Του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
Ο Γιαν Χένρικ Σβαν γεννήθηκε στη Λουντ της Σουηδίας το 1959. Είναι γόνος οικογένειας λογοτεχνών. Τον γνωρίζουμε απ’ την τακτική του συνεργασία με το περιοδικό Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη. Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου εξάλλου κυκλοφόρησε το 2002 το πρώτο του βιβλίο σε ελληνική μετάφραση, το μυθιστόρημα Η καταραμένη χαρά. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2007, απ’ τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Οι περιπλανώμενοι.
Ο Σβάν ασχολείται με τους χαμηλωμένους ανθρώπους στην ομιχλώδη πατρίδα του, αυτούς που βρίσκονται “στην απέξω”, όχι μόνο γιατί είναι αλκοολικοί ή εθισμένοι στα ναρκωτικά, αλλά επειδή δεν κατανοούν τους κοινωνικούς κώδικες. Του αρέσει όμως και η χώρα μας. Περνά τα καλοκαίρια του εδώ, στη Μεσσηνία, ομιλεί την ελληνική γλώσσα, μεταφράζει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στα σουηδικά και δυο απ’ τα εκδοθέντα μυθιστορήματά του έχουν να κάνουν με τη ζωή σε ένα ελληνικό νησί.
Το πρώτο από αυτά, τα ελληνοκεντρικά του αφηγήματα, Η Δράκαινα, δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Αυτά κι άλλα πολλά για τον συγγραφέα και το έργο του διαβάζουμε στο κατατοπιστικότατο Επίμετρο της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, που συνοδεύει την ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος Τα μηχανάκια του Μανόλη (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2013), του δεύτερου μυθιστορήματος του Σβαν που διαδραματίζεται στην Ελλάδα· σε ένα ελληνικό νησί, όπως ανέφερα πιο πριν.
Ποιος είναι ο Μανόλης
Αντί για γάιδαρο προτίμησε μηχανάκι. Εξάλλου, δεν μπορείς να πας στα μπουζούκια καβάλα σε γάιδαρο
Είναι νησιώτης, αναγνωρίσιμη φιγούρα, παρόλο που δεν είναι ψαράς, ούτε έχει καΐκι να κάνει βόλτα τους τουρίστες και να τους πηγαίνει σε απόμερες παραλίες, ούτε κι έχει rooms to let. Είναι μάστορας. Μπογιατζής, σοβατζής. Με την ταβανόβουρτσα και το μυστρί φρεσκάρει και μερεμετίζει τα σπίτια του νησιού. Για τις μετακινήσεις του έχει ένα μηχανάκι, πιο πριν είχε ένα άλλο μα χάλασε, όπως χάλασε και το προηγούμενο και το άλλο το πιο παλιό. Τα μηχανάκια χαλάνε. Ο Μανόλης είναι τώρα στο πέμπτο μηχανάκι. Μετράει τη ζωή του με τα μηχανάκια του. Αν είχε διαλέξει γάιδαρο για τις μετακινήσεις του, όπως ένας άλλος προγενέστερος Μανόλης, τώρα θα ήταν στον τρίτο γάιδαρο, διότι οι γάιδαροι είναι μακροβιότεροι απ’ τα μηχανάκια και επίσης δίνουν και λίπασμα και μπορείς και να γέρνεις το κεφάλι σου πάνω τους, να τυλίγεις τα χέρια σου στον λαιμό τους. Όμως ο Μανόλης αντί για γάιδαρο προτίμησε να πάρει μηχανάκι. Εξάλλου, δεν μπορείς να πας στα μπουζούκια καβάλα σε γάιδαρο.
Ο Μανόλης έζησε διάφανη ζωή, μοιρασμένη ανάμεσα στο καλύβι του με το μικρό μποστάνι, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου με τη σπουδαία θέα (για τους άλλους σπουδαία, για τις τουρίστριες ας πούμε, που έρχονταν κάποτε εδώ, ξάπλωναν μαζί του και μετά έστελναν και καμιά κάρτα) και στο σπίτι του, απέναντι απ’ την ταβέρνα του Γιάννη. Εκεί ζει με τη γυναίκα του απ’ τη μέρα του γάμου τους. Οι δυο τους ζεστάθηκαν για λίγο όταν η γυναίκα έμεινε έγκυος μετά από 15 χρόνια κοινής ζωής. Τι κι αν ο Μανόλης είχε πια πειστεί πως είναι στείρος, στα 47 του έγινε πατέρας, διότι δικό του είναι το παιδί ― ποιανού θα μπορούσε να ’ναι... Το παιδί μεγάλωσε, έγινε ένας χαραμοφάης που ήθελε κι αμάξι. Του το αγόρασαν με τις οικονομίες χρόνων. Με το αμάξι του σκοτώθηκε και στη στροφή που έγινε το τροχαίο, εκεί όπου ντεραπάρισε, στέκει τώρα ένα εικονοστάσι να ορίζει το σημείο του θανάτου· να αποτρέπει άλλα τραγικά συμβάντα εκεί, σαν να υπενθυμίζει: Είναι πιασμένη αυτή η θέση θανάτου, ο επόμενος μελλοθάνατος οδηγός να πάει να φουρκιστεί παρακάτω και να γίνει κι αυτός με τη σειρά του θέμα για κουβέντα στην ταβέρνα του Γιάννη.
