Για το μυθιστόρημα του Philip K. Dick Το ηλεκτρικό πρόβατο (μτφρ. Δημήτρης Θ. Αρβανίτης, εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ένα από τα αμέτρητα συμπλέγματα του ανθρώπου, κι ένα από τα λιγότερα γνωστά, είναι εκείνο που ο Ισαάκ Ασίμοφ, στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του Εγώ, το ρομπότ (1950), ονομάζει «φρανκενσταϊνικό σύμπλεγμα»: είναι ο φόβος της επικίνδυνης γνώσης, ο φόβος του ανθρώπου ότι θα κατασκευάσει ένα τεχνολογικό αντικείμενο και θα απελευθερώσει μια δύναμη που θα ξεφύγει από τον έλεγχό του, γεγονός που θα έχει τραγικά αποτελέσματα για το παρόν και το μέλλον του. Αυτός ο ανθρώπινος φόβος είναι μεν αρχέγονος –μπορούμε ίσως να φανταστούμε τι ένιωσαν οι πρώτοι άνθρωποι που ανακάλυψαν/εφηύραν τη φωτιά όταν έβαλαν την πρώτη πυρκαγιά και κατέκαψαν το περιβάλλον τους–, αλλά οξύνθηκε με την επιστημονική επανάσταση των Νέων Χρόνων και οξύνεται σε πλήρη αναλογία με τη σύγχρονη τεχνοεπιστημονική εξέλιξη.
O άνθρωπος μοιάζει σαν να έχει κατασκευάσει τον εαυτό του, τη σωματική όσο και νοητική του ρέπλικα, οπότε αρχίζουν τα βασανιστικά ερωτήματα: Σε τι διαφέρω από αυτό; Εγώ αισθάνομαι και σκέπτομαι, αυτό αισθάνεται και σκέπτεται; Ποιος είναι (πιο) πραγματικός ή/και ανθρώπινος, εγώ ή αυτό;
Ο εν λόγω φόβος παίρνει δε διαστάσεις ακραίου τρόμου όταν το σχετικό τεχνολογικό αντικείμενο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ή μάλλον αυτό που ονομάζεται «ανδροειδές», ένα αυτόνομο ομοίωμα ανθρώπου, ένα τεχνούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Τη λέξη «ανδροειδές» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο γάλλος συγγραφέας του 19ου αιώνα Βιλιέ ντε Λιλ-Αντάμ αναφερόμενος σε μια τεχνητή γυναίκα, αλλά προφανώς εννοούνται και οι τεχνητοί άνδρες. Εδώ ο άνθρωπος μοιάζει σαν να έχει κατασκευάσει τον εαυτό του, τη σωματική όσο και νοητική του ρέπλικα, οπότε αρχίζουν τα βασανιστικά ερωτήματα: Σε τι διαφέρω από αυτό; Εγώ αισθάνομαι και σκέπτομαι, αυτό αισθάνεται και σκέπτεται; Ποιος είναι (πιο) πραγματικός ή/και ανθρώπινος, εγώ ή αυτό;
Ιδού μερικά από τα ερωτήματα που απασχόλησαν, ή μάλλον ταλάνισαν σε βαθμό οριακής παράνοιας, τον Φίλιπ Κ. Ντικ, έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ), το έργο του οποίου κατόρθωσε εντέλει, όπως ποθούσε ο ίδιος, να υπερβεί τα όρια επίδρασης αυτού του λογοτεχνικού genre και να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό – αυτό συνέβη είτε με κάποια βιβλία του, είτε μέσα από ταινίες με αφορμή ορισμένες εκπληκτικές ιστορίες του. Η πιο διάσημη σχετική ταινία είναι το Blade Runner (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ, που πήρε (αλλά και παράλλαξε) την κεντρική ιστορία από το μυθιστόρημα του Ντικ Do Androids Dream of Electric Sheep? (1968). Το έργο του Ντικ είχε μεταφραστεί από τον Δημήτρη Αρβανίτη ως Το ηλεκτρικό πρόβατο (Ars Longa, 1985) και πλέον κυκλοφορεί σε αναθεωρημένη μετάφρασή του (Κέδρος, 2015).
