degas-woman-at-the-window-007

Του Δημήτρη Αδαμίδη*

«Θ’ αλλάξω πολλές γυναίκες μέχρι να πεθάνω», είχε πει η μάνα μου. Ήταν πριν από τρία χρόνια, τέσσερα; Δεν θυμάμαι. Τότε μιλούσε περισσότερο και συζητούσαμε τ’ απογεύματα στο μπαλκόνι.

Τη σήκωσα από τους ώμους και την έβαλα να καθίσει στο κρεβάτι. Τα πόδια κρέμονταν και, αν δεν την κρατούσα, ο κορμός έπεφτε πίσω. Προσπάθησα να σιάξω τα μαλλιά της, που πετούσαν, αλλ’ αυτά πάλι πετούσαν. «Μαμά, αγκάλιασέ με». Με δυσκολία σήκωσε τα χέρια της και τ’ ακούμπησε στους ώμους μου. Έξω απ’ το παράθυρο ένα κλαδί γεμάτο λωτούς είχε γύρει και κάλυπτε τον ουρανό. Αν δεν τους μαζέψει κάποιος, θα αρχίσουν να πέφτουν. Την κράτησα σφιχτά –πάτησε δεν πάτησε στα πόδια της– και με μια λειψή φιγούρα στον αέρα την έβαλα να καθίσει στο καρότσι. Όσο της φορούσα τις παντόφλες, δεν σήκωσα τα μάτια ούτε μίλησα. Η ρόδα μπλέχτηκε στο χαλί, μια παντόφλα βγήκε, το καρότσι χτύπησε στην κάσα της πόρτας, δυο τρεις μανούβρες και βγήκαμε στην αυλή. Άρχισα να φλυαρώ. Έλεγα «τι ωραία που ’ναι εδώ έξω», «τα λουλούδια άνθισαν», «τα χελιδόνια έκαναν χελιδονάκια», «ποιος φύτεψε βασιλικό», «ούτε ο καλός καιρός ούτε ο καλός άνθρωπος χορταίνεται» – έτσι δεν έλεγε η γιαγιά;

«Θ’ αλλάξω πολλές γυναίκες μέχρι να πεθάνω», είχε πει κάποτε η μάνα μου και το θυμήθηκα τώρα που περίμενα την τελευταία. «Μαμά, πώς την λένε την κοπέλα που σε κρατάει;» Με κοίταξε. Επανέλαβα την ερώτηση με άλλες λέξεις, αλλά δε μίλησε. «Έλκα, τη λένε», είπα. «Έλκα», είπε κι εκείνη. «Είναι καλή μαζί σου;» «Μόνο καλή…». Το εννοούσε άραγε ή το ’πε από ευγένεια; Πολλά απογεύματα περίμενα τη γυναίκα που τη φρόντιζε, για να φύγω: την Ελένη από τον τσιγγάνικο μαχαλά, τη Νάντια από τη Γεωργία, τη Φωτεινή από την Ουκρανία, τη Μάγια από το Καζακστάν, τη Ρόζα από την Αρμενία και τώρα την Έλκα από τη Βουλγαρία. Λίγες κουβέντες απ’ το στόμα τους έγιναν ασύνδετες εικόνες μες στο μυαλό μου, μια ουσία σχεδόν αμεταβίβαστη.

Η Ελένη φρόντιζε την αδελφή του Ωνάση. Έβγαζε ένα πουπουλένιο λιλά πάπλωμα, για να το αερίσει στο μπαλκόνι, και μετρούσε από ψηλά τα μονοπάτια του κήπου για να βρει το παγκάκι όπου καθόταν τα βράδια με τ’ άλλα κορίτσια. Έβαζε γάντια για να λούσει την κυρία Άρτεμη και θυμόταν το αποστεωμένο σώμα και το τρεμάμενο χέρι της. «Πώς δεν έμαθες γράμματα, μικρό μου κορίτσι», της έλεγε, όταν έπρεπε να διαβάσει τις ετικέτες των ρούχων, να χωρίσει δεκάδες μεταξωτά, λινά, βαμβακερά φορέματα. Καθόταν σε μια ψάθινη πολυθρόνα κι η καημένη μύριζε αλκοόλ από τις έντεκα το πρωί.

