
Του Κωνσταντίνου Καπετανάκη *
Εδώ είμαι ασφαλής. Αραδιασμένα αυτοκινητάκια και αφίσες στους τοίχους, κουρτίνες με καραβάκια, μικρό γραφείο και μεγάλη σάκα, αθλητικά παπούτσια δίπλα στην πόρτα. Το φως από το πλαστικό φεγγάρι πάνω στο κομοδίνο καλύπτει το δωμάτιο με μια αχλή οικεία, η μυρωδιά από το μικρό σώμα που στριφογυρίζει στο κρεβάτι με ηρεμεί. Όποτε χάνομαι σε άλλες αυτήν ανακαλώ, και τις ξεχνάω όλες. Μυρίζω το πουκάμισό μου, δεν υπάρχει πια άρωμα άλλων, δεν έχω τη γεύση τους, δεν θυμάμαι τίποτα.
«Πώς θα ξυπνήσεις το πρωί;». Κοιτάζω τη σκιά μου στον τοίχο∙ εδώ φαντάζω, ακόμα και στα δικά μου μάτια, σημαντικός. «Η μαμά είπε ότι δεν θα αργήσεις. Είχες δουλειά στο γραφείο;». Κάθομαι στο κρεβάτι και χαϊδεύω το ξανθό κεφάλι, γλιστράω τα χέρια μου στα στάχυα και κοιτάζω τα μάτια που με αναζητούν στο σκοτάδι. Σιγά-σιγά ο φόβος υποχωρεί, οι σφυγμοί μου πέφτουν, δεν χρειάζεται να ψάξω για καινούρια ψέμματα. «Εδώ είμαι τώρα. Κοιμήσου». Πρέπει να σηκωθώ, να κάνω ένα μπάνιο, να βάλω ένα ποτό, να βρω κάτι να πω. Όμως δεν κινούμαι. «Ένα παραμύθι πρώτα. Ένα γρήγορο». Να πω μία ιστορία. «Είναι αργά. Αύριο». Έχω ιδρώσει, η έλλειψη προσανατολισμού επιστρέφει. Βάζω τα χέρια στις τσέπες, λες και υπάρχει εκεί πυξίδα. «Έλα μπαμπά, λίγο».
Λίγο, έλα. «Πολύ παλιά, κάπου στα Βραχώδη Όρη, υπήρχε μία μικρή ξύλινη πόλη, χτισμένη μέσα στην ομίχλη, που διαρκώς κατέβαινε από το βουνό. Όταν έχτιζαν τα σπίτια δεν έβλεπαν καλά κι έτσι οι δρόμοι ήταν στενοί και στραβοί, πολλά σπίτια είχαν μικρά ή τεράστια παράθυρα και χαμηλές ή γιγάντιες πόρτες και ορισμένα ακουμπούσαν το ένα το άλλο, ενώ κάποια ήταν απομονωμένα, σαν να τα είχαν βάλει τιμωρία».
«Σήμερα δεν με έβαλαν τιμωρία. Τρίτη μέρα στη σειρά». Πρέπει να κρατήσω την προσοχή του.
«Παρόλη την ανακατωσούρα, οι κάτοικοι είχαν συνηθίσει και δεν μπερδεύονταν. Ήξεραν, ας πούμε, ότι για να πάνε στην τράπεζα έπρεπε να περάσουν μέσα από το μανάβικο, να μπουν στην αποθήκη, ν' ανοίξουν την πίσω πόρτα και τότε, τσουπ, βρίσκονταν μέσα στην τράπεζα». Γελάει και είναι σαν να γελάω εγώ, τουλάχιστον αυτό το θυμάμαι. Το δικό του γέλιο καλύπτει το βουβό μου κλάμα κι έτσι όποτε έρχεται η παρόρμηση, ο γκρεμός, κερδίζω λίγο ακόμα χρόνο. Αφήνω τα στάχυα και σφίγγω τα χέρια μου μεταξύ τους. «Ένα πρωί δεν είχε καθόλου, μα καθόλου, ομίχλη -κάτι που συνέβαινε κάθε ενενήντα οχτώ ημέρες και μόνο για τρεις ώρες- και όλοι οι κάτοικοι αρχικά απόρησαν, αλλά μετά κατέληξαν στο ότι είχε φαίνεται φτάσει αυτή η μέρα, αν και την είχαν υπολογίσει για την επόμενη βδομάδα. Εκείνο το πρωί λοιπόν, πέρασε από την είσοδο της πόλης, την οποία αποτελούσε μία ξύλινη πόρτα που στεκόταν μόνη της γιατί κάποιος είχε μετανιώσει και τελικά δεν έφτιαξε εκεί το σπίτι του αλλά άφησε την πόρτα να στέκεται, ένας καβαλάρης. Φορούσε μυτερές μπότες, μαύρα ρούχα και άσπρο καουμπόικο καπέλο. Οι κάτοικοι ήταν μαζεμένοι στην μέση του κεντρικού, και πιο στραβού από όλους, δρόμου για να γιορτάσουν τη μη-ομίχλη. Μόλις είδαν τον ξένο σταμάτησαν το γλέντι κι απέμειναν να τον κοιτάζουν». Κάπως έτσι ∙ καλύτερα.
