
Της Βιβής Τσάκαλου*
Αράπης, είπε. Άνοιξε το στόμα της και είπε αράπης. Πού τη βρήκε αυτή τη λέξη. Πού την ξέθαψε; Η γλώσσα της στο μεταξύ πήγαινε ροδάνι: μια αραπίνα στην τουαλέτα που πρόσεχε μην τελειώσει το χαρτί υγείας, ένας αράπης στο αεροδρόμιο που δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν, κάτι αράπηδες στην υποδοχή του ξενοδοχείου που τους έδιναν ποτά (welcome drinks, διευκρίνισε).
Κι άλλα έλεγε: εύχομαι να σας αξιώσει ο θεός να πάτε κι εσείς ένα τέτοιο ταξίδι. Το ξενοδοχείο, χλιδή· είχε τα πάντα μέσα, κλαμπ, εστιατόρια, γήπεδα τένις, ούτε που χρειάστηκε να βγούμε. Καλά, είπα, δεν πήγατε να δείτε καθόλου την πόλη; Την διέκοψα απότομα, ξαφνιάστηκε. Σταμάτησε να μιλάει και με κοίταξε καλά καλά μέσα από τα γυαλιά της. Γιατί να πάμε στην πόλη, αφού τα είχε όλα το ξενοδοχείο, κλαμπάκια, εστιατόρια, πισίνες. Ναι, επέμεινα εγώ, αλλά τα παζάρια; Δεν ήθελες να δεις τα παζάρια; Εκνευρισμένα πια, απάντησε: Μας είπαν ότι είναι επικίνδυνα στην πόλη και δεν πήγαμε. Βέβαια, σκέφτηκα· εκεί θα είχε πολλούς αράπηδες… Ωστόσο δεν μίλησα. Μέσα μου έβραζα. Είκοσι χρονών και έλεγε αράπης. Είκοσι χρονών κοριτσάκι, κέρδισε με την αξία της εταιρικό ταξίδι επιβράβευσης σε προορισμό που πολλοί ονειρεύονται και τα μόνα που είχε να πει ήταν για την χλιδή του ξενοδοχείου και τους αράπηδες. Την μισούσα.
Την μισώ, σκεφτόμουν. Ντρέπομαι και φοβάμαι που είμαι δίπλα της. Σιχαίνομαι να την ακούω να μιλάει. Κάποιο λάθος έχει γίνει. Εγώ δεν ανήκω εδώ, σε αυτά τα σκαλιά, σε αυτές τις κουβέντες, σε αυτές τις λέξεις. Αυτές οι λέξεις, μαύρες, σκληρές, ολοστρόγγυλες και ταυτόχρονα αιχμηρές, πώς βρήκαν το δρόμο για τ’ αυτιά μου; Πώς βρέθηκαν τ’ αυτιά μου στο δρόμο τους; Κάποιο λάθος έγινε.
Δύσκολη μέρα. Ανεβήκαμε επάνω να πιάσουμε δουλειά. Άρχισε η team leader να μας πρήζει. Να κάνετε αυτό, να κάνετε εκείνο, η πώληση είναι ένα τρικ, ο στόχος για σήμερα είναι τόσα κομμάτια, είστε πίσω, βγαίνετε πολλή ώρα διάλειμμα, πάτε για κατούρημα πολύ συχνά, αλλά βλέπετε τι μπορείτε να κερδίσετε, είδατε τη συνάδελφο, μόλις γύρισε από το ταξίδι επιβράβευσης, σας είπε φαντάζομαι πώς πέρασε. Μας είπε, πετάχτηκα. Υπέροχα πέρασε, μόνο που είχε πολλούς αράπηδες. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Το ξεστόμισα και τη στιγμή που το είπα ένιωσα την κακία να αναβλύζει από το στόμα μου. Με κοίταξαν οι υπόλοιποι συνάδελφοι απορημένοι. Τι με κοιτάτε, ήθελα να τους φωνάξω. Ξυπνήστε ρε. Ζώα, ε ζώα.
Καθίσαμε για να αρχίσουμε τη δουλειά. Είχα υπερένταση. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Την κοίταξα. Ή δεν είχε καταλάβει το κακεντρεχές σχόλιό μου ή έκανε την αδιάφορη. Της έριχνα κάθε τόσο κλεφτές ματιές. Σιγά μην το κατάλαβε, σκεφτόμουν. Σιγά μην τη νοιάζει. Τη μισούσα κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο πολύ. Μισούσα την αμορφωσιά της, την αλαζονική νεότητά της, την άγνοιά της, το πόσο αυτάρεσκη μου φαινόταν. Νόμιζα ότι θα σκάσω. Αράπης, αράπης, αράπης. Η λέξη αναβόσβηνε στο μυαλό μου συνεχώς.
Την φώναξε η team leader να της πει κάτι. Όταν επέστρεψε ήταν και πάλι μια κοπελίτσα είκοσι χρονών. Ένα κοριτσάκι με λεπτά χαρακτηριστικά που έτρεμαν τα χείλη της από την προσπάθεια να μην βάλει τα κλάματα. Κάθισε στη θέση της αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να αρχίσει τη δουλειά. Όλη της η ενέργεια είχε επικεντρωθεί στο να μη βάλει τα κλάματα. Είσαι καλά, τη ρώτησα. Με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν ήδη υγρά. Αφέθηκε να κλαίει κανονικά. Ευτυχώς καθόμασταν παράμερα και δεν την πήρε χαμπάρι κανένας άλλος. Έλα, βρε, μην κλαις, προσπάθησα να την παρηγορήσω, αφού την ξέρεις, λέει ό,τι της κατέβει στο κεφάλι, σε όλους τα ίδια κάνει. Δεν μου είπε τι συνέβη. Κούνησε το κεφάλι της, προσπαθούσε να ρουφήξει τα δάκρυά της. Μου ζήτησε χαρτομάντιλο –ευτυχώς είχα– και πήγε στην τουαλέτα. Όταν γύρισε, η μύτη της ήταν ελαφρώς κόκκινη. Αυτό μόνο.
Μέχρι το σχόλασμα της έριχνα κλεφτές ματιές. Έτσι είναι οι άνθρωποι που λένε κάποιους άλλους ανθρώπους αράπηδες; Κλαίνε κι αυτοί; Δεν είναι τέρατα; Μετά το μάτι μου έπεσε στην αντανάκλασή μου πάνω στο τζάμι. Α, ρε προοδευτική που δεν σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου για το ρατσισμό! Τα βάζεις με ένα εικοσάχρονο που όλοι το πιέζουν για να ανταπεξέλθει σε μια άγρια πραγματικότητα. Μου έβγαλα και τη γλώσσα. Η Ελένη απέναντι με είδε και με κοίταξε παραξενεμένη.
Στο σχόλασμα συναντηθήκαμε στην είσοδο. Κοιτούσε συνοφρυωμένη το είδωλό της στην τζαμαρία. Κοντοστάθηκα. Ήθελα να της πω μια καλή κουβέντα. Με είδε που την κοιτούσα. Δεν μου λες, μου απηύθυνε το λόγο. Δεν νομίζεις ότι το ένα μου μπούτι είναι πιο χοντρό από το άλλο;
* Η Βιβή Τσάκαλου τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Ανθρωπιστικές Επιστήμες σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Είναι φανατική αναγνώστρια.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.
* Διαβάστε τα υπόλοιπα δημοσιευμένα διηγήματα.