Για το δοκίμιο του Γρηγόρη Μ. Σηφάκη Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας (εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Η πραγματικότητα είναι ότι μέσα στην προσπάθειά τους να μεταμορφωθούν από χωρικοί σε αστούς οι Νεοέλληνες άφησαν πίσω τους, στα χωριά τους, τον λαϊκό πολιτισμό και ακολούθησαν σαν μαγεμένοι τις Σειρήνες της δυτικής μαζικής κουλτούρας, μόλις άρχισαν να συρρέουν στις πόλεις –και τελικά στην Αθήνα– αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (πρόκειται για ισχυρό ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης που δεν έχει σταματήσει έκτοτε). Δεν θέλω να πω ότι ο παραδοσιακός πολιτισμός θα μπορούσε να επιζήσει ξεχωριστά και έξω από το κοινωνικό του περιβάλλον· θα μπορούσε όμως να μετεξελιχθεί, όπως έγινε σε ελάχιστες περιπτώσεις (από τις οποίες η πιο σημαντική είναι εκείνη του Σολωμού). Αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι απωθήθηκε και περιθωριοποιήθηκε συνειδητά από το κράτος, το σχολείο της καθαρεύουσας, και τους δυτικοστρεφείς λογοτέχνες και λογίους». Λίγο ως πολύ με τούτα τα λόγια, και με δυο κουβέντες για το μέλλον της λαογραφίας στην Ελλάδα, κλείνει πικρά ο κ. Σηφάκης, ομότιμος καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Νέας Υόρκης, τη συλλογή δοκιμίων με τίτλο Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας.
Το φάντασμα όμως αυτού του πολιτισμού υπάρχει στα λόγια μας, ο ψιθυριστός απόηχός του υπάρχει στην ποίηση και την πεζογραφία μας· ρέει κρυφός όπως οι αθηναϊκοί μπαζωμένοι ποταμοί κάτω από τα πόδια μας, ο Κηφισός, ο Ιλισσός κι ο Ηριδανός, ψάχνοντας γι’ άνοιγμα για να αναβρύσει.
Το φάντασμα όμως αυτού του πολιτισμού υπάρχει στα λόγια μας, ο ψιθυριστός απόηχός του υπάρχει στην ποίηση και την πεζογραφία μας· ρέει κρυφός όπως οι αθηναϊκοί μπαζωμένοι ποταμοί κάτω από τα πόδια μας, ο Κηφισός, ο Ιλισσός κι ο Ηριδανός, ψάχνοντας γι’ άνοιγμα για να αναβρύσει. Τα ριζίτικα (τραγούδια που έλεγαν οι «ριζίτες», οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της δυτικής Κρήτης, σ’ αντιδιαστολή προς τους «καμπίτες»), που μ’ αυτά καταπιάνεται ο κ. Σηφάκης στο πρώτο του δοκίμιο, θα μπορούσαν έτσι ν’ αποκτήσουν, εδώ, και μια δεύτερη σημασία: αυτήν της ρίζας, ενός πράγματος αθέατου μα ζωογόνου.
Μέσα από αυτά τα σύντομα τραγούδια, θεωρώντας τα ως απλουστευτικό και εξιδανικευτικό καθρέφτη της ζωής όσων τα τραγουδούσαν, προσπαθεί να ανασυστήσει τούτη τη ζωή με την ειδυλλιακή και με τη σκληρή της όψη – και στέκεται ιδιαίτερα στο γνωστό «Πότε θα κάμει ξαστεριά», που στο δοκίμιο «Προβλήματα έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών» το ακολουθεί στις διάφορες παραλλαγές του, μακριά από το νόημα που έφτασε τελικά να πάρει στα χρόνια της δικτατορίας.
Στο «Πρόβλημα της προφορικότητας στη μεσαιωνική δημώδη γραμματεία» γράφει: «Η πρωτοτυπία είναι (…) απολύτως εσφαλμένο κριτήριο αξιολόγησης της μεσαιωνικής –και κάθε άλλης συμβατικής– τέχνης, γιατί περιορίζεται σε επιμέρους ευρήματα και επινοήσεις. (…) Το ορθό κριτήριο για τα έργα που μας απασχολούν είναι η δημιουργικότητα, και δημιουργικός είναι ο καλλιτέχνης που μπορεί να κάνει καλύτερα αυτό που κάνουν οι άλλοι μέτρια».
Νιώθω ότι το παραπάνω είναι εντέλει ο οδηγός για να διαβαστούν όλα τα κείμενα εδώ. Έτσι, οι «λογότυποι», φράσεις που απαράλλακτες ή ελαφρά παραλλαγμένες επαναλαμβάνονται σε νοηματικά παραπλήσια σημεία, δεν είναι απλά «κλισέ», «ευκολίες» στις οποίες καταφεύγει ο ποιητής είτε του έπους (ομηρικού ή ακριτικού) είτε του δημοτικού τραγουδιού. Έχουν μια «στιλπνή τελειότητα», γράφει ο κ. Σηφάκης («Οι λογότυποι και οι συγγενείς τους. Σημειωτική προσέγγιση της στιχουργίας στον Όμηρο και το δημοτικό τραγούδι»), «που οφείλεται ακριβώς στην επαναλαμβανόμενη χρήση τους· και αντιστρόφως, η επαναλαμβανόμενη χρήση τους οφείλεται στο ότι οι φόρμουλες δίνουν τέλεια μορφή σε ιδέες, εικόνες και έννοιες ζωτικής σημασίας για τον κόσμο της παραδοσιακής ποίησης, και αποτελούν τους πιο χαρακτηριστικούς δείκτες του ύφους της. Έτσι, κανένας μεταφραστής δεν θα αποχωριζόταν εύκολα μια φράση όπως: έφεξ’ η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα (Εφταλιώτης), όσες φορές κι αν χρειαζόταν να αναφερθεί στη χαραυγή μιας νέας ημέρας». Και παρόμοια, σ’ άλλο δοκίμιο («Το πρόβλημα της προφορικότητας στη μεσαιωνική δημώδη γραμματεία»): «Ποιον λόγο θα είχε να ψάξει ο μεσαιωνικός ποιητής για να βρει, π.χ., καλύτερο ή άλλον τρόπο να περιγράψει τη γυναικεία χάρη από τον στίχο: το κλίμα του τραχήλου της και το υπολύγισμά της;»
Κάποιοι μάλιστα λογότυποι, μάρτυρες μιας θαυμαστής συνέχειας, επιζούν από τον Όμηρο ως τα δημοτικά τραγούδια (ότι σε λέγω αλήθειαν – αληθείην καταλέξω· και κάθουνται και κλαίουν – κλαίε καθήμενος· και έκλαιεν και οδύρετον – κλαίεις και οδύρεαι).