Η Φωτεινή έμεινε λίγους μήνες στο σπίτι μας. Ένα βράδυ, λίγα χρόνια πριν από την πτώση των ανατολικών καθεστώτων, σε μια εστία για τους συγγενείς των αρρώστων ενός νοσοκομείου, όπου εργαζόταν, έφτανε ένα λεωφορείο με σβηστά φώτα. Η Φωτεινή έμπαζε από την πίσω πόρτα του ισογείου τουρίστες, που πλήρωναν λίγα ρούβλια για ένα κρεβάτι κι ένα μπάνιο. Ξημερώματα ψηλά στη μαρμάρινη σκάλα της Οδησσού με τον συνεργάτη της, έναν νεαρό ασκούμενο γιατρό, μετρούσαν τα χρήματα και σχεδίαζαν το πρώτο ταξίδι τους στην Πράγα. Ένα κέρμα κύλησε, σηκώθηκε να το πιάσει, την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε. Στο λιμάνι κάτω αχνόφεγγαν τα καράβια κι η θάλασσα άρχισε να ξεχωρίζει από τον ουρανό.

Η Ρόζα ευτυχώς είχε το σκυλάκι της. Το κρατούσε αγκαλιά, όταν κατηφόριζε ένα μονοπάτι του Χολομώντα μες στη νύχτα. Την είχε απειλήσει ο άντρας της, τύφλα στο μεθύσι, με την κυνηγετική του καραμπίνα. Κι άλλες φορές την είχε κλειδώσει έξω από το αγροτόσπιτο και εκείνη κοιμόταν με τα ζώα στη στάνη. Οι οξιές κι οι καστανιές συγκρατούσαν το κρύο της νύχτας κι ακούγονταν από μακριά οι καταρράκτες και τα τσοπανόσκυλα. Άχνα δεν έβγαλε η σκυλίτσα μέχρι την Αρναία. Μου έλεγε η Ρόζα ότι συνήθισε τα σκοτάδια από τον σεισμό του ’95. Μήνες κοιμόταν με την κόρη της σ’ ένα κοιμητήριο και πλενόταν στα σιντριβάνια του Ερεβάν.

Αχαρτογράφητη η ζωή αυτών των γυναικών. Πρέπει να συνδέσεις τόπους, γεγονότα και ονόματα, κατακλυσμιαίες συμπτώσεις, φτώχεια, εγκλήματα κι εκτοπίσεις. Χυτήρια όπου λιώνουν ζωές κι έπειτα χύνονται σε νέα καλούπια. Στις όχθες ενός ποταμού στο Ναγκόρνο Καραμπάχ σαπίζει το πόδι του αδελφού της Ρόζας. Τώρα μ’ ένα καινούργιο πόδι στο Τελ Αβίβ διδάσκει τη γλώσσα του στην αρμένικη κοινότητα. Το τρένο από το Μπατούμι στην Τιφλίδα έμεινε σταματημένο επτά ώρες, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. Στο βαγόνι ένα βιβλίο ιστορίας έμεινε μισοδιαβασμένο. Πάγωσαν οι αγωγοί πετρελαίου, τα χωριά του Καυκάσου κι η καρδιά της αδελφής της Νάντιας, που έχασε την εξεταστική της. Τώρα σε μια πιτσαρία στο Μπάρι στρώνει τραπέζια και στο διάλειμμά της κάθεται στο πλακόστρωτο και ταΐζει τις γάτες ή στέλνει μηνύματα στην αδελφή της. Δεν ξέρω αν ήταν οδυνηρό να θυμούνται κάτι που έπρεπε να ξεχνούν, να θυμούνται και πάλι να ξεχνούν… Το παλιό και το νέο τους πρόσωπο χιλιάδες μίλια μακριά το ένα από τ’ άλλο.

