
Της Όλγας Αικατερίνης Φουντέα*
Είναι πάντα εκεί. Ποιο είναι το ωράριό του; Ώρες. Ώρες πολλές. Ποια είναι η χώρα του; Χώρες. Χώρες πολλές. Τρέχει να μας βάλει βενζίνη, ενώ εγώ έχω απλωμένα τα πόδια μου στο ταμπλό του αυτοκινήτου. «Δεν ντρέπεσαι, παιδί μου;» φωνάζει η μητέρα μου. «Έτσι όπως κάθεσαι μπορεί να δει το εσώρουχό σου». Δεν απαντώ. Απορώ. Εκείνος πώς δεν ντρέπεται; Να με κοιτάει συνεχώς στα μάτια χωρίς να κοκκινίζει. Μιλάει καλά ελληνικά. Πόσες λέξεις χρειάζεσαι για να δουλεύεις σε βενζινάδικο; Δεν είναι χώρος επικοινωνίας. Είναι χώρος ανακοινώσεων και ανεφοδιασμού. «20 ευρώ αμόλυβδη», «Γέμισέ το», «Τα ρέστα δικά σου». Οι λέξεις μας δικές μας. Η χώρα μας δικιά μας.
Μου αρέσει η μυρωδιά της βενζίνης. Έτσι φαντάζομαι ότι μυρίζει. Βενζίνη. Τόσο καιρό θα έχει ποτίσει το δέρμα του. Ένα χρώμα είναι, ελληνικός καφές όλος, μαλλιά, δέρμα, μάτια. Ασπράδι μόνο ο χιτώνας του ματιού. Έχει όνομα ο άνθρωπος-χρώμα; Θέλω να τον ρωτήσω πώς τον βάφτισαν. Αν τον βάφτισαν. «Πώς λένε τη βενζίνη στη γλώσσα σου;» Και να μου απαντήσει τι θα καταλάβω; «Γιατί έφυγες από τη χώρα σου;» «Γιατί ήρθες στη δική μου;» Τύχη. Ατυχία. Ένα από τα δύο. «Γιατί με κοιτάς;» Ποιος από τους δυο μας κοίταξε πρώτα τον άλλον; Ίσως το έκανα πρώτη εγώ. Ίσως και οι δύο ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει το «ταυτόχρονα». Ο χρόνος μπορεί να διαιρεθεί απεριόριστα. «Πόσο καιρό έχεις εδώ;» Υπήρχες πριν σε προσέξω; Δεν ρωτάω τίποτα.
Ανεφοδιασμός πάλι. Η μητέρα μου συμφιλιωμένη πια με τα πόδια στο ταμπλό, κάτι μουρμουρίζει. Εγώ κοιτάω μια τα νύχια των ποδιών μου μια εκείνον να απομακρύνεται. Έκανα φασαρία για να με αφήσει να τα βάψω κόκκινα. «Μας έδωσε περισσότερα ρέστα, μα καλά δεν ξέρουν να μετράνε;» διαμαρτύρεται, γιατί πάντα βιάζεται. Όπως βιαζόταν ως μητέρα. Να μεγαλώσω. Να μεγαλώσω. Να πάω στο εξωτερικό να σπουδάσω. Να φύγω από τα πόδια της. Της αρπάζω τα ψιλά από τα χέρια και τρέχω από πίσω του. Ξεχνάω να βάλω παπούτσια.
Αν ήξερα το όνομά του, θα τον φώναζα. Γυρνάει απότομα. Με πλησιάζει. Δεν μυρίζει βενζίνη, μυρίζει ωραία. Δεν φοράει άρωμα, αλλά το δέρμα του μυρίζει ωραία. Μου πετάει μια λέξη, το όνομά του πρέπει να είναι, δεν το καταλαβαίνω. Τι γλώσσα είναι αυτή; Μου προσφέρει το χέρι του, η παλάμη στέκεται εκεί, περιμένει τη δική μου, με τη μισοσβησμένη σημείωση από μπλε στυλό. Κοκαλώνω. Η μυρωδιά της βενζίνης ξαφνικά μου φέρνει ναυτία. Του βάζω τα ψιλά στο χέρι χωρίς καν να το αγγίξω. Όπως κάνω με τους ζητιάνους στο δρόμο. Κατεβάζω το βλέμμα και τρέχω πίσω στο αυτοκίνητο. Τώρα εγώ βιάζομαι, μαμά. «Πώς βγήκες έξω έτσι ξυπόλητη; Αδέσποτη είσαι;».