Κάποιοι μάλιστα λογότυποι, μάρτυρες μιας θαυμαστής συνέχειας, επιζούν από τον Όμηρο ως τα δημοτικά τραγούδια (ότι σε λέγω αλήθειαν – αληθείην καταλέξω· και κάθουνται και κλαίουν – κλαίε καθήμενος· και έκλαιεν και οδύρετον – κλαίεις και οδύρεαι). Και υπό το πρίσμα αυτό, όχι μιας ληξιπρόθεσμης πρωτοτυπίας αλλά της δημιουργικότητας μέσ’ από τη συνέχεια, μπορεί να εννοήσει κανείς το έργο κορυφαίων δημιουργών σαν τον Όμηρο ή τον Κορνάρο, ή τον Μπαχ. Για τον τελευταίο, έγραψε ο Μπέλα Μπάρτοκ: «Το έργο του είναι σύνοψη της μουσικής εκατό περίπου ετών πριν από αυτόν. Το μουσικό του υλικό είναι θέματα και μοτίβα που χρησιμοποίησαν οι προγενέστεροί του. (…) [Μήπως] αυτό αποτελεί λογοκλοπή; Κάθε άλλο. Για έναν καλλιτέχνη δεν είναι μόνο ορθό να έχει τις ρίζες του στην τέχνη των προηγούμενων εποχών· είναι αναγκαίο».
Παρόμοια, με το έργο του ο Όμηρος συνόψισε την προφορική παράδοση πολλών αιώνων. Καθώς και ο Ερωτόκριτος, σύνοψη μιας μεγάλης παράδοσης αλλά και ταυτόχρονα ποίημα νέο και πρωτότυπο. Έγραψε γι’ αυτόν ο Σεφέρης: «Η γλώσσα του (…) είναι η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεώτερος Ελληνισμός. Και η εντέλεια αυτής της γλώσσας φανερώνεται ακόμη πιο καθαρά με τον δεκαπεντασύλλαβο, που είναι ο στίχος που πλησίασε πιο κοντά από κάθε άλλο ρυθμό το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας».
Την ιστορία του δεκαπεντασύλλαβου ξεδιπλώνει ο κ. Σηφάκης στο δοκίμιό του «Για τη γέννηση και τη δομή του δεκαπεντασύλλαβου», ως τη διάσπασή του σε ιαμβικό οκτασύλλαβο σε μοιρολόγια της Μάνης που ο ρυθμός τους μεταδίδει «μια σχεδόν απτή αίσθηση άγχους», όπως στο «Του Καλοπόθου ο γδικιωμός», με την τρομερή εκδίκηση που παίρνει μια αδελφή για το χαμό του αδελφού της, δηλητηριάζοντας τον άντρα της και τον κουνιάδο της.
Άλλα δοκίμιά του, πάλι, καταγίνονται με τις παραλογές ή με την ποιητική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών («Αηδονολάλειε, στήθος μου»). Εντέλει, βιβλία σαν αυτό εδώ του κ. Σηφάκη είναι πολύτιμα. Στη ζωή και την τέχνη, μετέωρες όπως είναι πάντα σ’ ένα φευγαλέο θαμπό «τώρα», το δημιουργικό κοίταγμα πίσω είναι συχνά και το πιο καθαρό κοίταγμα μπρος.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα τραγούδια, λοιπόν, στα οποία θα αναφερθώ, ολιγόστιχα καθώς είναι και σαν αποσπασματικά, δεν έχουν την έκταση που θα χρειαζόταν για να αναπτύξουν την αφήγηση ενός ολοκληρωμένοι περιστατικού, με αρχή, μέση και τέλος. Συχνότερα υποδηλώνουν μάλλον παρά δηλώνουν, υπαινίσσονται παρά εξεικονίζουν, και μοιάζουν με συστάδες ψηφίδων από ένα μεγάλο ψηφιδωτό, που δεν μπορούμε ποτέ να το δούμε ολόκληρο, αλλά το φανταζόμαστε· και με τα πολλά ακούσματα ή διαβάσματα τραγουδιών και παραλλαγών αρχίζομε να το διακρίνομε “ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι”, σαν μέσα από έναν καθρέφτη, αινιγματικά, αν μπορώ να δανειστώ εδώ τα λόγια του Αποστόλου Παύλου (Κορινθ. Α΄13.12). Το ψηφιδωτό αυτό όμως δεν είναι άλλο από την απόδοση της ίδιας της ζωής, από το είδωλο που η παραδοσιακή κοινωνία σχηματίζει για τον εαυτό της».
Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας
Γρηγόρης Μ. Σηφάκης
Κίχλη 2016
Σελ. 296, τιμή εκδότη €16,00