Η Έλκα αργούσε, κι έκανα καφέ για τους δυο μας. Βουτούσα ένα κουλουράκι στο φλιτζάνι και τάιζα τη μητέρα μου. «Μαμά, θυμάσαι τη Μάγια;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πέρσι τέτοια εποχή ήταν –αρχές Μαΐου– που αποφάσισε να φύγει στην πατρίδα της. «Πολλά τα έξοδα, δεν βγαίνω», μου έλεγε: το πετρέλαιο στα ύψη, ενοίκιο, ρεύμα και δεν έμενε φράγκο να στείλει στα παιδιά. Η μικρή της κόρη μεγάλωσε, παίρνει πτυχίο κι ερωτεύτηκε έναν αμερικανοκαζακστανό, που θα την πάρει στο Τέξας. Της είπαν να πάει μαζί τους. Δύο χιλιάδες δολάρια τον μήνα, για να φροντίζει μια ηλικιωμένη Αμερικανίδα σε βίλα στα προάστια.

Την είχα παραλάβει από το ΚΤΕΛ. Η βαλίτσα της ήταν ασήκωτη. Είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και φορούσε ένα σκούρο μπλε σακάκι. Πήρα την παραλιακή, για να δει τη θάλασσα, τον Λευκό Πύργο και λίγο την πόλη. Δεύτερη φορά ερχόταν στη Θεσσαλονίκη μέσα σε δεκατρία χρόνια. Ήταν αγχωμένη και της εξήγησα τον έλεγχο πριν από την επιβίβαση, την αναμονή της στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, την αλλαγή αεροπλάνου.

Στο γκισέ η υπάλληλος έλεγξε το εισιτήριο, μας έδωσε κάρτα επιβίβασης και, όταν είδε ότι το διαβατήριο είχε λήξει, μας ρώτησε τον λόγο. Της είπαμε πως, όπως μας εξήγησε ο τουριστικός πράκτορας, το διαβατήριο σφραγίζεται από την υπηρεσία του αεροδρομίου, για όσους μετανάστες κάνουν το οριστικό ταξίδι της επιστροφής. Η αεροσυνοδός κράτησε το διαβατήριο και μας έδειξε τον χώρο παράδοσης των αποσκευών. Μόλις δώσαμε τη βαλίτσα για έλεγχο, μας πλησίασε ένας αστυνομικός και μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε. Στην αίθουσα του αστυνομικού ελέγχου καθίσαμε μπροστά από ένα γραφείο.

«Παρακαλώ, τα χαρτιά σας», είπε στη Μάγια ένας άλλος αστυνομικός. Η Μάγια άνοιξε τη τσάντα της και μέσα από μια ζελατίνα έβγαλε διάφορα έγγραφα.

«Έχουν λήξει τα χαρτιά σας, κυρία μου.» Η Μάγια άρχισε να του εξηγεί ότι το ήξερε, αλλά έπρεπε να φύγει, δεν μπορούσε να πάει στην Αθήνα, να πληρώνει πάλι, να περιμένει στην πρεσβεία… Μιλούσε με θάρρος σε άπταιστα ελληνικά.

«Την γνωρίζω την κυρία. Φρόντιζε τη μητέρα μου τον τελευταίο χρόνο και πρέπει να γυρίσει στην πατρίδα της», είπα για να υποστηρίξω τη Μάγια.

Ήρθε ένας άλλος κύριος, ο προϊστάμενός τους, υποθέτω, και μας εξήγησε ότι η Μάγια δεν μπορεί να ταξιδέψει, οφείλει να απευθυνθεί στην πρεσβεία της, για να της εκδώσουν προσωρινό διαβατήριο. «Σας αφήνουμε να φύγετε, αλλά να ξέρετε» –κοίταξε εμένα τώρα– «κι εσείς έχετε ευθύνη, που…». Προστατεύω μια παράνομη αλλοδαπή, σκέφτηκα. Ήρθαν στο μυαλό μου το τμήμα δίωξης λαθρομετανάστευσης, τα κέντρα κράτησης, ο εφιάλτης των παγιδευμένων ανθρώπων. Πήραμε πίσω τη βαλίτσα κι ακύρωσα το εισιτήριο.