Το βιβλίο μάς μεταφέρει στην Καλιφόρνια του 1992, που ναι μεν για εμάς ως εποχή έχει παρέλθει, αλλά αυτό δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τη δύναμη της ιστορίας. Ύστερα από τον «Τελικό Παγκόσμιο Πόλεμο», η ραδιενεργή μόλυνση και σκόνη έχει διαχυθεί στον πλανήτη σκοτώνοντας τα περισσότερα είδη ζώων και αλλοιώνοντας τη φύση των ανθρώπων. Οι «κανονικοί» δεν έχουν ακόμα εκφυλιστεί και έτσι επιτρέπεται να αναπαραχθούν, όπως και να μεταναστεύσουν σε εξωγήινες αποικίες μαζί με βοηθητικά ανδροειδή, ενώ οι «ιδιαίτεροι» παραμένουν στη Γη και υφίστανται περαιτέρω τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ο πρωταγωνιστής Ρικ Ντέκαρντ συνεργάζεται με την αστυνομία ως κυνηγός επικηρυγμένων ανδροειδών τα οποία, αφού πρώτα σκότωσαν τα αφεντικά τους, στη συνέχεια ταξίδεψαν ώς τη Γη. Αυτό έχουν κατορθώσει τα πλέον προχωρημένα ανδροειδή, τα Νέξους-6, οργανικά κατασκευάσματα της γιγάντιας «Εταιρείας Ρόζεν» τα οποία διαφέρουν ελάχιστα από τους «αυθεντικούς» ανθρώπους. Έργο του Ντέκαρντ είναι να εντοπίσει, να ξεχωρίσει και να «αποσύρει» τα ανεξέλεγκτα ανδροειδή, κάτι που θα του αποφέρει αρκετό εισόδημα ώστε να ικανοποιήσει μια βαθιά επιθυμία του: να αποκτήσει ξανά ένα «αληθινό» ζώο, εκτός από το ηλεκτρικό πρόβατο το οποίο φροντίζουν μαζί με τη γυναίκα του.
Στην πορεία του κυνηγιού του ο Ντέκαρντ οφείλει να επιστρατεύσει μια ειδική συσκευή που φαίνεται να εγγυάται τη διάκριση ανθρώπου και ανδροειδούς: κριτήριό της δεν είναι η νοημοσύνη αλλά η ενσυναίσθηση.
Επειδή η εξέταση του μυελού των οστών, που θα έδειχνε την αλήθεια, δεν επιτρέπεται νομικά σε ζωντανά όντα, στην πορεία του κυνηγιού του ο Ντέκαρντ οφείλει να επιστρατεύσει μια ειδική συσκευή που φαίνεται να εγγυάται τη διάκριση ανθρώπου και ανδροειδούς: κριτήριό της δεν είναι η νοημοσύνη (εξάλλου τα Νέξους-6 είναι πιο ευφυή από πολλούς ανθρώπους) αλλά η ενσυναίσθηση. Αν διαθέτει ενσυναίσθηση, τότε είναι άνθρωπος, ενώ αν δεν διαθέτει, τότε είναι ένα ανθρωποειδές ρομπότ, ή ορθότερα, ένα «οργανικό ανδροειδές» (η οργανικότητα είναι αυτό που καθιστά δυσδιάκριτη τη διαφορά ανθρώπου και ρέπλικας). Η διαδικασία απόδειξης δεν είναι πάντως τόσο απλή όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αφού στην πορεία πολλά θα ανατραπούν, άνθρωποι και ανδροειδή θα αλληλοκατηγορηθούν ως ψεύτικοι και θα αλληλοεξοντωθούν, ενώ και η πραγματική φύση του ίδιου του Ντέκαρντ θα τεθεί σε αμφιβολία, τόσο για τους άλλους όσο και για τον ίδιον.
