
Του Κίμωνα Θεοδώρου*
Δούλεψαν είκοσι χρόνια στη Δυτική Γερμανία. Γκασταρμπάιτερ. Όταν χτύπησε η νοσταλγία, επέστρεψαν σε μια κωμόπολη στη Μακεδονία, τέλος και αρχή μιας εποχής, από τη δεκαετία των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων του 1970 στη δεκαετία του 1980: η επίσημη κοινή αίσθηση −συνήθως επίπλαστη− προμήνυε ελπίδα και σταθερότητα, καθώς η χώρα έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Θα γινόταν μια σύγχρονη δημοκρατία με τα όλα της.
Με τις οικονομίες από τα ξένα, έχτισαν νέο σπίτι. Ήταν και κάτι χωράφια −κληρονομιά− ώστε ο πατέρας αποφάσισε να το ρίξει στην αγροτική ζωή. Καλαμπόκι, επιδοτήσεις και άγιος ο θεός. Πρόθυμοι συνέταιροι εμφανίστηκαν από το πουθενά, ψάχνοντας να πιάσουν την καλή. Η μητέρα φύτεψε τριανταφυλλιές στον κήπο. Οι γειτόνισσες ζήλεψαν σπεύδοντας να τη μιμηθούν. Έπειτα, μαγείρευε γερμανικές σπεσιαλιτέ και της ζητούσαν τις συνταγές. Συκωτάκι με κρεμμύδια − πού ξανακούστηκε αυτό; Ησυχία δεν έβρισκαν οι νιόφερτοι. Έπεσαν όλοι πάνω στους μοντέρνους, μόνο που οι ίδιοι κάθε άλλο παρά έτσι ένιωθαν.
Είχαν δύο κουτσούβελα, γεννημένα στην Στουτγάρδη, γερμανάκια τα φώναζαν ολόγυρα, στο καινούριο σχολείο και στις αλάνες. Τρίτο δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή στην πατρίδα, βγήκε κατά λάθος το ελληνάκι ή αλλιώς ο Βενιαμίν, το μικρότερο και παραχαϊδεμένο, και, ομολογουμένως, αδιάντροπα λαίμαργο.
Μια μακρινή θεία ανακάτεψε έναν γνωστό από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος προσφέρθηκε να 'ρθει στην κωμόπολη να το βαφτίσει. Είχε πολιτικές βλέψεις, έσπερνε βαφτιστήρια σ' ολόκληρη την περιφέρεια για να θερίσει ψήφους αργότερα. Τι κι αν ποτέ δεν κατέβηκε υποψήφιος εντέλει; Κουβαλούσε πάντως την ταμπέλα του ήρωα, ως νεαρός αστυνομικός κάποτε συμμετείχε στη σύλληψη κακών τύπων, βιαστών και δολοφόνων. Πέραν τούτου, ο νονός φάνηκε να στραβώνει με τους δίσκους του πατέρα από την ξενιτιά. Ο τελευταίος έπαιζε συνέχεια στο πικάπ το αγαπημένο του τραγούδι, «Ένα το χελιδόνι», και, αλίμονο, με τι πάθος του άρεσε να το τραγουδάει, με στεντόρεια φωνή, παράλληλα με τους ομόκεντρους κύκλους του βινιλίου, σηκώνοντας τον Βενιαμίν στον αέρα.
Ο νονός την επόμενη φορά έφερε δώρο στον πατέρα δίσκους με ελαφρολαϊκά. Έπειτα, νουθέτησε το γερμανόφερτο ζεύγος να στέλνει τα παιδιά στο κατηχητικό. Ο παπάς διάβαζε κείμενα από κιτρινισμένες σελίδες όπου αναφερόταν πως η Γη ήταν ακίνητη και βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος, διαφορετικά αν περιστρεφόταν ο πλανήτης μας γιατί ο αέρας δεν παράσερνε τα καπέλα από τα κεφάλια των ανθρώπων; Μια φορά πήγε ο Βενιαμίν και δεν ξαναπάτησε.
Ο Βενιαμίν στο μεταξύ ψήλωνε − το απέδωσαν στο γάλα, αρχικά στο μητρικό έπειτα στο γελαδίσιο, μισή νταμιτζάνα την ημέρα κατέβαζε. Στο σχολείο κέρδισε χρονιά. Πήγαινε με το ζόρι, δεν του άρεσε, αν και τα έπαιρνε τα γράμματα. Ωστόσο, ήταν σαν να μην στέριωνε πουθενά. Τελείωσε την τρίτη τάξη του δημοτικού. Καλοκαίρι του 1989. Τον έστειλαν διακοπές για δύο εβδομάδες στο εξοχικό του νονού, στη Χαλκιδική. Από την πρώτη μέρα επιδόθηκε σε ανδραγαθήματα: ξήλωσε μια πόρτα, γκρέμισε ένα ντουβαράκι στο σαλόνι, σκάλισε τα έπιπλα με σουγιά και, έπειτα, τα μεσημέρια, καθώς έβρισκε τα παράθυρα ανοικτά, πετούσε πετραδάκια από την αυλή στα υπνοδωμάτια. Ένα τζάμι έσπασε. Την άλλη μέρα, «από άγνωστη αιτία», να και μια φωτιά στην αυλή. Σαν έπεφτε νύχτα, τα γλυκά της νονάς στο ψυγείο εξαφανίζονταν. Μετά έκλαιγε τρεις μέρες επειδή έχασε το αρκουδάκι που έπαιρνε μαζί στην παραλία. Ήταν η μόνη του συντροφιά: είχαν τόσο αγανακτήσει που για να τον ξεφορτώνονται τον άφηναν να πηγαίνει για μπάνιο σόλο, η θάλασσα στα πενήντα μέτρα από το εξοχικό. Ίσως ήθελαν να πνιγεί, μικρό παιδί να το αφήνουν έτσι... Τυχαία ήταν εκείνη η τρύπα στη σαμπρέλα του; Ή μήπως την φαντάστηκε ανάμεσα στις σουρεαλιστικές συζητήσεις που έστηνε με τα τζιτζίκια αφότου έχασε το λούτρινο. Ήταν βέβαια κι οι εποχές πιο ανέμελες, τα πιτσιρίκια δεν τα είχαν διαρκώς υπό επιτήρηση.