Γιορτάσαμε την παράταση της διαμονής της Μάγιας σε μια ταβέρνα στον Ναυτικό Όμιλο. Φαινόταν ανακουφισμένη. Αναπνέαμε τον θαλασσινό αέρα και κοιτούσαμε πώς φούσκωναν τα πανιά κι έπαιρναν τα σκάφη στ’ ανοιχτά. Μου είπε για τη ζωή της στο Αλμάτι, τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, για τους μεζέδες που έφτιαχνε σ’ ένα ΚΑΠΗ στην Έδεσσα, για γερές φιλίες και έρωτες, γι’ αυτή την πικρή ελευθερία.

Ύστερα από δεκαπέντε μέρες η βαλίτσα της Μάγιας γλιστρούσε ξανά πάνω στα γυαλισμένα μάρμαρα του αεροδρομίου. Κρατούσε ένα ολοκαίνουριο προσωρινό διαβατήριο με ανάγλυφες σφραγίδες, υπογραφές και το όνομα της νέας πρωτεύουσας του Καζακστάν: «Αστανά». Μια φουτουριστική πόλη από μέταλλο, γυαλί και χρυσό στην καρδιά της στέπας. Ένα τερατούργημα αλαζονείας. Είδα τη Μάγια να συνομιλεί με τους υπαλλήλους της ασφάλειας στον έλεγχο των επιβατών. Γύρισε πίσω με μια μεγάλη πλαστική τσάντα. «Δεν μ’ αφήνουν να την πάρω μαζί μου». Στο αυτοκίνητο άνοιξα την τσάντα κι ανακάλυψα τρεις μεγάλες συσκευασίες μαργαρίνης και δύο κουβαδάκια μερέντα. Άνοιξα το ένα κι έφαγα με το δάκτυλο πραλίνα σοκολάτας.

Πήρα με το καροτσάκι τη μάνα μου και ποτίσαμε μαζί τα λουλούδια, μέχρι να ’ρθει η Έλκα. Τη ρωτούσα τα ονόματα των λουλουδιών, έτσι για να μου μιλάει: μολόχες, ζέρμπερες, τριαντάφυλλα, ένας υάκινθος και μικρά γαρύφαλλα, βασιλικός, δυόσμος και αναρριχητικά που φτάνουν μέχρι τη στέγη. Σ’ αυτή τη μικρή ταράτσα με τις γλάστρες όλα ησυχάζουν, όταν πέφτει το φως. Τα χελιδόνια μαζεύονται κι οι ήχοι απ’ τον δρόμο σβήνουν. Η μάνα μου κι η γυναίκα που τη φροντίζει κάθονται στο τραπέζι και περιμένουν να νυχτώσει.Όταν φεύγω απ’ το σπίτι, αφήνω τα πρόσωπά τους, το ένα δίπλα στο άλλο, βυθισμένα σε κάτι ανομολόγητο. Δυο πρόσωπα σιωπηλά έξω από τον χρόνο του κόσμου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ

 

adamides-photo2* Ο Δημήτρης Αδαμίδης (Σκύδρα, 1965) αποφοίτησε από το τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και πήρε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα από το Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Διδάσκει ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση.

 

 

 

 

 

 

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.

 * Διαβάστε τα υπόλοιπα δημοσιευμένα διηγήματα.  

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γάγγης και Τίβερης

Γάγγης και Τίβερης

Της Μαρίας Καλιόρη *

Την είδε να στέκεται στην άκρη της γέφυρας και να στρέφει μια τελευταία φορά το κεφάλι της πίσω. Έπειτα άνοιξε τα χέρια της, πέταξε για λίγο στον αέρα και χάθηκε στο ποτάμι. Έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του...

Ασύμμετροι ζυγοί

Ασύμμετροι ζυγοί

Της Κατερίνας Κοντοπούλου *

Τσιγάρο; Μου γνέφει αρνητικά. Δεν καπνίζει. Ανάβω εγώ, με κοιτάζει κάπως. Επικριτικά. Σαν τη μάνα μου, μόνο νεώτερη. Έχει καλό εξαερισμό εδώ, συνεχίζω. Για τον καπνό. Σηκώνει τους ώμους, δεν την νοι...

Πώς

Πώς

Της Αθηνάς Μπαλή *

Έπιασε τον γιακά του με τα δυο χέρια για να τον κρατήσει όρθιο∙ θέλησε να τρέξει αλλά με τα καινούργια παπούτσια σε αυτό το πεζοδρόμιο ακόμα και το να βαδίσεις ήταν κατόρθωμα.

