πατέρα του. Κι ύστερα από μερικές μέρες, τον είδε στον φούρνο λίγο πιο κάτω από το πατρικό του. Έβγαινε χωρίς να έχει αγοράσει τίποτα. Τον κοίταξε δίχως να του μιλήσει, αλλά με το βλέμμα να λέει «σε θυμάμαι». Του είχε φανεί παράξενο που τον συνάντησε εκεί, δεν έβλεπες συχνά ανθρώπους από άλλες γειτονιές. Είχε γυρίσει σπίτι κοιτάζοντας συνέχεια πίσω του. Ύστερα έμαθε ότι τον έδιωξαν από τη δουλειά επειδή μάλωσε με τον ιδιοκτήτη.
Τώρα προσπαθούσε να θυμηθεί το πρόσωπό του αλλά δεν τα κατάφερνε. Ήταν ψηλός κι είχε παράξενη προφορά. Δεν θυμόταν όμως τι του είχε πει εκείνη τη μέρα, αλλά ο πατέρας του τον είχε επιπλήξει λες κι ήταν παιδί. Άκουσε βήματα. Κάποιος προσπέρασε τον κάδο βιαστικά και σταμάτησε λίγο πιο κάτω λαχανιασμένος. Τον κοίταξε προσεχτικά από το πλάι. Είδε έναν πολύ ψηλό άντρα, πλάτη. Λες; Τότε χτύπησε πάλι εκείνο το κινητό. Ευκαιρία. Θα άκουγε την προφορά του. Ο άντρας έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη, το κοίταξε για δύο δευτερόλεπτα και το έκλεισε.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και κλώτσησε ένα μπουκάλι. Έσκυψε απότομα. Τώρα έβλεπε μόνο τα πόδια του άντρα. Το μπουκάλι σχεδόν τον ακούμπησε. Τα πόδια γύρισαν προς το μέρος του σαν να τον εντόπισαν και ξεκίνησαν. «Είναι κανείς εκεί;» Γονάτισε και περίμενε. Τα παπούτσια τον πλησίαζαν. Διπλώθηκε. Κόλλησε το στήθος στους μηρούς και σκέπασε το κεφάλι με τα χέρια, σαν κάποιος που περιμένει να τον πυροβολήσουν. Τα παπούτσια σταμάτησαν. Άκουσε τον κάδο να μετακινείται.
Θα το γράψουν άραγε οι εφημερίδες ή δεν θ' ασχοληθεί κανείς μ' άλλον έναν θάνατο; Έχουν βάλει επαγγελματία ή είναι κάποιος που ήξερε ότι ακόμα κι αν καταλάβαινα ότι μ' ακολουθούσε δεν θ' ανησυχούσα; Θα τον πιάσουν; Δεν θα ομολογήσει. Κι αν έχει κατασκευάσει μια πειστική ιστορία; Κι αν κάποιοι που δεν το περίμενες ποτέ πουν από μέσα τους «καλά να πάθει»;
Δεν σκέφτομαι συχνά τον θάνατο, μόνο καμιά φορά, όπως όλοι, αναρωτιέμαι κι εγώ, πώς είναι να πεθαίνεις.
* Η Αθηνά Μπαλή γεννήθηκε το 1974 στην Κέρκυρα, ζει στην Αθήνα.