Δύο κεντρικές φυσιογνωμίες που μοιάζουν να βρίσκονται υπεράνω των ανθρώπων και να τους ελέγχουν, ο Μέρσερ (μια μεσσιανική φιγούρα που έχει ιδρύσει μια νέα θρησκεία) και ο Φίλιος Φίλτατος (ο απόλυτος άρχων της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου), θα διαδραματίσουν επίσης τον δικό τους ρόλο στα τεκταινόμενα. Τα δε ονόματα των πρωταγωνιστών του Ντικ είναι σημαδιακά: ο Ντέκαρντ φέρνει στον νου τον Ντεκάρτ και τον δυισμό ψυχής και σώματος, ενώ ο Μέρσερ μοιάζει να προέρχεται από το έλεος (mercy), παραπέμποντας τόσο στον χριστιανικό Θεό όσο και σε ένα ακόμα πιθανό κριτήριο διάκρισης των ανθρώπων από τα κατασκευάσματά τους. Στην πορεία του κυνηγιού ο Ντέκαρντ θα έρθει σε ιδιαίτερα στενή επαφή με το ανδροειδές Ρέιτσελ Ρόζεν (στην ταινία το έπαιζε η αλησμόνητη Σον Γιανγκ, βλ. φωτογραφία από πάνω), ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξει και ο Τζον Ισιντόρ, ένας παραμένων στη Γη που θα υποστεί την εκμετάλλευση των ανδροειδών.
Ο Philip K. Dick
|
Ο Ντικ αξιοποιεί διάφορες φουτουριστικές τεχνολογίες που δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλείται «σκληρή ΕΦ» και δεν αναλύονται με πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, συνεπώς δεν είναι δύσκολο να τις εξεικονίσουμε στον νου μας: κονσόλες που επηρεάζουν τεχνητά τα συναισθήματα (σε ένα από τα αρκετά στιγμιότυπα που σατιρίζουν τον σύγχρονο κόσμο, το πάτημα του αριθμού 888 είναι «η επιθυμία να δεις τηλεόραση, ό,τι κι αν έχει»), χόβερκαρ, ανθρώπινες κατοικίες στον Άρη, εξελιγμένα όπλα, μηχανικά ζώα, προσθήκη τεχνητών αναμνήσεων (από τις αγαπημένες τεχνολογίες του Ντικ) κ.ά. Η συμπερίληψη όλων αυτών των τεχνολογιών γίνεται με ομαλό και πειστικό τρόπο, χωρίς να δυσχεραίνει την πορεία της κεντρικής ιστορίας προς την τελική λύση – από αυτή την άποψη, το Ηλεκτρικό πρόβατο είναι ένα από τα πιο βατά μυθιστορήματα του Ντικ.
Το φόρτε του εν λόγω βιβλίου του Ντικ (όπως και αρκετών άλλων βιβλίων του) δεν είναι πάντως τόσο ο κατασκευασμένος φουτουριστικός κόσμος, όσο τα στοχαστικά ερωτήματα που τίθενται στους ανθρώπους (και στα ανδροειδή) που ζουν στον συγκεκριμένο κόσμο. Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: «τι είναι πραγματικά ανθρώπινο και με τι κριτήρια μπορώ να το διαχωρίσω από το μηχανικό (και το ζωικό);». Αυτό, ως ερώτημα, συγγενεύει αλλά δεν ταυτίζεται με το ερώτημα «είμαι (δηλαδή είναι ο εγκέφαλός μου) μια μηχανή;» και αυτή η μερική σύγχυση σχετικών μα όχι ταυτόσημων ερωτημάτων οδηγεί συχνά τους αναγνώστες, οσοδήποτε «καλλιεργημένους» (ενίοτε, ιδίως αυτούς), να απορρίπτουν την ΕΦ με την ιδέα ότι αυτή προκρίνει αποκλειστικά την κοσμοεικόνα του ανθρώπου ως μηχανής. Απεναντίας, η καλή ΕΦ είναι πολύ πιο πλούσια, ευφάνταστη και περίπλοκη από αυτή την περιοριστική και υποτιμητική για την ΕΦ εικόνα.
