Για το μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη «Φυγόδικος δεν ήμουν» (εκδ. Ποταμός). Κεντρική εικόνα: Η Ζωή Λάσκαρη στον «Κατήφορο» (σκην. Γιάννης Δαλιανίδης).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Θα ήθελα, πρώτα απ’ όλα, να δώσω τα εύσημα στην Ισμήνη Καρυωτάκη για τη βασική ιδέα πάνω στην οποία διαρθρώνεται όλο το μυθιστόρημα. Εν έτει 1972 σε μια πόλη της Ηπείρου έχει καθαιρεθεί το άγαλμα της πρώην Βασίλισσας Φρειδερίκης, ενώ στον τοπικό κινηματογράφο παίζεται η ταινία «Κατήφορος» με τη Ζωή Λάσκαρη. Μόνο και μόνο αυτή η διασταύρωση δύο άσχετων –φαινομενικά– στοιχείων προκαλεί συνειρμούς και αντιθέσεις που κινούν την ιστορία αλλά και κινητοποιούν τη σκέψη. Το παλάτι συνδέεται με την τέχνη, η σοβαρότητα μιας βασίλισσας με το γυμνό μιας ηθοποιού, τα συντηρητικά ήθη με τις εξελίξεις στην κοινωνική νοοτροπία, εντέλει η πολιτική με την ηθική…
Η Φλώρα είναι φιλοβασιλική, όπως και όλη η οικογένειά της, και συντηρητική στα ήθη, αν και στα νιάτα της είχε κλεφτεί με έναν Έλληνα της Ρουμανίας.
Η αφήγηση εκκινεί από τον Σπήλιο που βρίσκεται σε άδεια από τις φυλακές, σκοπεύει να δραπετεύσει εκτός συνόρων με την αγαπημένη του Εριφύλη, αλλά αναγκαστικά εγκλωβίζεται στο σπίτι της θείας της, της Φλώρας, και τελικά μένει στην Ελλάδα. Ο πρωταγωνιστής είναι αγωνιστής, που στα χρόνια της χούντας, διώκεται και βιώνει τόσο τα εσωτερικά του διλήμματα όσο και τις τάσεις μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να βαδίσει προς τα μπροστά. Η Φλώρα είναι φιλοβασιλική, όπως και όλη η οικογένειά της, και συντηρητική στα ήθη, αν και στα νιάτα της είχε κλεφτεί με έναν Έλληνα της Ρουμανίας. Η ίδια η Φλώρα είναι αντιφατική, αφού είχε περιθάλψει μέσα στον Εμφύλιο τραυματίες στρατιώτες, διαχωρίζοντας εκούσα ή άκουσα την ατομική της ηθική από την πολιτική της τοποθέτηση. Αλλά και η Εριφύλη, ενώ αγαπά τον «αντιφρονούντα» Σπήλιο, δέχεται να πει την προσευχή στο τραπέζι, συμβιβαζόμενη με τις καθωσπρεπικές νοοτροπίες του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να δώσει την εντύπωση στον αγαπημένο της ότι έχει «καρδιά καλόγριας και μήτρα πόρνης».
Η Ισμήνη Καρυωτάκη γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1947. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π., και Σκηνογραφία στην Ecole Nationale des Beaux Arts, στο Παρίσι. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Παρίσι (στο γραφείο του Γ. Κανδύλη) και στην Αθήνα (σε θέματα προστασίας και διαχείρισης παρόχθιων και παράκτιων περιοχών). Εργάστηκε ως σκηνογράφος στην Αθήνα (στο Θέατρο και στον Κινηματογράφο), συμμετείχε επίσης ως ηθοποιός στην ταινία «Καρκαλού» του Σταύρου Τορνέ. Από το ’97 ασχολείται ενεργά με τη ζωγραφική και την γραφή. Έχει πραγματοποιήσει έντεκα εκθέσεις ζωγραφικής (ατομικές και ομαδικές). |
Το όλο παζλ των πολιτικών και ηθικών κατευθύνσεων, της χουντικής και της εμφυλιακής κοινωνίας, οι δρόμοι της πρόκλησης του κινηματογράφου και της ευπρέπειας των χριστιανικών ηθών κ.λπ. αναδεικνύουν φυγόκεντρα και πολυκεντρικά τη μεγάλη εικόνα της Ελλάδας. Η χώρα, δυνάμει προοδευτική αλλά κατ’ ουσίαν συντηρητική, συναιρεί το ένα και το άλλο, καρκινοβατώντας πότε προς την απελευθέρωση από τα κοινωνικά δεσμά και πότε συντηρώντας ένα καθωσπρέπει πρόσωπο, που δεν θέλει να αλλάξει.
