
Της Μαρίας Ε. Δόγια *
Η μητέρα με ντύνει, μου φοράει το καλό φόρεμα, τα μαύρα λουστρίνια και μου χτενίζει τα μαλλιά. Πηγαίνουμε στο πατρικό της σπίτι. Στο σπίτι μένει η γιαγιά. Όταν μας βλέπει από το παράθυρο να σπρώχνουμε την πόρτα της αυλής, η γιαγιά τρέχει να μας καλωσορίσει. Η γιαγιά μένει σε ένα χωριό των Τρικάλων που το λένε Πυργετό. Το σπίτι έχει μια μικρή αυλή με μουριές και βασιλικούς πλατύφυλλους και είναι κοντά σε ένα παντοπωλείο που πηγαίνουμε με τη γιαγιά για να μου πάρει καραμέλες «κόκος». Τη γιαγιά μου τη λένε Νίκη και μιλάει και μια άλλη γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω. Τη γλώσσα αυτή την ξέρει και η μητέρα. Κάθονται στο μικρό σαλονάκι κι εγώ χαζεύω τις παλιές φωτογραφίες στη σερβάντα μπροστά από το σερβίτσιο του καφέ και τα πιατάκια του γλυκού. Πρόσωπα που παρήλθαν μαζί με το χρόνο φοράνε κοστούμια και φορέματα μιας άλλης εποχής.
Η γιαγιά ανοίγει τα πορτάκια της σερβάντας και παίρνει δύο φλιτζάνια. Ύστερα ψήνει τους καφέδες. Έναν για εκείνη, έναν για τη μητέρα. Ανάβουν τσιγάρο και γυρίζουν το φλιτζάνι του καφέ στο πιατάκι. Μετά, η γιαγιά παίρνει πρώτα το ένα φλιτζάνι και ύστερα το άλλο και βλέπει τα σχέδια που έχει σχηματίσει το κατακάθι. Ολάκερες ιστορίες σε γλώσσα ακατάληπτη. Τις παρακολουθώ μασουλώντας τις «κόκος». Αυτό γίνεται κάθε φορά που πηγαίνουμε στη γιαγιά. Τσιγάρο, καφές και μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Η μητέρα μιλάει μόνο με τη γιαγιά μου και τα αδέλφια της σε αυτή τη γλώσσα. Ο παππούς πέθανε όταν η μητέρα ήταν μικρή. Η μητέρα λέει ότι ο παππούς έλεγε αστεία και ότι ήταν κομμουνιστής κι έκρυβε την εφημερίδα για να μην τον καταλάβουν και τον πιάσουν για να τον βάλουν φυλακή. Φαντάζομαι τον παππού με την κρυμμένη εφημερίδα να λέει αστεία κι από μέσα του να κλαίει. Όταν γυρίζουμε στο σπίτι λέω στον πατέρα ότι η μητέρα και η γιαγιά μιλάνε σε ξένη γλώσσα. Είναι η δική τους γλώσσα. Η γλώσσα του καφέ, του τσιγάρου και των μυστικών. Στο σπίτι μας, κανένας άλλος δεν την ξέρει. Θέλω κι εγώ να μάθω αυτή τη γλώσσα, αλλά η μητέρα δεν μου μιλάει σε αυτή. Νομίζω ότι όλες οι μητέρες έχουν μια κρυφή γλώσσα που μιλάνε, όχι μόνο η δική μου. Νομίζω ότι όταν μεγαλώσω και γίνω σαν την μητέρα μου, θα μιλάμε κι εμείς σε μια γλώσσα που δεν θα την καταλαβαίνει κανένας άλλος. Θα είναι η δική μας γλώσσα και θα λέμε όλα τα μυστικά μας καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Ο πατέρας μερικές φορές λέει στην μητέρα ότι πρέπει να μου μάθει τη γλώσσα, αλλά εκείνη δε θέλει. Η γλώσσα της μητέρας, απαγορευμένη. Ένα αίνιγμα στο χρόνο. Στο σχολείο δεν μας έχουν πει ότι οι μαμάδες μιλάνε και άλλη γλώσσα. Αναρωτιέμαι αν δεν το ξέρουν. Στο σχολείο οι δάσκαλοι ξέρουν πολλά πράγματα, αλλά δε μας τα λένε όλα. Καμιά φορά η μητέρα θυμάται τα δικά της σχολικά χρόνια. Εκείνα που οι δάσκαλοι κρατούσαν βέργα πελεκητή κι έβαζαν τιμωρίες. Κι αν έλεγε καμιά λέξη στη γλώσσα της, ο δάσκαλος έβγαζε ένα λογύδριο περί ελληνικής γλώσσης κι εθνικής συνείδησης κι η βέργα κοκκίνιζε τα κατάλευκα χέρια της μητέρας. Υπάρχει κάπου κρυμμένη και μια κασέτα που ο παππούς τραγουδάει στη δική τους γλώσσα. Δεν την έχουμε ακούσει ποτέ.
Η Μαρία Ε. Δόγια γεννήθηκε το 1979 στους Σοφάδες Καρδίτσας. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Βασιλείας. Εργάστηκε ως αναπληρώτρια Κοινωνιολόγος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εδώ και περίπου έναν χρόνο ζει στο Φριβούργο.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.