Του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου*
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που είχε σχέσεις με τους γείτονές του – ούτε τις ήθελα κιόλας. Με απωθούσαν η επίπλαστη εγκαρδιότητα και οι ανούσιες κουβέντες της σκάλας. Όμως, μιας και ασανσέρ στην πολυκατοικία δεν υπήρχε, ήμουν αναγκασμένος να τις αντιμετωπίζω συχνά. Είχα λοιπόν βρει τρόπο να τις αποφεύγω – ή τουλάχιστον να τις ελαχιστοποιώ. Έβαζα το κεφάλι κάτω, μουρμούριζα μια καλημέρα μέσα απ' τα δόντια μου κι έκανα τάχα ότι βιάζομαι. Ανέβαινα τρέχοντας τους ορόφους για να παραμένω όσο λιγότερο γινόταν στην επικίνδυνη ζώνη. Κακό δεν μου 'κανε, είχα ανάγκη κι από λίγη άσκηση. Άλλωστε δεν είχαμε και κανέναν άνθρωπο που να έχω κάτι να πω μαζί του. Όλο κάτι αδιάκριτοι γέροι ήταν, κάτι νωθροί οικογενειάρχες με προκοίλια και υστερικές μητέρες με τα πιτσιρίκια τους. Με τα τελευταία, η αδιαφορία ευτυχώς ήταν αμοιβαία. Κανείς που να δείχνει έστω κι ελάχιστα ενδιαφέρων – ή, μάλλον, σχεδόν κανείς.Έμεινα ασάλευτος. Ίσως ερμήνευσε τη στάση μου σαν ναι, ή μπορεί απλώς να βαριόταν να περιμένει ν' αποφασίσω. Πέρασε από δίπλα μου κι απλώθηκε στον καναπέ. Πέρα απ' το τραπεζάκι δεν είχα άλλα έπιπλα, κι έτσι κάθισα στο πάτωμα απέναντί της.
«Πες κάνα νέο», είπε.
Μόρφασα, μάλλον ενοχλημένος. Νέο; Ήξερε δηλαδή τα υπόλοιπα κι ήθελε να μάθει νέα; Ούτε τ' όνομά μου δεν είχε ρωτήσει.
Δεν έδειξε να με προσέχει.
Έπιασε το μπουκάλι απ' το τραπέζι και το άνοιξε. Κατέβασε μια τεράστια γουλιά και το έσπρωξε προς το μέρος μου. Ήπια αφηρημένα.
«Τι έγινε με τη θέρμανση;» ρώτησα.
«Δεν ξέρω. Δεν κάνει πια τόσο κρύο, έτσι κι αλλιώς». Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο κι ύστερα γύρισε πάλι σε μένα. «Θέλεις να γαμηθούμε;»
Κατάφερα ν' αρνηθώ. Συνεχίσαμε να πίνουμε σιωπηλοί. Καθίσαμε μέχρι το πρωί, με τα φώτα σβηστά, αδειάζοντας ό,τι ποτό υπήρχε στο σπίτι.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε άλλο. Αφήσαμε το σκοτάδι να μεταφέρει όσα είχαμε πραγματικά ανάγκη. Κι αυτά δεν ήταν οι λέξεις.
Στο σπίτι, πήρα αγκαλιά τον γάτο μου και κάθισα στο παράθυρο. Οι όποιες σκέψεις μου ξεφλούδισαν και διαλύθηκαν στο μαύρο υπόστρωμα του κόσμου.
Ώσπου την έχασα. Είχα κάνα δίμηνο να τη δω. Πέρασα έξω απ' το σπίτι της. Είχαν αλλάξει κουδούνι κι είχαν βάλει πόρτα ασφαλείας. Δεν μπήκα στον κόπο να ρωτήσω. Ποτέ δεν πέρασε να με χαιρετίσει. Ψάχνω καμιά φορά να την εντοπίσω στο πλήθος, μα ξέρω ότι είναι μάταιο. Το πρόσωπό της δεν το θυμάμαι, όσο κι αν προσπαθήσω. Και τώρα πια όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν να σέρνουν μαζί τους την αποστροφή μου.
ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
* Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982 κι έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Ναυπηγών του ΕΜΠ. Μέρος των πρώτων ετών της ζωής του το πέρασε στη Νιγηρία, από την οποία δυστυχώς δε θυμάται και πολλά. Το διήγημά του Ataxia Blues δημοσιεύτηκε στην ανθολογία ΕΦΦάνταστες Ιστορίες της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.
* Διαβάστε τα υπόλοιπα δημοσιευμένα διηγήματα.