Μια κουβέντα γνωριμίας με τον Σόλωνα Παπαγεωργίου με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου «Ονειρεύομαι πίνακες» (εκδ. Στίξις).
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Η συλλογή Ονειρεύομαι πίνακες αποτελείται από μια νουβέλα και πέντε διηγήματα. Οι πρωταγωνιστές μου βρίσκονται σε αδιέξοδο. Προσπαθούν να ξεφύγουν, να δραπετεύσουν – άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι. Παρά το κεντρικό θέμα, το οποίο μάλλον φαίνεται βαρύ, προσπάθησα να δώσω έναν ανάλαφρο τόνο στην κάθε ιστορία.
Θέλησα να γράψω τις ιστορίες μου με ειλικρίνεια, τηρώντας τον χρυσό κανόνα «γράψε όσα ξέρεις». Επέλεξα ακόμα και το σκηνικό της δράσης με βάση αυτόν τον κανόνα. Σχεδόν όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στα μέρη που συχνάζω στην Αθήνα, μέρη που γνωρίζω. Υπάρχει και ένα διήγημα που εκτυλίσσεται σε έναν δυστοπικό κόσμο – έμπνευση άντλησα από τις πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώσαμε στην πανδημία του Covid-19.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας. Τι το καινούριο φέρνει;
Νομίζω ότι, εάν υπάρχει ένα δυνατό σημείο στα διηγήματα της συλλογής μου, είναι η ατμόσφαιρα που επικρατεί στην κάθε ιστορία. Επένδυσα πολύ σε αυτό.
Οι πρωταγωνιστές ανήκουν στη γενιά μου, είναι νέοι, κοντά στα τριάντα, και αντιμετωπίζουν την απώλεια και τις δυσκολίες όπως θα τις αντιμετώπιζε ένας νέος άνθρωπος. Είναι άτομα επηρεασμένα από τη μαζική κουλτούρα, ζουν στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, της γρήγορης κατανάλωσης, της ατέρμονης εξειδίκευσης στα πανεπιστήμια, και ταυτόχρονα, ζουν στην Ελλάδα, όπου όλα αυτά ισχύουν και δεν ισχύουν. Το βιβλίο μου μιλά για τα άτομα της γενιάς μου που ενηλικιώθηκαν στην εποχή της κρίσης, που έμαθαν τη ματαίωση σε μικρή ηλικία. Αυτή είναι μια ιδιαιτερότητά του.
Αυτά από εμένα. Εμπιστεύομαι περισσότερο τους αναγνώστες πάνω σε αυτό το θέμα, για να μην περιαυτολογώ.
Ίσως ο δρόμος προς την έκδοση να είναι λιγότερο δύσβατος αφού απαλλαγείς από την… «κατάρα» του πρωτοεμφανιζόμενου.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους.
Ανέκαθεν αγαπούσα το σινεμά, μεγάλωσα βλέποντας τις ταινίες του Spielberg και του George Lucas. Παλαιότερα πήγαινα σινεμά ως και τρεις φορές την εβδομάδα, και έβλεπα οτιδήποτε κυκλοφορούσε, από τις ταινίες που διεκδικούσαν τα μεγάλα βραβεία στα φεστιβάλ –οι οποίες παίζονταν στις κινηματογραφικές αίθουσες για ολόκληρους μήνες–, μέχρι τις φθηνές ταινίες μυστηρίου και τρόμου – που έμεναν μόνο για μια δυο εβδομάδες στις αίθουσες.
Πλέον φοιτώ στη Σχολή Σταυράκου, στο τμήμα Σκηνοθεσίας. Ο κινηματογράφος, ιδιαίτερα ο αμερικανικός των περασμένων δεκαετιών, μας διδάσκει πολύτιμα μαθήματα για την αφήγηση και τη δραματουργία. Πώς να ξεκινήσεις από το σημείο Α, να προχωρήσεις στο σημείο Β και να καταλήξεις στο σημείο Γ, όπου όλα τα στοιχεία δένουν απόλυτα μεταξύ τους. Κάποιες παλιές ταινίες, όπως ο Νονός του Κόπολα, έχουν έναν ιδιαίτερο και μεθοδικό τρόπο για να συστήνουν τους χαρακτήρες στον θεατή, να προοικονομούν όσα θα συμβούν – όλα αυτά μπορούμε να τα εφαρμόσουμε και στη λογοτεχνία.
Στις ιστορίες του βιβλίου μου υπάρχουν σκόρπιες αναφορές στις ταινίες του Τσάρλι Κάουφμαν, στα γουέστερν κλπ.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Η αναζήτηση εκδοτικής στέγης είναι δύσκολη υπόθεση για έναν νέο συγγραφέα. Οι μεγάλοι εκδοτικοί είναι πολύ επιφυλακτικοί όσον αφορά στους πρωτοεμφανιζόμενους. Ίσως ο δρόμος προς την έκδοση να είναι λιγότερο δύσβατος αφού απαλλαγείς από την… «κατάρα» του πρωτοεμφανιζόμενου.
Βέβαια, εγώ στάθηκα τυχερός. Οι εκδόσεις Στίξις έκαναν εξαιρετική δουλειά. Είχαμε άριστη επικοινωνία. Η διόρθωση και η επιμέλεια του έργου έγιναν με σχολαστικότητα. Ο ζωγράφος, Μιχάλης Αμάραντος, που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο με τίμησε ιδιαιτέρως, δωρίζοντάς μου το έργο που κοσμεί το εξώφυλλο. Έτσι, έχω στο δωμάτιό μου έναν πίνακα που θα μου θυμίζει για πάντα το πρώτο μου βιβλίο. Πόσοι μπορούν να πουν κάτι παρόμοιο;
Όλα αυτά είναι πολύ ενθαρρυντικά για να συνεχίσω και να βελτιωθώ. Πολλοί συγγραφείς δεν τολμούν να «επιστρέψουν» στο πρώτο τους έργο. Προσωπικά, πιστεύω ότι στο μέλλον θα αναπολώ αυτή τη διαδρομή. Αισθάνομαι μια πληρότητα.
* Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ είναι δημοσιογράφος.