
Του Νικόλα Περδικάρη*
Υπάρχουν, λέω στον εαυτό μου, και άλλοι «Μικροί Πρίγκιπες». Είναι κατάλευκοι και πετούν πάνω απ’ τις θάλασσες. Όλοι τους πονεμένοι άνθρωποι που έγιναν πουλιά. Μου είναι εύκολο να μιλάω γι’ αυτούς φτιάχνοντας παραμύθια. Όταν είμαι στο πέλαγος, τίποτα δεν με στεναχωρεί. Το δύσκολο είναι να τους σκέφτομαι αλλιώς, όπως είναι στ’ αλήθεια. Να τους βλέπω μπροστά μου, με την πραμάτεια τους, και να ξέρω ότι στην πραγματικότητα, δεν πέταξαν ποτέ.
Ο «δικός μου» είναι τυχερός. Απόψε θα καπνίσει δύο τσιγάρα παραπάνω. Του τα ‘δωσα επειδή ξύπνησα ευχαριστημένος. Γάμησα μια πουτάνα εχθές κι ο κόσμος μού φαίνεται σήμερα καλύτερος. Μερικές φορές, ούτε που γυρίζω να τον κοιτάξω. Δεν είναι πως δεν έχω καρδιά. Απλώς δεν μου περισσεύει πάντα. Όπως όταν οι περαστικοί δεν έχουν ούτ’ ένα κέρμα. Λένε πως το πορτοφόλι τους είναι άδειο, αλλά τουλάχιστον έχουν πορτοφόλι.
Κάθε μέρα τους βλέπω, να πηγαίνουν και να ‘ρχονται. Ένας άντρας με καρό πουκάμισο, μια χοντρή ξανθιά με το παιδάκι της. Μου φαίνονται όλοι ίδιοι, αλλά δεν είναι. Έτσι λένε και για μας. Το ξέρω. Ο Aban, στην προβλήτα, προσπαθεί να πουλήσει. «Κυρία θέλει φακό; Κύριο θέλει φορτιστή»; Σιωπή. Αποσύρεται στη σκιά. Δίπλα του, ένας άλλος, ακριβώς σαν κι αυτόν. Δύο απόβλητα σ’ ένα καλάθι. Η αφεντιά μου σε απόσταση.
Όποτε κατεβαίνω βόλτα στο λιμάνι με φωνάζουν κι εμένα, να μοιραστούμε μια μπύρα στα κλεφτά. Δεν πάω. Όταν πέφτει η νύχτα με καλούν στις παρέες τους. Δεν καταδέχομαι. Καμιά φορά ακούω, από ψηλά, τον Μεγαλοδύναμο να μου τη λέει στα ίσα.
«Τράβα να τους μιλήσεις. Κι εσύ στο ίδιο καζάνι βράζεις».
«Δεν έχω δουλειά μ’ αυτούς. Εγώ είμ’ αλλιώτικος».
«Είσαι πιο τυχερός θες να πεις. Άλλοι, στη θέση σου, κοιμούνται στα υπόγεια ή στο δρόμο».
Ο δρόμος είναι, για μένα, πολύ μακριά. Έτσι λέω. Άσχετο αν τον βρίσκω, κάθε μέρα, έξω από την πόρτα μου. Κοιτάζω αυτούς τους άθλιους, που ξεψυχάνε πίσω απ’ τις κολώνες ντάλα μεσημέρι. Μου φαίνεται αδιανόητο πως είμαστε απ’ το ίδιο πετσί. Αρνούμαι να πιστέψω πως η βρώμα τους είναι και δική μου. Νομίζετε πως εγώ δε φοβάμαι; Νομίζετε πως δεν ξέρω τι μπορεί να μου ξημερώσει; Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το να είσαι ξένος σημαίνει να έχεις προβλήματα με το χρώμα σου. Τους μιλάς και σου λένε «άσπρο, μαύρο, κίτρινο». Θαρρείς και φτιάχνουν παλέτα για να βάψουν. Άλλοι πάλι σου μιλάνε για τη γλώσσα. Λες και οι ομοεθνείς μπορούνε πάντα να συνεννοηθούν μεταξύ τους καλύτερα απ’ ότι με σένα. Οι πιο πεζοί σου κάνουν κήρυγμα για τα λεφτά. Γι’ αυτούς δεν είναι τυχαίο, που τα χρήματά σου χωρούν στην ίδια θέση με την ταυτότητά σου. Το να είσαι ξένος, λένε, σημαίνει να μην έχεις τίποτα δικό σου. Αυτό για την αρχή και για πάντα. Αφού και πλούσιος να γίνεις αργότερα, πάλι θα νοιώθεις ότι είσαι ένας άλλος ανάμεσα στους άλλους.
Δεν χρειάζεται να πας μακριά για να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό. Μια διαδρομή με το λεωφορείο σου φτάνει. Κάτσε ανάμεσα στον κόσμο και πες μου αν είσαι ξένος ή όχι. Κανένας δεν νοιάζεται για το αν φοράς γυαλισμένα παπούτσια, αν τελείωσες το πανεπιστήμιο ή αν γλύτωσες, μόλις, από την κόλαση του πολέμου. Μπορεί εσύ ν’ αγαπάς μιαν άλλη χώρα περισσότερο και απ’ την πατρίδα σου. Τόσο το χειρότερο για σένα.