Ο Ντικ είναι ουσιαστικά ένας μεταμοντέρνος ρομαντικός: πιστεύει στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου και συνάμα θεωρεί πως μια γιγάντια, μοχθηρή εξουσία εκεί έξω περιορίζει τον άνθρωπο και τον καθιστά στην καλύτερη περίπτωση έρμαιό της, ενώ στη χειρότερη περίπτωση εγκληματία.
Στο Ηλεκτρικό πρόβατο η ενσυναίσθηση, με όλες τις εκπληκτικές περιπλοκές της (ο Ντικ πραγματεύεται π.χ. τη γέννηση μιας ιδιαίτερης ενσυναίσθησης προς τα ανδροειδή και προς τα μηχανικά ζώα, καθώς και τη συνουσία ανθρώπων-ανδροειδών), είναι το κριτήριο διάκρισης. Σε άλλα κείμενα του Ντικ, το κριτήριο αυτό είναι η καλοσύνη ή η αγάπη. Ο Ντικ είναι ουσιαστικά ένας μεταμοντέρνος ρομαντικός: πιστεύει στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου και συνάμα θεωρεί (επηρεασμένος από γνωστικιστικές αντιλήψεις) πως μια γιγάντια, μοχθηρή εξουσία εκεί έξω (θεότητα, κράτος, ολοκληρωτική τεχνολογική κοινωνία κ.λπ.) περιορίζει τον άνθρωπο και τον καθιστά στην καλύτερη περίπτωση έρμαιό της, ενώ στη χειρότερη περίπτωση εγκληματία. Στο Ηλεκτρικό πρόβατο τα ανδροειδή, καθώς δεν διαθέτουν αλτρουιστικά γνωρίσματα, παρουσιάζονται πρώτα ως δολοφόνοι και στη συνέχεια ως βασανιστές.
Ωστόσο, και πάλι αυτές οι διακρίσεις είναι ρευστές: εξάλλου, ούτε τα ανδροειδή ήταν αυτά που επινόησαν εξαρχής τον φόνο ούτε οι περισσότεροι άνθρωποι φημίζονται για την ιδιαίτερη ενσυναίσθησή τους… Τίποτα στον Ντικ (στο έργο του, ενδεχομένως και στο μυαλό του) δεν ήταν πάγιο, σταθερό, αντικειμενικό: αυτή η αίσθηση της ακατάσχετης εντροπίας και παράνοιας, που προφανώς θα ήταν αδιανόητα βασανιστική σε προσωπικό επίπεδο, γέννησε ένα πλούσιο έργο με προεκτάσεις τις οποίες δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί στο έπακρο. Δεν είναι τυχαίο πως συνολικά δώδεκα διηγήματα και μυθιστορήματα του Ντικ έχουν γίνει ταινίες: η λίστα υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, μαζί με ένα Χρονολόγιο για τον συγγραφέα, ενώ υπάρχει και μια κατατοπιστική εισαγωγή του μεταφραστή. Αυτό, μεταξύ άλλων, αποδεικνύει την εξαιρετική γονιμότητα του έργου του και των βαθιών ερωτημάτων που θέτει στον άνθρωπο του 21ου αιώνα.
Το Ηλεκτρικό πρόβατο, ένα φουτουριστικό μυθιστόρημα με ξεχωριστές φιλοσοφικές προεκτάσεις, καθώς και μια αστυνομική ιστορία με μια οξυδερκή ειρώνευση ορισμένων στρεβλώσεων της τεχνολογικής κοινωνίας, είναι πλέον, μισό αιώνα μετά την έκδοσή του, ένα κλασικό βιβλίο, ένα καλτ αριστούργημα.
