Για το μυθιστόρημα του Georges Simenon «Ο Μαιγκρέ φοβάται» (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα). Στην κεντρική φωτογραφία, o Jean Gabin ως Maigret.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Επιστρέφοντας από ένα διεθνές συνέδριο της αστυνομίας, στο Μπορντώ, ο Μαιγκρέ κάνει μια στάση στην κωμόπολη Φοντεναί, για να επισκεφτεί τον παλιό του φίλο, Ζυλιέν Σαμπό, ο οποίος είναι δικαστής. Προσδοκά λίγη ησυχία μετά τη βαβούρα του συνεδρίου και ένα ήρεμο σαββατοκύριακο με τον παιδικό του φίλο. Αντ' αυτού, τον περιμένει δουλειά: οι κάτοικοι είναι τρομοκρατημένοι εξαιτίας δυο φόνων.
Το πρώτο θύμα ήταν ο εκκεντρικός αριστοκράτης Ρομπέρ ντε Κουρσόν, και το δεύτερο μια ηλικιωμένη γυναίκα, η παλιά μαμή της πόλης. Φαινομενικά, οι φόνοι δεν συνδέονται αλλά έχουν διαπραχθεί με την ίδια μέθοδο. Στο Φοντεναί, όλοι βλέπουν στον Μαιγκρέ έναν από μηχανής θεό, διότι δεν εμπιστεύονται τις αρχές της πόλης. Σύντομα, ο Μαιγκρέ θα διακρίνει το κοινωνικό/ταξικό χάσμα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και την παλιά αριστοκρατία, ένα χάσμα που μολύνει με το δηλητήριό του ακόμα και τις πιο απλές διαδικασίες. Κάτω από τη βροχή που πέφτει ακατάπαυστα, ο νεαρός γιατρός Αλαίν Βερνού θα σκοντάψει πάνω σ' ένα τρίτο πτώμα, το οποίο ανήκει στον παλαβό μεθύστακα της πόλης. Ο Σαμπό, ο ανακριτής και παιδικός φίλος του Μαιγκρέ, αδυνατεί να τα βγάλει πέρα, αλλά δεν αποφασίζει να ζητήσει επισήμως τη βοήθεια του έμπειρου φίλου του. Και ο Μαιγκρέ νιώθει φόβο - κάτι που δεν του συμβαίνει συχνά. Δεν φοβάται τον δολοφόνο αλλά την αρρώστια που φωλιάζει σ' αυτή τη φαινομενικά βαρετή και ήσυχη πολίχνη, το μίσος που μεταμορφώνει τους καθημερινούς ανθρώπους σε όχλο έτοιμο να λιντσάρει όποιον έχει την ατυχία να πέσει στα χέρια του. Με τη διακριτική παρέμβαση του Μαιγκρέ το μυστήριο θα βρει τη λύση του και το κοινό αίσθημα θα ικανοποιηθεί. Ανακουφισμένος, ο επιθεωρητής θα επιστρέψει επιτέλους στο ανοιξιάτικο Παρίσι και στη ρουτίνα του. Του απομένουν τρία χρόνια ακόμα για να βγει σε σύνταξη.
Η βροχή είναι πανταχού παρούσα σε κάθε σελίδα του βιβλίου, και όχι μόνο όταν οι ήρωες βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους. Τα βρεγμένα ρούχα που αναδίδουν μια βαριά μυρωδιά, η παγωνιά και η υγρασία στο εσωτερικό των σπιτιών, οι λάσπες και τα πλημμυρισμένα χαντάκια, τα φώτα που διακρίνονται θολά.
Το βιβλίο είναι το όγδοο από τα 13 μυθιστορήματα με ήρωα τον Μαιγκρέ που έγραψε ο Σιμενόν κατά την διαμονή του στο Κονέκτικατ, το διάστημα 1950-1955 (Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο, έγραψε άλλα 14 βιβλία, αστυνομικά και μη). Όπως λένε οι ειδικοί Σιμενόν-λόγοι, θα μπορούσε να έχει υπότιτλο το Βιβλίο της Βροχής ή το Βιβλίο του Φόβου. Πράγματι, η βροχή είναι πανταχού παρούσα σε κάθε σελίδα του βιβλίου, και όχι μόνο όταν οι ήρωες βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους. Τα βρεγμένα ρούχα που αναδίδουν μια βαριά μυρωδιά, η παγωνιά και η υγρασία στο εσωτερικό των σπιτιών, οι λάσπες και τα πλημμυρισμένα χαντάκια, τα φώτα που διακρίνονται θολά. (Σε όλα τα βιβλία του Σιμενόν, ο καιρός κατέχει σημαίνουσα θέση. Ίσως γι' αυτό ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έγραφε, στα ημερολόγιά του από την Ανατολική Αφρική: "Αν είναι να κάνεις κάμπινγκ υπό βροχή στην Αφρική, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για διάβασμα από τα βιβλία του Σιμενόν, και μ' αυτά δεν μ' ένοιαζε πόσο θα κρατούσε η βροχή").