«Δεν τον ήξεραν;»
Το ίδιο ρωτάω κι εγώ, αντί να απαντάω όποτε ρωτάνε εμένα. Άλλες πάλι απαντάω όταν κανείς δεν με ρωτάει ενώ οι υπόλοιποι μιλάνε σε άλλους κι έτσι κανείς δεν ακούει τι λέω. Όταν οδηγώ, έτοιμος να στρίψω για ν' αγκαλιάσω την μεταλλική μπάρα στην άκρη του δρόμου, κάνω συχνά στον εαυτό μου την ίδια ερώτηση. Αντί για απάντηση, σφίγγω το τιμόνι και δεν στρίβω.
«Πρώτη φορά τον έβλεπαν, όπως κι εκείνος αυτούς. Τους χαιρέτησε ακουμπώντας ελαφρά το καπέλο και κατέβηκε από το άλογό του».
«Πιστόλι είχε; Σαν τον Λούκι Λουκ;»
Ποτέ δεν έμαθα πως δουλεύει ένα όπλο. Μια φορά έπιασα μια καραμπίνα κι εκείνη έμοιαζε να με κοροϊδεύει, σαν να μου έλεγε ότι δεν είναι όλα για όλους, χρειάζεται κάτι πιο απλό για να κάνεις τη δουλειά σου. «Όχι, δεν του άρεσαν τα όπλα. Κοίταξε τριγύρω και κούνησε το κεφάλι. Ο κουρέας της πόλης, ο οποίος είχε μισό μουστάκι και αφρό στο πηγούνι, ενώ στο χέρι κρατούσε ακόμα το ξυράφι, τον ρώτησε τι γύρευε στην πόλη τους και γιατί κοίταζε το στολίδι τους απογοητευμένος». Το ξυράφι, σε μια μπανιέρα, έχει μία μεγαλοπρέπεια, κάτι Ρωμαϊκό. «Ο ξένος είπε ότι αυτό δεν έμοιαζε με πόλη αλλά με ανακατεμένη τράπουλα. Θα μπορούσε να τους βοηθήσει να τη φτιάξουν από την αρχή. Ο κουρέας και οι υπόλοιποι άρχιζαν να φωνάζουν στον ξένο ότι δεν υπήρχε τίποτα ανακατεμένο στην πόλη τους. Μία γριά γυναίκα, ντυμένη μπαλαρίνα, τον πλησίασε και σχεδόν κλαίγοντας είπε ότι το σπίτι της, που το είχε χτίσει πάνω σε ένα βράχο κι εκείνο έγερνε πότε αριστερά πότε δεξιά ανάλογα με τον αέρα και τον χορό της, ήταν το ομορφότερο στην πόλη και δεν θα τον άφηνε να της χαλάσει τη ζωή».
«Πώς χαλάει η ζωή δηλαδή;». Χασμουριέται, τρίβει τα μάτια.
Δεν ξέρω. Πως φτιάχνει; «Λοιπόν, ο ξένος άρχισε να σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα, έφτιαχνε δρόμους, άνοιγε πλατείες, κουνούσε τα χέρια, φώναζε από ενθουσιασμό. Οι κάτοικοι δεν καταλάβαιναν∙ όλα στην πόλη τους είχαν μία τάξη. Θύμωσαν - ο ξένος ήθελε να τους αλλάξει, χωρίς να ξέρει τίποτα γι' αυτούς. Στο τέλος άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να δείχνουν κάπου πίσω από την πλάτη του. Σταμάτησε να μιλάει και ακολούθησε το βλέμμα τους. Κοιτούσαν ένα ψηλό, γέρικο δέντρο δίπλα στην πόρτα της πόλης. Στην αρχή δεν κατάλαβε, αλλά μετά από λίγο είδε - από ένα κλαδί κρεμόταν ένα μακρύ σκοινί, με μια θηλιά στο τέλος του». Ναι, κάτι απλό και, κυρίως, καθαρό. Τακτοποιημένο.
«Ήταν κακοί;» Με αγκαλιάζει, σαν να προστατεύει εμένα.
«Δεν ήξερε. Εκείνοι όμως αυτό έλεγαν μεταξύ τους για τον ξένο, ότι ήταν κακός και θα τους χαλούσε αυτό που με τόσο κόπο είχαν φτιάξει. Ήθελαν να τον κρεμάσουν». Μου σφίγγει το μπράτσο. Δεν πρέπει να τον φοβίσω, αν όμως πάψω να φοβάμαι ο ίδιος και είμαστε παρέα ίσως ο φόβος να μην υπάρχει στ' αλήθεια και να είναι όλα στο κεφάλι μου.
