
Του Μάνου Μπονάνου *
Έχουν περάσει μέρες από όταν άρχισες να περπατάς. Τα πόδια σου περιέργως δεν πονάνε, το στομάχι σου δεν διαμαρτύρεται. Όταν διψάς, ακουμπάς τα γόνατα στην άμμο, εκεί που σκάει το κύμα, και φέρνεις με τις χούφτες σου αλμυρό νερό στα χείλη, και ξεδιψάς. Δεν θυμάσαι πού πας. Δεν νιώθεις τίποτα, παρά μόνο νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρεις όταν το φως της μέρας λιγοστεύει και οι σκιές των δέντρων γέρνουν στην ανατολή.
Ούτε θυμάσαι γιατί. Στο μυαλό σου προβάλλεται μια εικόνα που μεταλλάσσεται: Είσαι ξαπλωμένος καθιστός, γυρτός. Σε ξαπλώστρα κρεβάτι, ριγμένο κάθισμα αυτοκινήτου. Η εξάντληση, το ποτό, η λύπη σε καταλύουν. Παλεύεις να μείνεις ξύπνιος, δεν υπάρχει χρόνος, ο χρόνος συρρικνώνεται αέναα, το γνωρίζεις πια. Οι κόρες διαστέλλονται καθώς τα βλέφαρα πέφτουν: πετάγεσαι πάνω ηλεκτρισμένος. Ακουμπάς τα πόδια στα βρεγμένα πλακάκια, παραμερίζεις τα σκεπάσματα, ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου. Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο, το ένα μπροστά, ύστερα το δεύτερο, απομακρύνεσαι, μια παρόρμηση να κοιτάξεις πίσω, ο αυχένας σου αντιστέκεται, τα μάτια αμετακίνητα στην άσφαλτο του δρόμου που ξεπροβάλλει μπροστά σου.
Σηκώνεις τον αριστερό σου αγκώνα, παρατηρείς το σημάδι στο δέρμα, το ψηλαφείς.
Η ώρα του λύκου. Ανθρώπινες μορφές παρουσιάζονται άξαφνα μπροστά σου, μιλούν, χειρονομούν βίαια, απλώνουν τα χέρια για να σε τραβήξουν προς το μέρος τους. Εικόνες από αναμνήσεις και από άλλα, που θέλησες να ζήσεις αλλά προσπέρασες, και από φαντασιώσεις ξένες που τώρα αποφάσισες να οικειοποιηθείς και να επιπλήξεις τον εαυτό σου που δεν πραγματοποίησες. Απλώνεις το χέρι αριστερά, φλερτάρεις με την ιδέα να αφεθείς. Μετανιώνεις, αποτραβιέσαι. Δεν είσαι αυτός, ούτε αυτά τα πράγματα που θέλησες. Νιώθεις μια θλίψη, στιγμιαία. Αναρωτιέσαι γιατί οι άνθρωποι καταδικάζουν τους εαυτούς τους να δυστυχούν. Ο ήλιος τώρα διαπερνά το σώμα σου.
Περπατάς. Κάθε έννοια σκοπού παραμερίζεται μπροστά στην αδήριτη ανάγκη της κίνησης. Διψάς. Αναρωτιέσαι πού βρίσκεται η θάλασσα. Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο, το ένα μπροστά, ύστερα το δεύτερο, ώσπου τη βλέπεις. Η ζέστη του μεσημεριού αφόρητη. Το σώμα σου αποβάλλει ιδρώτες και μυρωδιές. Ακουμπάς το νερό, πρώτα οι πατούσες, ύστερα τα γόνατα, οι γοφοί, το παγωμένο νερό ξεπλένει το σώμα, καλύπτει το στόμα, βουλώνει τα αυτιά, σε ντύνει με τη σωτήρια σιωπή του βυθού, το μυαλό σου νεκρώνει, νιώθεις να συρρικνώνεσαι. Επιτέλους κενός. Γυρίζεις προς την όχθη, περπατάς ώς την άμμο, βγάζεις τα παπούτσια, τα ρούχα, η άμμος μαλάζει τα πέλματα. Δεν ξέρεις πού θες να πας. Κοιτάζεις γύρω σου. Κόκκινα βουνά και πέτρες που ξεπροβάλλουν σφηνωμένες από το έδαφος. Κίτρινα ξερά χόρτα, αγκαθωτοί θάμνοι. Περπατάς δίπλα στο νερό.
Οι ώρες περνούν, νυχτώνει, κι ύστερα ξημερώνει, κι αυτή η παραλία φαίνεται να μην τελειώνει πουθενά, κι εσύ περπατάς, κι όσο κινείσαι προς τα πίσω τόσο η εξάντληση φαντάζει μακρινή. Νιώθεις το σώμα σου να δυναμώνει.
Κάπου μακριά, διακρίνεις δύο φιγούρες. Το τοπίο γίνεται γνώριμο, η παραλία, το μέρος που περνούσες τα καλοκαίρια σου παιδί. Πλησιάζεις, οι δύο φιγούρες τώρα αναγνωρίσιμες, η αδελφή σου φοράει μπρατσάκια, παίζει στην ακροθαλασσιά, εσύ ξαπλωμένος στην άμμο, ανέγγιχτος από τη ζωή, ανυποψίαστος, απολαμβάνεις τον ήλιο, όταν ακούς τη φωνή της, το ένα μπρατσάκι παρασύρεται από το κύμα στα ανοιχτά, βλέπεις τον έφηβο εαυτό σου να σηκώνεται και να τρέχει γελαστός προς τη θάλασσα, ε, θα στο φέρω, μη φωνάζεις, τον ακούς να λέει, πρόσεχε, σκέφτεσαι, τον βλέπεις να γλιστρά και να πέφτει, νιώθεις ξανά το βράχο να σκάβει τον αγκώνα σου, σηκώνεις το χέρι και το σημάδι σου ματώνει ξανά, όπως τότε, και το αίμα ξεχύνεται και σχηματίζει νέες φλέβες στο χέρι σου. Μένεις ακινητοποιημένος, ύστερα στρέφεσαι στη θάλασσα, περπατάς και γονατίζεις εκεί που σκάει το κύμα, και με τις χούφτες φέρνεις το αλμυρό νερό στα χείλη, και ύστερα στην πληγή. Ο πόνος κατακλυσμικός: όμως ξεπλένεται μαζί με το αίμα που αποβάλεις.
Αφήνεις το αλάτι να κάνει τη δουλειά του. Παίρνεις το δρόμο του γυρισμού για το παρόν σου.
Ο Μάνος Μπονάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.