Ο προγραμματισμός των ανδροειδών, υποδηλώνει με το συνολικό έργο του ο Ντικ, μπορεί εντέλει να μη διαφέρει και πολύ από τον προγραμματισμό των σύγχρονων ανθρώπων. Παράλληλα, όσο πιο τεχνολογική γίνεται μια κοινωνία, τόσο εντείνεται η υβριδοποίηση των πάντων: με την αυξανόμενη σύμμειξη οργανικού και μηχανικού, κάθε διάκριση, κάθε δυισμός, δυσχεραίνεται. Αν προσθέσουμε τη γενικευμένη παράνοια (αγαπημένο θέμα και του Πίντσον), τη μοναξιά και την αποξένωση, την εντροπία («σαβουροποίηση» την ονομάζει ο Ντικ) που καταρρίπτει κάθε σχέδιο απόλυτου εξορθολογισμού του κόσμου (μιας και αναφέρθηκε πιο πριν: αυτό το όνειρο φαίνεται να έτρεφε ο σπουδαίος επιστήμονας και συγγραφέας Ασίμοφ, στο έργο του οποίου τα ρομπότ, υπακούοντας στους τρεις νόμους της ρομποτικής του, συμπεριφέρονται καλά απέναντι στους ανθρώπους και τους βελτιώνουν τη ζωή), τη γιγάντωση των πολυεθνικών εταιρειών, ακόμα και εκτός Γης (θέμα με το οποίο ασχολήθηκε και το κυβερνοπάνκ, από τη δεκαετία του 1970 και εξής), τότε έχουμε μια συνολικότερη εικόνα της δυστοπικής προβληματικής του αμερικανού συγγραφέα.
Άνθρωπος με απίστευτα ταραχώδη ζωή (φτώχεια, κατάχρηση ναρκωτικών, απόπειρες αυτοκτονίας, εισαγωγή σε άσυλα, πέντε γάμοι, πραγματικά ή φαντασιωτικά προβλήματα με τις μυστικές υπηρεσίες) και συγγραφέας με μια αναγνώριση που άργησε να έρθει, ο Φίλιπ Ντικ τόλμησε να υπερβεί όρια μπροστά στα οποία οι περισσότεροι έχουν δειλιάσει, να εξερευνήσει κολασμένα τοπία του νου και να αναζητήσει απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσε και ήταν μπροστά από την εποχή του. Το Ηλεκτρικό πρόβατο, ένα φουτουριστικό μυθιστόρημα με ξεχωριστές φιλοσοφικές προεκτάσεις, καθώς και αστυνομική ιστορία με μια οξυδερκή ειρώνευση ορισμένων στρεβλώσεων της τεχνολογικής κοινωνίας, είναι πλέον, μισό αιώνα μετά την έκδοσή του, ένα κλασικό βιβλίο, ένα καλτ αριστούργημα, όχι μόνο στο πλαίσιο της ΕΦ, αλλά και της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Το γεγονός δε ότι ένα τέτοιο βιβλίο δεν εκδόθηκε ξανά στην Ελλάδα από κάποιον εξειδικευμένο στην ΕΦ οίκο, αλλά από έναν μεγάλο οίκο που εκδίδει λογοτεχνικά έργα απευθυνόμενα σε όλους, είναι απολύτως καλοδεχούμενο, καθώς έτσι μπορεί να στρέψει το βλέμμα περισσότερων αναγνωστών προς ένα genre που αδίκως εκλαμβάνεται ως αποπαίδι της λογοτεχνίας. Και είναι κάτι που σίγουρα θα άρεσε στον ίδιον.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Το ηλεκτρικό πρόβατο
Philip K. Dick
Μτφρ. Δημήτρης Θ. Αρβανίτης
Κέδρος 2015
Σελ. 272, τιμή εκδότη €13,50