Λίγα λόγια, λίγα πράγματα
Στο νησιώτικο μικρόκοσμο η λιτότητα είναι δεδομένη και στο αφήγημα αυτό η λιτότητα μοιάζει να 'ναι το ζητούμενο. Χωρίς πλοκή, χωρίς ανατροπές και τερτίπια, ο συγγραφέας στήνει ένα γοητευτικό αφήγημα.
Μικρές, κοφτές γραμμές είναι αρκετές στον Σβαν για να σκιτσάρει τον βίο του Μανόλη. Το βιβλίο συχνά-πυκνά μου έφερνε στον νου τις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, όπου η αναρρίχηση μιας γάτας στην υδρορροή είναι αρκετή για τη μετάβαση απ’ την τοπογραφία στην ανθρωπογεωγραφία. Τα ανθρώπινα έργα στο μικρό νησί του Μανόλη είναι κι αυτά μικρά, οι χειρονομίες είναι κοφτές, το μεγαλειώδες και το περίπλοκο απουσιάζουν. Ο ήλιος τρώει τα σωθικά, κι όλα γίνονται μετρημένα ― δεν υπάρχει περίσσευμα οργής, ούτε πλεόνασμα χαράς για να ξεσπάσει. Οι κοινωνικοί κώδικες είναι απλοί και εξαντλούνται στο αλισβερίσι ανάμεσα στα πέντε τραπέζια της ταβέρνας. Όλα τα επίκτητα πιάνουν λίγο χώρο· έτσι, το μικρό νησί παραμένει ευρύχωρο και η προστατευμένη απ’ τη θάλασσα πολιτισμική του αυτονομία έχει έναν ακόμα φύλακα: την πεντακάθαρη, τη σαφή δομή της.
Οι κοινωνικοί κώδικες είναι απλοί και εξαντλούνται στο αλισβερίσι με τα πέντε τραπέζια της ταβέρνας
Διαβάζοντας κανείς Τα μηχανάκια του Μανόλη δύσκολα θα ξεχάσει εικόνες σαν κι αυτές: Εξαρτήματα απ’ τις μοτοσικλέτες κρεμασμένα απ’ τα κλαδιά της ελιάς, τα κουνάει ο θαλασσινός αέρας και βγάζουν μια απόκοσμη μουσική. Τσίγκινα μικροσκοπικά εικονοστάσια διατηρούν μια φλόγα στη μέση του πουθενά. Μισογεμάτα μπουκάλια μπύρας ισορροπούν σε παλιά μα φρεσκοβαμμένα τραπέζια, που η λαδομπογιά είναι αρκετή για να κρατήσει τις σανίδες στη θέση τους.
Θα ’θελα πολύ να δω σε ελληνική μετάφραση και τη Δράκαινα, το πρώτο ελληνοκεντρικό αφήγημα του δικού μας Σουηδού, και ελπίζω να μην αργήσει. Επίσης, θα ’θελα να ξέρω αν και για τους Σουηδούς η γενειάδα είναι σημάδι πένθους.
Στο Επίμετρο υπάρχει μια πληροφορία: ο Γιαν Χένρικ Σβαν, προκειμένου να γράψει για τους άστεγους, έζησε λίγα ημερόνυχτα σαν άστεγος στους δρόμους της Στοκχόλμης. Αυτό είναι μια εικόνα. Τη μεταφέρω στα καθ’ ημάς, στα ενδότερα ενός νησιού ή ενός μικρού οικισμού της ελληνικής επαρχίας, αυθαιρετώντας ― κομψά, θέλω να πιστεύω. Ψαχουλεύω τις τσέπες του περιπλανώμενου Σουηδού. Στη μια τσέπη του βρίσκω φωτογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και στην άλλη μια φωτογραφία του Νίκου Γκάτσου.
* Η εικονογράφηση είναι σκίτσο του Νίκου Αδάμ Βουδούρη.
Τα μηχανάκια του Μανόλη
Γιαν Χένρικ Σβαν
Μτφρ: Μαρία Φραγκούλη
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Εντευκτήριο 2013
Σελ. 174, τιμή € 10,00