Η Ξένια Κοθωνίδου μας συστήθηκε πρόσφατα με τα «Θολά γυαλιά», «ένα σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα», όπως μας λέει, στη σειρά ελληνικής πεζογραφίας των εκδόσεων Βακχικόν.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το βιβλίο μου είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο τίτλος του «Τα θολά γυαλιά» συμβολίζει το θέμα του. Όσο συνεχίζουμε να φοράμε τα θολά μας γυαλιά, αρνούμαστε να αντικρίσουμε καθαρά πολλά από αυτά που μας συμβαίνουν. Οι κεντρικοί ήρωες, ο Παναγιώτης και ο Μιχάλης, είναι φίλοι από παιδιά και προέρχονται από διαφορετικές γειτονιές. Ο Παναγιώτης μεγάλωσε σε μια κοινωνικά καταξιωμένη και αυστηρή οικογένεια, σπουδάζει και βαδίζει σε μια ζωή ταχτοποιημένη. Στα τριανταπέντε του συνεχίζει να ακούει τα αόρατα καμπανάκια που ηχούν από την παιδική του ηλικία. Είναι ενοχλητικά και του προκαλούν δυσφορία. Ο Μιχάλης μεγάλωσε στη φτώχια, παλεύοντας να ξεφύγει από τη μιζέρια και τον αλκοολικό πατέρα του. Φτιάχνει τη δική του οικογένεια νομίζοντας πως έχει ξεμπερδέψει με το παρελθόν. Οι δυο φίλοι και η παρέα τους λαμβάνουν σινιάλα που καλούνται να αποκωδικοποιήσουν για να λυθούν από τα γονεικά δεσμά. Δεν είναι εύκολο. Άλλοι τα καταφέρνουν μόνοι, άλλοι χρειάζονται ένα δυνατό σκούντημα…
Όσο συνεχίζουμε να φοράμε τα θολά μας γυαλιά, αρνούμαστε να αντικρίσουμε καθαρά πολλά από αυτά που μας συμβαίνουν.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Στη μυθοπλασία ο συγγραφέας κατασκευάζει τους ήρωες και τις ιστορίες χρησιμοποιώντας τα δικά του υλικά. Η μείξη προσωπικής εμπειρίας με την ιδέα, τη φαντασία, το σκάψιμο στα ενδότερα, το ύφος, τις αδέσποτες εικόνες που συναντάει στον δρόμο του και τη δική του οπτική, συνθέτουν πάντα ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα. Άλλωστε οι κοινωνίες δεν μένουν ίδιες. Αλλάζουν χαρακτηριστικά, κατεδαφίζουν στερεότυπα, αξίες, αναδιαμορφώνονται, δίνοντας ερεθίσματα για νέες σκέψεις και ιδέες στη μυθοπλασία.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία, τα βιβλία που διάβασα, οι σκέψεις μου που για χρόνια καταγράφονταν πρόχειρα σε σημειωματάρια και χαρτάκια, άνοιξαν τον δρόμο. Στην προσπάθεια μου να χτίσω τις ιστορίες που φούσκωναν στο μυαλό μου, κατάλαβα ότι είχα ανάγκη να πατάω γερά σε κάποιες βάσεις. Το επόμενο βήμα ήταν να παρακολουθήσω μαθήματα δημιουργικής γραφής και να αποκτήσω γνώσεις που με έκαναν να νιώσω πιο σίγουρη. Στην πορεία, δουλεύοντας τα κείμενά μου κατάλαβα ότι το γράψιμο έρχεται γράφοντας.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Νομίζω πως το γράψιμο είναι αποτέλεσμα όλων αυτών που αναφέρατε. Η δική μου αγάπη είναι ο κινηματογράφος. Παρακολουθώ συνεχώς ταινίες και πιστεύω πως η λογοτεχνία φλερτάρει με τον κινηματογράφο. Στα μυθιστορήματα οι ήρωες πηγάζουν από τον συγγραφέα όμως η κινηματογραφική οπτική είναι η μήτρα της αφήγησης. Ο συγγραφέας φτιάχνει στο χαρτί την ατμόσφαιρα της εικόνας, μπαίνει στην εποχή, νιώθει τον ρυθμό της αφήγησης, και στρέφει τον φακό βάζοντας τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη σκηνή.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ποτέ δεν ήταν εύκολος αυτός ο δρόμος. Στην αξιολόγηση των κειμένων πιθανόν άλλοι να είναι τυχεροί και άλλοι άτυχοι. Ξέρουμε πολλούς λογοτέχνες που οι εκδοτικοί αρνούνταν το κείμενό τους και ο ένας που δέχτηκε να το εκδώσει πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Στην εποχή μας γράφουμε πολλοί, με αποτέλεσμα να φράζουν οι εκδοτικοί από την πληθώρα των κειμένων. Στέλνοντας το πρώτο μου μυθιστόρημα ήξερα ότι χρειάζεται πολύς χρόνος για να αξιολογηθεί. Είχα υπομονή, έλαβα και αρνητικές αλλά και αρκετές θετικές απαντήσεις και μου δόθηκε η δυνατότητα να αποφασίσω για τον εκδοτικό που θα εμπιστευτώ.