
Της Κατερίνας Κονιδάρη*
Έφτιαξα καφέ, άνοιξα το facebook και έμπλεξα σε τσακωμό. Είχε ανεβάσει τη φωτογραφία ενός νεκρού μετανάστη. Από κάτω έγραφε: «Κοιμηθείτε ήσυχοι εσείς, κανονίστε τα ποτάκια σας, βγείτε τις βόλτες σας, μιλήστε για τα προβλήματά μας στα ζεστά σας σπίτια. Εμείς φεύγουμε ένας ένας, είτε με μαχαίρια, είτε με τα τρένα». Ωραίος. Αυτός ο πονεμένος και εμείς οι προνομιούχοι. Κοίταξα τα σχόλια: «Να φέρουν στις κάσες τα παιδιά των δολοφόνων των μεταναστών». Είκοσι like. «Κωλοφάρα φασίστες και όλοι εσείς στο λήθαργο, θα έρθει η ώρα σας». Δεκαπέντε like. «Σύντροφε, κάτι τέτοιοι είναι χειρότεροι και από φασίστες». Επτά. Δεν άντεξα, έγραψα κι εγώ: «Δεν περίμενα ρε φίλε ότι για ένα ποτό θα γινόμουν αντίπαλός σου». Και ένας άλλος κάτω από εμένα: «Μας βάζεις όλους σε ένα τσουβάλι, γίνεσαι άδικος».
Τον είχα στο μυαλό μου και μετά από λίγο ξανακοίταξα. Εγώ και το άλλο το παιδί είχαμε γίνει πια το θέμα: «Και για εσάς τους δυο, αστοί του κερατά, που το παίρνετε προσωπικά. Εδώ πεθαίνουν άνθρωποι! Να θυμάστε όμως, όταν θα σκούζετε για βοήθεια να μην την περιμένετε, γιατί όπως στρώσατε θα κοιμηθείτε». Είκοσι επτά like. «Ψοφήστε αστοί, ερχόμαστε!» Είκοσι. «Κοίτα ρε αυτόν που νιώθει θιγμένος επειδή ο θάνατος ενός μετανάστη του πείραξε το ποτό του!» Είκοσι δύο.
Αυτό ήταν. Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Ποιος ψόφος, τι ειν’ αυτοί! Είχε εξαφανιστεί, τον έπαιρνα τηλέφωνο να δω που στο διάολο έχει χαθεί, δεν απαντούσε, και τώρα οι επαναστάτες οι φίλοι του να με βρίζουν και από πάνω και αυτός να μη λέει τίποτα! Το έβλεπα τώρα τελευταία ότι είχε ξεκόψει, τραβιόταν σε πορείες, πόσταρε φωτογραφίες αστυνομικών που καίγονταν και άρθρα για τη βία κατά των μεταναστών. Αλλά μιλάμε για τρελά πράγματα. Ακόμα και για την ΑΕΚ που έπεσε κατηγορία βρήκε να πει ότι έγινε γιατί ακολουθεί τη μοίρα των προσφύγων που είναι στην απέξω. Και εντάξει, μετανάστης ήταν και αυτός, να τα καταλάβω όλα. Αλλά εγώ απέναντι του, γιατί;
Από τότε που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη από το Ιράκ ξεκίνησε να πίνει και στην Ελλάδα ήρθε έτοιμο πρεζάκι. Μπήκε φυλακή και όταν βγήκε ξεκίνησε πρόγραμμα απεξάρτησης. Εκεί γνωριστήκαμε. Τα σκατά μας φάγαμε στην κοινότητα για να καθαρίσουμε, μέρα νύχτα μαζί. Αδέρφια ήμασταν, όταν ήταν νέο μέλος και δεν ήξερε καν ελληνικά πήγαινα μαζί του από το περίπτερο μέχρι την πρόνοια. Μετά στην επανένταξη μαζί βρήκαμε σπίτι, δουλειά, μαζί ολοκληρώσαμε το πρόγραμμα. Κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει να δει τον πατέρα του, που έμενε στην Αγγλία. Πιο μαγεμένος και από τριπάκι γύρισε που του έλεγξε τις αποσκευές στο αεροδρόμιο ένας τύπος με τουρμπάνι. Ενθουσιάστηκε από τον πολυπολιτισμικό παράδεισο. Όλα τα σύνορα που είχε περάσει μέχρι στιγμής ήταν λάθος. Οι Έλληνες έγιναν ένα μάτσο βλάχοι φασίστες τους οποίους έπρεπε να πολεμήσει. Και όλα τα δίκια του κόσμου είχε, το ξέρω, φοβόταν να κυκλοφορήσει, αλλά έτσι και αλλιώς θα έφευγε να πάει στην Αγγλία, δεν θα του κόστιζε τίποτα ο αγώνας. Ίσα ίσα, όσο χειρότερη η Ελλάδα, τόσο καλύτερος ο παράδεισος. Έτσι δεν φεύγεις πάντα; Τα ξέραμε αυτά.