«Γιατί; Δεν τους έκανε και τίποτα. Εκείνος δεν φοβόταν, έτσι μπαμπά;»
Κι όμως, φοβόταν, κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν μιλούσε αλλά ήξερε ότι όλοι τον άκουγαν να ουρλιάζει. Έβγαλε το καπέλο του και γονατίζοντας παρακάλεσε να μην του δίνουν σημασία, είχε μια μανία και ενοχλούσε τον κόσμο λέγοντας παράλογα πράγματα ή κυρίως τίποτα. Είχε πρόβλημα, κάτι έβλεπε λάθος και έτσι ευχαρίστησε τον θεό που τον έφερε σ' αυτήν την πόλη.
«Αυτά έκαναν στην Άγρια Δύση, χωρίς αιτία. Αν κάποιος ξένος δεν τους άρεσε τον κρεμούσαν. Εκείνος δεν φοβόταν, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Τον είχαν περικυκλώσει και δεν είχε χώρο για να σκεφτεί». Η έλλειψη του χώρου μοιάζει να σβήνει ακόμα και την ύπαρξη του χρόνου. «Του έπιασαν χέρια και πόδια, για να μην ξεφύγει. Τον αγριοκοιτούσαν φωνάζοντας ότι ήθελε να τους καταστρέψει. Προσπάθησε να αντισταθεί αλλά δεκάδες χέρια τον είχαν εγκλωβίσει».
Κι εκείνος άπλωσε πρόθυμα χέρια και πόδια και σκέφτηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί πράγματι να τον έσωζαν, να ήθελαν το καλό του. Τον έβγαζαν από τη δύσκολη θέση να αποφασίσει. Χωρίς να υπάρχει αιτία∙ μόνο ένα αποτέλεσμα. Όπως τον σήκωσαν και τον μετέφεραν ανάσκελα κοίταξε το δέντρο και χαμογέλασε. Ήταν μια κάποια λύση.
«Και τι έγινε;»
Όμως έτσι όπως χαμογελούσε και το δέντρο ερχόταν κοντύτερα, άρχισε να θυμάται ότι του άρεσε να φτιάχνει πράγματα, κρυφά. Όχι από ξύλο, πέτρα, ή μέταλλο, αλλά από λέξεις. Να τις βάζει στη σειρά, να βλέπει όσους τις διαβάζουν να γελάνε, να κλαίνε, να σμίγουν τα φρύδια. Και παρόλο που η σειρά των λέξεων συχνά δεν έβγαζε νόημα ούτε για τον ίδιο, και αντίκριζε παντού, σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη, βλέμματα στραμμένα αλλού, γεμάτα αδιαφορία ή καχυποψία, εκείνος ήθελε να συνεχίσει να το κάνει, με οποιονδήποτε τρόπο, με νόημα ή χωρίς. Και τότε το χαμόγελο άρχισε να σβήνει. Έπαψε να βλέπει τους κατοίκους σαν σωτήρες, αλλά σαν κάποιους που ίσως απλά δεν καταλάβαιναν. Ή που δεν καταλάβαινε ο ίδιος.
«Οι κάτοικοι έκαναν ένα κύκλο γύρω από το δέντρο κι έβαλαν τον ξένο να σταθεί κάτω από το κλαδί με τη θηλιά, ενώ η γριά μπαλαρίνα, που έμοιαζε να είναι το αφεντικό, έφερε μια καρέκλα και του είπε να ανέβει γιατί η ομίχλη είχε ήδη αρχίζει να εμφανίζεται και ήθελαν να τον βλέπουν καθαρά. Ο ξένος κοιτούσε τριγύρω του και αναρωτιόταν - τι θα μπορούσαν να καταλάβουν αυτοί οι άνθρωποι;».
«Και τους άφησε να τον κρεμάσουν;». Δεν μου κρατάει άλλο το μπράτσο. Κοιταζόμαστε, τα μάτια μας έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι. «Μπαμπά, μ' ακούς; Τι έγινε μετά;».
Μετά. Άρα υπήρχε το πριν και αφού υπήρχε τότε θα υπάρξει, ίσως, και ένα μετά. Κάτι.
«Μετά; Όλοι κοιτούσαν τον ουρανό που σιγά-σιγά τους σκέπαζε με ομίχλη. Μόνο ο ξένος και η μπαλαρίνα κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Άπλωσε το χέρι του». Χωρίς να φοβάται πια. «Εκείνη το έπιασε και με το άλλο της χέρι ακούμπησε ντροπαλά τον ώμο του ξένου». «Και χόρεψαν;». Δεν απορεί, δεν του ακούγεται παράλογο. Τώρα γελάμε και οι δύο.
Ναι, χόρεψαν.
* Ο Κωνσταντίνος Καπετανάκης γεννήθηκε το 1971 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στην Ελλάδα και την Αγγλία και δραστηριοποιείται στο χώρο της ναυτιλίας, ενώ έχει παρακολουθήσει εργαστήρια δημιουργικής γραφής .
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.