Το δεύτερο μέρος, που ξεκινάει ουσιαστικά όταν ο αφηγητής Σπήλιος αποσύρεται από την αφήγηση, καθώς πεθαίνει, συνεχίζει το δίπολο έρωτας και συντήρηση, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό είναι η δεσπόζουσα αρχή του μυθιστορήματος. Η συζήτηση της Εριφύλης με τη Φλώρα, μερικά χρόνια μετά, φέρνει με αναδρομές και σχόλια στιγμιότυπα όπου το ιερό (Χριστιανισμός) συγκρούεται με το ανίερο (λαγνεία), το κοινωνικό πλαίσιο με το σεξ, η ευπρέπεια με την άκρατη φιληδονία, όχι πάντα στην πράξη, αλλά στο φαντασιακό των πρωταγωνιστών. Μέσα στο ελληνικό πλέγμα των στατικών αντιλήψεων και των επιφανειακών συμπεριφορών στο πλαίσιο του comme il faut, κάθε φαντασία, όπως η ανατίναξη του αγάλματος της βασίλισσας, κάθε όνειρο, κάθε κίνηση που φέρνει το ερωτικό-σεξουαλικό στο προσκήνιο είναι μια μικρή επανάσταση.
Ιδεολογικά η Ισμήνη Καρυωτάκη προχωράει πολύ τη σκέψη μας πίσω από το κοινωνικά αποδεκτό, εκεί στο βάθος του υποσυνείδητου, όπου το λιμπιδικό είναι ισχυρός κανόνας και δύναμη ανατροπών. Αφηγηματικά, όμως, κόβοντας στα δύο το έργο, μια με τον Σπήλιο και μια με την Εριφύλη, εξασθενίζει τη δυναμική της ιστορίας και περνά σε μια πιο ανερμάτιστη πλοκή, που δεν βοηθά στη νοηματοδότηση των επιμέρους σε μια πιο σαφή γραμμή δράσης και συμβολισμών. Τελικά, η θέση της μπίλιας καταλήγει στα θετικά χρώματα, καθώς το ρευστό πεδίο των ποικίλων αντιθέσεων ωθεί τον αναγνώστη να διακρίνει εύγλωττα την ελληνική κοινωνία, που ταλαντεύεται χωρίς ποτέ να καταλήγει με αποφασιστικότητα προς τα μπροστά.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένα σταντ του σινεμά φιγουράρει εκεί μες στη μέση. Το είχα εντοπίσει όσο εκείνη τηλεφωνούσε. Κοντοστέκεται η Εριφύλη γυρίζει και το κοιτάζει. “Ο κατήφορος” ξεφωνίζει εμβρόντητη, η Ζωή Λάσκαρη ante portas… Ευτυχώς το εξάσφαιρο σημαδεύει τον Κούρκουλο προσώρας, συμπληρώνει με νόημα και ξανακοιτάζει το σταντ. Έβγαζε μάτι στο κέντρο της πλατείας. Απορημένη γυρίζει σ’ εμένα. Και πού πήγε, βρε, το άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας; Εδώ στη θέση της ταμπέλας ήταν στημένο το μεγαλούργημα του Τόμπρου, μέχρι πρόπερσι τουλάχιστον. Την κοιτάζω για κάμποσο αμίλητος. Και –ενώ πασχίζω να συντονιστώ και ο ίδιος με τις “ιστορικές εκκαθαρίσεις”– “βλέπω” της Αυτής Μεγαλειότητα τυλιγμένη στο αμπέχονό της να παίρνει πόδι από το βάθρο και να χάνεται στην κατηφόρα του Αώου».