Περίμενα να δω αν θα κάνει κανένα σχόλιο. Μια κοπελιά έγραψε: «Το να έχω να φάω δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ και να συμμετέχω σε κινήματα, να είμαι άνθρωπος, να παλεύω. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο». Ε, εγώ δεν συμμετέχω ούτε σε κινήματα, αλλά μαζί είχαμε παλέψει, ρε πούστη μου, για τη ζωή μας την ίδια! Αποφάσισα να του στείλω ένα μήνυμα: «Ρε μαλάκα, τι γίνεται εδώ, τι έχεις πάθει;» Δεν μου απάντησε. Έγραψε προς όλους ψύχραιμα και ανώτερα: «Ζητώ συγγνώμη από όποιον προσβλήθηκε είτε από την ανάρτηση είτε από τα σχόλια που έγιναν». Διπλά ωραίος. Και συμπλήρωσε: «Δεν βάζω κανέναν μέσα ή έξω από το τσουβάλι γιατί εγώ δεν ξέρω από διαχωρισμούς και σύνορα. Αυτό που λέω είναι ότι όσο εσείς κάθεστε η κατάσταση για εμάς χειροτερεύει. Και το παράπονό μου πάει στους φίλους μου». Ε, ρε ανωτερότητα. Μόνο να σηκώσει το τηλέφωνο δεν μπορεί. Έπρεπε να το πάρω απόφαση· ήμουν από την άλλη πλευρά των συνόρων που δεν αναγνώριζε. Τα πολύτιμα σύνορα, που αν τα περάσει θα είναι ευτυχισμένος. Η κοινωνία θα είναι πολιτισμένη, οι φίλοι του με κατανόηση, τα δίκαια όλων σεβαστά, δεν θα υπάρχει έγκλημα και θα γίνει και επανάσταση αν κανένας αστός τον παραζαλίσει - ακούω τα χρώματα! Δε μας χέζεις! Και έκλεισα τον υπολογιστή.
Οι επόμενοι μήνες πέρασαν χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Ούτε καν πολιτισμένα στο facebook. Τίποτα. Έμαθα από έναν φίλο μας ότι είχε κλείσει εισιτήριο για Αγγλία. Έλεγα μέχρι τέλος ότι μπορεί τουλάχιστον να πάρει να με χαιρετήσει, ο μαλάκας. Δεν το έκανε. Έφυγε έτσι· σαν ξένος.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ
* Η Κατερίνα Κονιδάρη, 37 ετών, είναι ψυχολόγος και σύμβουλος εξαρτήσεων με εμπειρία στο χώρο στην Ιταλία και την Ελλάδα. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα αφορούν τη φαινομενολογική ερμηνευτική των θεραπευτικών κοινοτήτων και το ρόλο των αφηγήσεων στη θεραπεία της εξάρτησης.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.
* Διαβάστε τα υπόλοιπα δημοσιευμένα διηγήματα.