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες» - Οι φιλοσοφημένες αφηγήσεις του Γουίλιαμ Γκας

«Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες» - Οι φιλοσοφημένες αφηγήσεις του Γουίλιαμ Γκας

Για τo «Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες» του Γουίλιαμ Γκας [William H. Gass],...

«Η σονάτα των αθέατων πουλιών» του Σπύρου Πετρουλάκη (προδημοσίευση)

«Η σονάτα των αθέατων πουλιών» του Σπύρου Πετρουλάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη «Η σονάτα των αθέατων πουλιών», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 27 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μίνωας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Είστε έτοιμος να ξεκινήσουμε;»
«Μάλιστα, εί...

«Η σφαγή των αθώων» του Στέφανου Παπαδημητρίου (κριτική) – Θύμα εκφοβισμού φτάνει στα έσχατα όρια

«Η σφαγή των αθώων» του Στέφανου Παπαδημητρίου (κριτική) – Θύμα εκφοβισμού φτάνει στα έσχατα όρια

Για το μυθιστόρημα του Στέφανου Παπαδημητρίου «Η σφαγή των αθώων» (εκδ. Ψυχογιός). Στην κεντρική εικόνα, ο 13χρονος ήρωας της τηλεοπτικής μίνι σειράς Adolescence που διερευνά τα γιατί και τα πώς του φόνου μιας ανήλικης κοπέλας από έναν συμμαθητή της. 

Γράφει ο Δ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Η σονάτα των αθέατων πουλιών» του Σπύρου Πετρουλάκη (προδημοσίευση)

«Η σονάτα των αθέατων πουλιών» του Σπύρου Πετρουλάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη «Η σονάτα των αθέατων πουλιών», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 27 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μίνωας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Είστε έτοιμος να ξεκινήσουμε;»
«Μάλιστα, εί...

«Λάθος κεφάλι» της Λίνας Ρόκου (προδημοσίευση)

«Λάθος κεφάλι» της Λίνας Ρόκου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Λίνας Ρόκου «Λάθος κεφάλι», το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Νήσος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Θα σου πω για τη γέννησή μου, κι ας μην τη θυμάμαι. Από τις λίγες φωτογραφίε...

«...άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«...άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Μιχάλη Μακρόπουλου «...άμμος», το οποίο κυκλοφορεί στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Φυσοῦσε καὶ φυσοῦσε ἔπειτα ὁ βοριάς. Ἦταν λὲς καὶ ὁ κόσμος ἄφηνε ἐπιτέλους νὰ βγεῖ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης: Τρία σημαντικά έργα ποίησης και ποιητικής

Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης: Τρία σημαντικά έργα ποίησης και ποιητικής

Τρία βιβλία εντελώς ανόμοια μεταξύ τους μας καλούν να σταθούμε, να διαβάσουμε και να στοχαστούμε την ποίηση και την ποιητική της. Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...

Στην καρδιά του Τρόμου: 12 βιβλία που αλλάζουν την αντίληψή μας για το είδος

Στην καρδιά του Τρόμου: 12 βιβλία που αλλάζουν την αντίληψή μας για το είδος

Φαντάσματα, εκκλησίες όπου δοξάζεται το κακό, βρικόλακες της ελληνικής επαρχίας, αλλόκοτα και περίεργα συναντάμε σε μυθιστορήματα, νουβέλες και συλλογές ιστοριών που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Παντού κυριαρχεί το στοιχείο του τρόμου. Κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «The Witch» (2015) του Ρόμπερτ Έγκερς.

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 5 σημαντικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που μόλις κυκλοφόρησαν

Τι διαβάζουμε τώρα; 5 σημαντικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που μόλις κυκλοφόρησαν

Πέντε σύγχρονα-κλασικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν προσφάτως στη γλώσσα μας σε προσεγμένες μεταφράσεις. Τρία μυθιστορήματα, μία συλλογή από νουβέλες και ένα εξέχον έργο της «φυσιογραφικής γραμματείας» κοσμούν εδώ και λίγες μέρες τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2024

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα

ΦΑΚΕΛΟΙ