Μια μέρα ξυνόταν πατόκορφα. Του ανακοίνωσαν πως έπιασε ψείρες. Βάλθηκαν νονά και νονός να τον κυνηγούν γύρω γύρω στο οικόπεδο, να του ρίξουν ψειρόσκονη. Πίστευε πως ήθελαν να τον βλάψουν, να τον δηλητηριάσουν, να πληρώσει για τις σκανταλιές. «Θέλετε να με σκοτώσετε!» ξελαρυγγιαζόταν. Η νονά προσπαθούσε να δικαιολογηθεί στους γειτόνους οι οποίοι απολάμβαναν την παράσταση: «Τι τζαναμπέτης αυτό το βαφτιστήρι!» Ο νονός κάποια στιγμή, εξοργισμένος, ξεστόμισε στο παιδί ότι είναι σκέτος διάολος. Τι προσβολή για τέτοιο αγγελούδι! Απάντησε πως δεν τον θέλει για νονό. «Μπορώ να σε ξεβαφτίσω, τότε», αντιπρότεινε ο αποκηρυγμένος. Είπε πως με λίγο βαμβάκι και λαδάκι αν τον νίψει, θα ξεβαφτιστεί. Ο μικρός σκιάχτηκε, σιγά μην τον άφηνε να τον ακουμπήσει με αυτά τα σατανικά πράγματα. Έτσι συλλογιζόταν και ανακοίνωσε πως θέλει να φύγει, νωρίτερα από τον αρχικό σχεδιασμό.
Την άλλη μέρα το πρωί τον έβαλαν στο λεωφορείο, πίσω στους γονείς. Δεν τον ξανακάλεσαν ποτέ μετά από εκείνο το οκταήμερο. Ήταν με τον τρόπο τους συμπαθητικοί και μάλλον υπομονετικοί άνθρωποι, αλλά δεν θα άντεχαν ξανά. Οι γονείς γελούσαν, δεν τον μάλωσαν για τα καμώματα. Όταν η μητέρα αρρώστησε και πέθανε, μερικά χρόνια αργότερα, ούτε ο Βενιαμίν την μάλωσε για το κάμωμα − που τους άφησε χωρίς να τους ρωτήσει. Δεν έκλαψε, μέσα του γελούσε κιόλας ανακαλώντας χαρούμενες στιγμές − ποτέ δεν του το συγχώρεσαν αυτό τ' αδέρφια και οι άλλοι συγγενείς. Μόνο ο πατέρας, που δεν μιλούσε πολύ αλλά συγχωρούσε τα πάντα. Αυτός, μες στη σιωπή του, καταλάβαινε.
Μεγάλωσε κι άλλο ο Βενιαμίν. Πέρασαν είκοσι και πλέον χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι.
Χθες βράδυ η τηλεόραση έπαιξε ένα ντοκιμαντέρ για τη χούντα. Για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960. Έδειξαν το νονό του σε νεαρή ηλικία. Του ήρθε ταμπλάς. Διατηρούσε αφηρημένα υποψίες, αλλά ποτέ δεν συνέδεσε τα γεγονότα. Για το κράτος δούλευε, πολισμάνος: τι άλλο θα ήταν εκείνον τον καιρό; Αθώο αίμα χαμένο, αθώο αίμα. Και ο νονός του μέσα σ' αυτά − έφταιγαν ίσως οι καιροί. Οι βιαστές και οι δολοφόνοι που τάχατες έπιανε ήταν απλώς αντιφρονούντες, αποδιοπομπαίοι τράγοι. Γιατί ποτέ δεν του τα είχε πει κανείς αυτά; Η Μεταπολίτευση έκρυβε σκελετούς στα ντουλάπια της. Ο Βενιαμίν πήρε ορισμένα τηλέφωνα, να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε. Κι όταν τα σκέφτεται, ίσως κι εκείνες οι ζημιές και τα παλαβά που σκάρωνε, συμβολικά και ετεροχρονισμένα, να μην ήταν παρά η δική του μικρή επανάσταση. Ό,τι ιδανικό είχε προσπαθήσει να του εμφυσύσει ο περίγυρος −οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία− το απέρριψε ορμέμφυτα, διατηρώντας εκείνη την ίδια αφηρημένη αίσθηση που τον βασάνιζε παιδιόθεν, την αίσθηση του μη ανήκειν, την αίσθηση του να μην στεριώνεις πουθενά. Ίσως γι' αυτό ο πατέρας ασχολήθηκε με τους αγρούς, για να αποτινάξει τούτο το αίσθημα − στη γη στεριώνεις. Ο ίδιος όμως δεν θέλει να το αποτινάξει. Ποιος βρίσκεται άραγε στην απέναντι όχθη, ποιος έχει περάσει το όριο; Ο ίδιος. Οι άλλοι. Ελεύθερος άνθρωπος γεννιέσαι, δεν γίνεσαι.
Αποκοιμήθηκε μπροστά στο φως της τηλεόρασης. Στο όνειρό του είδε πως σίμωσε στον τάφο του νονού κρατώντας βαμβάκι και λαδάκι. Γονάτισε στο χώμα και φώναξε: «Θέλω να με ξεβαφτίσεις!»
* Ο Κίμων Θεοδώρου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1981.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.