Έρχεται άλλος να μας βάλει βενζίνη πια. Είναι πιο γρήγορος, μα καθαρίζει πρόχειρα το τζάμι και τραυματίζει τους υαλοκαθαριστήρες. Ο άνθρωπος-χρώμα κάθεται μέσα και δεν με κοιτάζει. Τα πόδια μου, το ένα δίπλα στο άλλο, μοναχικά σπίρτα στο κουτί, νοσταλγούν το ταμπλό. «Επιτέλους, εξανθρωπίστηκες», το συμπέρασμα της μητέρας μου. Όσο ελέγχουν τα λάστιχα, βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο και ρωτάω τον ιδιοκτήτη: «Αυτός από πού είναι;» δείχνοντάς τον με το πηγούνι και το φρύδι μου. Μου λέει μια χώρα. Ξέρω την πρωτεύουσά της. Για μια στιγμή χαίρομαι και μετά αρχίζουν να με τσούζουν τα μάτια μου. Η βενζίνη πάλι; «Γιατί ρωτάς; Σου έκανε κάτι;». «Όχι, όχι… Τίποτα. Τίποτα απολύτως. Από περιέργεια». Αναρωτιέμαι πού πέφτει η χώρα του στο χάρτη. Τι σημασία έχει;
Η μητέρα μου με έχει μάθει να πλένω τα εσώρουχά μου μόνη μου. Κυρίως λευκά γιατί είναι όπως λέει «δείγμα καθαριότητας». Τα τρίβω και βλέπω τα υγρά μου να διαλύονται. Υποκίτρινα, έχουν το χρώμα της βενζίνης, αλλά όχι τη μυρωδιά της. Μυρίζουν όπως αυτός. Ο άνθρωπος-χρώμα μου έκλεψε την μυρωδιά. Πώς το έκανε αυτό; Για να τον εκδικηθώ, θα αφήσω κάποιον άλλον να με γεμίσει με αίματα. Κάποιον με εύκολο όνομα που μπορώ να το γράψω με μπλε στυλό στην παλάμη μου. «Γιατί φοράς συνεχώς λευκά εσώρουχα; Είσαι πολύ άσπρη και γίνεσαι όλη ένα χρώμα», μου λέει όπως μου τα βγάζει. Είναι κι αυτός άσπρος. Μετά λίγος πόνος. Μετά τίποτα.
Η αντλία της βενζίνης χωράει πάντα στο ντεπόζιτο. Κι αν στάξει λίγο, δεν πειράζει. Η μητέρα μου με πάει στο αεροδρόμιο. Αλλάζω χώρα. Τα λευκά εσώρουχα τα πέταξα όλα, μα εκείνη νομίζει ότι τα έχω πακετάρει. Φεύγω χωρίς να φοράω καν εσώρουχο, η συνείδησή μου, όμως, παραμένει λευκή. Ο άνθρωπος-χρώμα δεν είναι πια στο βενζινάδικο. Πού να έχει πάει; Υπάρχουν χώρες που σε καταπίνουν και χώρες που σε ξερνάνε. Τι από τα δύο του συνέβη; Ο πατέρας μου, πριν πεθάνει, έλεγε ότι δεν μπορείς να αγαπήσεις μια χώρα αν δεν έχεις τους δικούς σου νεκρούς θαμμένους σε αυτήν. Ίσως πήγε να βρει τους νεκρούς του. Στο αεροδρόμιο με σταματούν γιατί έχω στην τσάντα μου ένα μπουκαλάκι υγρό παραπάνω από την επιτρεπτή ποσότητα. «Τι την θέλετε τη βενζίνη μαζί σας, δεσποινίς;» ρωτούν με έκπληξη. Δεν γνωρίζουν ότι κάποιες φορές δεν έχει σημασία ούτε από πού έρχεσαι, ούτε πού πας, αλλά τι δεν μπορείς να αφήσεις πίσω σου.
Όλγα Αικατερίνη Φουντέα
* H Όλγα Αικατερίνη Φουντέα (Αθήνα, 1978) σπούδασε Χρηματιστηριακά και Επικοινωνία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο. Μετείχε στο εργαστήριο δημιουργικής γραφής της Χριστιάνας Λαμπρινίδη από το 2006 μέχρι το 2009.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.