Όλες οι χειρολαβές εδώ είναι πιασμένες. Τα καθίσματα όχι. «Όμορφη μέρα», λέω, σε άπταιστα ελληνικά. Η κυρία απέναντι ξαφνιάζεται. Σαν να βλέπει σκηνή από ταινία μεταγλωττισμένη. Εγώ το έργο το ‘χω ξαναδεί. Το δέρμα και τα μάτια μου με πρόδωσαν για άλλη μια φορά. Σκύβω το κεφάλι.
Δεν μου αρέσει να μιλάω για τις καλές μου πράξεις. Αλλά όταν βοηθάω άνθρωπο, αυτός είναι ένας. Όταν παίρνεις υπό την προστασία σου πολλούς, δεν καταφέρνεις τίποτα. Κι όταν μιλάω για προστασία, μη φανταστείτε τίποτα τρομερό. Ένα πιάτο φαΐ που και που κι ένα χαμόγελο. Μέχρι εκεί μπορώ. Μέχρι εκεί αντέχω. Μη με ρωτήσετε γιατί.
Του «δικού μου», για παράδειγμα, του ‘δωσα εκείνα τα τσιγάρα. Τον φαντάζομαι να χαραμίζει κιόλας το δώρο μου. Φυσάει τον καπνό του, ως το κόκαλο, μπροστά στους τουρίστες. Έτσι μου ‘ρχεται να πάω και να του πω: «Αυτά κάνεις, βρε μαλάκα, και νομίζει ο κόσμος πως την περνάμε ζάχαρη…». Στα πόδια μου, η σακούλα με τη στολή της δουλειάς. Αυτός είναι τρόπος να ζεις με αξιοπρέπεια, σκέφτομαι. Κι αμέσως με κυριεύει μια αίσθηση ανωτερότητας. Σε σύγκριση με αυτόν έχω ανέβει ένα σκαλί, λέω. Μα και τα δικά του ρούχα στολή είναι. Αφού δεν έχει άλλα να φορέσει.
Όσο κι αν τρίβεις πάντως, μερικά υφάσματα δεν καθαρίζουν ποτέ. Απόδειξη ο λεκές στην ποδιά μου. Έγινε σύμβολο. Η στάμπα της ύπαρξης μου. Όταν φύγει αυτός θα φύγω κι εγώ. Μαζί και ό,τι είμαι. Τον καιρό που ξεκίνησα στο σουβλατζίδικο είχα υπομονή. Πίστευα πως ο χρόνος θα περνούσε γρήγορα. Όσο να τυλίξεις μια πίτα. Χωρίς να το καταλαβαίνω, τύλιγα τον εαυτό μου μέσα στη λίγδα, την τσίκνα και τη θολούρα των ατμών. Αισθάνθηκα ασφαλής για λίγο. Επειδή δεν έβλεπα τι υπάρχει μπροστά μου. Σιγά-σιγά όμως το τοπίο φανερώθηκε. Κι εγώ δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κοιτάξω. Στα λερωμένα μου ρούχα, στο κούτελό μου, στον καθρέφτη της τουαλέτας. Καλύτερα να συστηθούμε απ’ την αρχή, αδελφέ μου.
Απ’ όλους όσους γνώρισα το τελευταίο διάστημα, ο παππούς στο παγκάκι μοιάζει να είναι η πιο βολική περίπτωση. Ίσως να φταίει που σήμερα έχω ρεπό και είμαι στις καλές μου.
«Πες μου κάτι πιο χαρούμενο», μου λέει. Καλά-καλά δεν ξέρω αν μ’ έχει ακούσει ώς τώρα.
«Σαν τι;», τον ρωτάω. Το παραμύθι μου, με τους γλάρους, θα του άρεσε πολύ περισσότερο, είμαι σίγουρος. Αν η ζωή δεν με είχε αλλάξει, θα το αφηγούμουν πάλι. Αντί γι’ αυτό του λέω: «Ξέρεις παππού, είμαι ο σουβλατζής της γειτονιάς σου. Ένας Πακιστανός που σιχαίνεται τον εαυτό του και τους όμοιούς του». Ο γέρος δεν μιλάει. Για μια στιγμή, σηκώνουμε και οι δύο τα μάτια μας προς τον ουρανό. Εκεί που υποτίθεται πως πετούν οι άνθρωποι που έγιναν πουλιά. Εμείς είμαστε ακόμα κάτω. Τα πόδια μας είναι βαρίδια, καρφωμένα στο τσιμέντο. Για τους περαστικούς, που μας κοιτάζουν από μακριά, είμαστε μόνο δύο φιγούρες που συναντήθηκαν τυχαία σ’ ένα πάρκο. Δυο ξένοι. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Νικόλας Περδικάρης
***
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ bookpress.gr.