Χαρακτηριστικό της αμερικανικής περιόδου του Σιμενόν είναι ότι αρχίζει να "εξανθρωπίζει" ιδιαίτερα τον ήρωά του: τον δείχνει να νιώθει το βάρος της ηλικίας του, να αναπολεί τις παιδικές αναμνήσεις και να συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν αντέχει στη φθορά του χρόνου. Επίσης, ο Μαιγκρέ διατυπώνει πλέον ανοιχτά τις αμφιβολίες του για το δικαστικό σύστημα και την απονομή της δικαιοσύνης, για την αποτελεσματικότητα της πάταξης του εγκλήματος, για την ενοχή και τη σημασία της. Αντιγράφω από το επίμετρο του εκδότη Σταύρου Πετσόπουλου: "Είναι απόλυτα ανατρεπτικό στην ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος το γεγονός πως ένας αστυνομικός επιθεωρητής μπορεί να έχει τέτοια στάση απέναντι στην τιμωρία, εκτός της ηθικολογίας και του γράμματος του νόμου".
Η γραφή του Σιμενόν είναι ρεαλιστική, ο λόγος του πυκνός, γεμάτος μικρές έως ασήμαντες λεπτομέρειες που αποτυπώνουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της κάθε ιστορίας.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα βιβλία του Σιμενόν, η περιγραφή της τοπικής κοινωνίας και των χαρακτήρων, πρωταγωνιστών ή κομπάρσων, παίζει καίριο ρόλο. Ίσως να είναι πιο σημαντικές οι σκέψεις του επιθεωρητή από το ίδιο το έγκλημα και την εξιχνίασή του. Αντιγράφω πάλι από το επίμετρο: "Συχνά, η τοπική άκρως συντηρητική κοινωνία της γειτονιάς ή της κωμόπολης, ύπουλη, προδοτική, που αρέσκεται να μαρτυράει, να χαφιεδίζει, να φαντασιώνει και να κατασκευάζει ενόχους, μπορεί να συντρίψει και να δολοφονήσει τελικά έναν άνθρωπο".
Η γραφή του Σιμενόν είναι ρεαλιστική, ο λόγος του πυκνός, γεμάτος μικρές έως ασήμαντες λεπτομέρειες που αποτυπώνουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της κάθε ιστορίας. Τα ρούχα, τα καπέλα και τα γυαλιά των ηρώων δίνουν το στίγμα του καθενός, όπως για παράδειγμα, στην αρχή του Ο Μαιγκρέ Φοβάται, η περιγραφή του αριστοκράτη Βερνού ντε Κουρσόν, με τον οποίο συνταξιδεύει ο επιθεωρητής. Στο δικό του επίμετρο, ο συγγραφέας Κώστας Καλφόπουλος ονομάζει τον Σιμενόν "Μπαλζάκ των μικροαστών", και τον τοποθετεί μέσα στο ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο της Γαλλίας, αλλά και της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Τα βιβλία του Σιμενόν είναι απολαυστικά. Χωρίς να καταφεύγει σε λογικά τερτίπια και τραβηγμένες πλοκές, καταφέρνει μέσα σε 200 σελίδες περίπου να αφηγηθεί μια φέτα ζωής από τη μεταπολεμική Γαλλία και τις συνήθειές της, να σκιαγραφήσει δείγματα όλων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, να τονίσει τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος στον ήρωά του και στα ήθη της χώρας του.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Ο Μαιγκρέ φοβάται
Georges Simenon
Μτφρ. Αργυρώ Μακάροφ
Άγρα 2015
Σελ. 256, τιμή εκδότη €12,00